Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΕΕΔΑ 2017

Ιστορικά οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με την εκκλησία ήταν ιδιαίτερα στενές. Ο ανώτατος άρχων όχι μόνο έπρεπε να είναι χριστιανός ορθόδοξος[i], αλλά αρχικώς οριζόταν και ως επικεφαλής της εκκλησίας[ii]. Η σχέση αυτή οδήγησε όχι μόνο στον ιδιαίτερο ρόλο που αποκτούσε η εκκλησία στο εσωτερικό των κρατικών θεσμών, αλλά και στη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει με ωμό τρόπο στο εσωτερικό της εκκλησίας (με χαρακτηριστικότερα παραδείγμα τις εποχές του εθνικού διχασμού, της κατοχής και της δικτατορίας όπου οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για να ορίσουν αρχιεπίσκοπο της αρεσκείας τους). Μάλιστα και νομολογιακά θεωρήθηκε ότι η συνταγματική προστασία των κανόνων της εκκλησίας[iii] αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τους δογματικούς και όχι και τους διοικητικούς κανόνες που μπορούσαν να αλλάξουν με νομοθετικές παρεμβάσεις[iv].

Με το Σύνταγμα του 1975, σε αντίθεση με τα Συντάγματα του 1952 και τα δικτατορικά Συντάγματα, δεν καθιερώνεται η προστασία του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους[v], αλλά καταστρώνεται ένα πλέγμα διατάξεων που παρότι διατηρεί μια συνταγματικά προσδιορισμένη θρηκευτικότητα του κράτους[vi] επιτρέπει μια αρκούντως ανοικτή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Με δεδομένη και την καθιέρωση της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης, αλλά και το γεγονός ότι θεμέλιο του Πολιτεύματος ορίζεται η λαϊκή κυριαρχία, κρατούσα γνώμη στη θεωρία και τη νομολογία είναι ότι η διάταξη που καθιερώνει την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσα θρησκεία δεν κατοχυρώνει μια επίσημη κρατική θρησκεία, αλλά διαπιστώνει ένα εμπειρικό γεγονός (ποια είναι η πλειοψηφούσα θρησκεία μεταξύ των πολιτών[vii]) που βέβαια παράγει και έννομα αποτελέσματα (αν μη τι άλλο για τον προσδιορισμό του εορτολογίου).

Ετσι π.χ. η καθιέρωση στο άρθρο 16§2 Σ. της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης ως σκοπού της παιδείας, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως κατοχύρωση της υποχρεωτικής διδασκαλίας των θρησκευτικών με ομολογιακό περιεχόμενο (όπως συμβαίνει σήμερα), αλλά ούτε καν ως υποχρέωση θετικού προσανατολισμού των παιδιών προς το θείο. Υπό το πρίσμα τόσο της ίδιας της διάταξης που θέτει ως σκοπό τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, όσο και από την ίδια την καθιέρωση της θρησκευτικής ελευθερίας, ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών σημαίνει ότι τα παιδιά πρέπει να λαμβάνουν γνώσεις για όλες τις θρησκείες, καθώς και για την σημασία του θρησκευτικού φαινομένου μέσα στην ιστορικότητά του, προκειμένου να μπορούν να αναπτύξουν την δική τους θρησκευτική συνείδηση. Ευρύτητα πνεύματος και όχι κατήχηση είναι ο συνταγματικός σκοπός της παιδείας και βέβαια ο συνταγματικός αυτός σκοπός δεν εξυπηρετείται σήμερα.

Το μεγάλο λοιπόν πρόβλημα δεν είναι τόσο οι ίδιες οι συνταγματικές διατάξεις, όσο η κρατική πολιτική. Αλλωστε και βάσει της νομολογίας του ΕΔΔΑ[viii] που αφήνει ευρύ περιθώριο στα κράτη να προσδιορίζουν τις σχέσεις εκκλησίας κράτους, ακόμα και αν δεν κατοχυρωνόταν συνταγματικά η επικρατούσα θρησκεία, από μόνο του το κοινωνιολογικό γεγονός της επικράτησής της θα μπορούσε να θεμελιώσει τη δυνατότητα του κράτους να επιβάλλει περιορισμούς σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα προκειμένου να μη θίγεται το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών

Στη χώρα μας το πλέγμα των νομοθετικών διατάξεων  εξακολουθεί και παραμένει δέσμιο της ιστορικής σχέσης Εκκλησίας Κράτους με αποτελέσματα που δημιουργούν τεράστιες αντιφάσεις και σύγκρουση με την καθιέρωση της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης.

Ακόμα και μετά τον νόμο 4301/2014 που επιδιώκει κατά την αιτιολογική του έκθεση να ομογενοποιήσει την νομική προσωπικότητα των θρησκευτικών κοινοτήτων, στην πραγματικότητα καθιερώνεται ένα σύστημα θρησκειών πολλών ταχυτήτων. Ετσι η Εκκλησία της Ελλάδος, η Ισραηλιτικές Κοινότητες και οι «Μουσουλμανικές Κοινότητες» οργανώνονται ως ΝΠΔΔ[ix], άλλες ειδικά αναφερόμενες στο νόμο εκκλησίες αναγνωρίζονται απ ευθείας ως ΝΠΙΔ (Καθολικές εκκλησίες, Αγγλικανική, Αιθιοπική, Ευαγγελική, Κοπτορθόδοξη και Αρμενική)[x], ενώ όλες οι υπόλοιπες πρέπει να υποβάλλουν σχετικές αιτήσεις κάτω από ένα σύστημα ανυπέρβλητων εμποδίων (αίτηση 300 πιστών ανά πρωτοδικείο, υποχρεωτική συμμετοχή του θρησκευτικού λειτουργού στη διοίκηση του νομικού προσώπου ακόμα και για θρησκείες που κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με την πίστη τους κ.α.[xi]).

Πολύ περισσότερο, καθιερώνεται η μισθοδοσία των κληρικών της ελληνορθόδοξης εκκλησίας[xii], με αποτέλεσμα μέσω της φορολογίας να υποχρεώνονται πιστοί άλλων δογμάτων ή άθεοι να χρηματοδοτούν την λειτουργία της. Ας σημειωθεί ότι οι διατάξεις που καθιέρωναν ειδική φορολόγηση των εισοδημάτων της εκκλησίας ύψους αρχικά 25% και εν συνεχεία 35% ως αντιστάθμισμα της ανάληψης της μισθοδοσίας των κληρικών της από το κράτος έχουν καταργηθεί[xiii] και έτσι σήμερα η φορολογία της εκκλησίας  περιλαμβάνει ΕΝΦΙΑ (3 τοις χιλίοις), έκτακτο ειδικό τέλος δομημένων επιφανειών και φόρο επί των εισοδημάτων από μισθώματα εμπορικής εκμετάλλευσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα το κόστος της μισθοδοσίας ανέρχεται στο ποσό περίπου των 193 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ τα έσοδα από τη φορολογία στα 3,5 εκατομμύρια ευρώ για το ΝΠΔΔ της Εκκλησίας της Ελλάδος. Περαιτέρω η αναγνώριση των κληρικών της εκκλησίας ως δημοσίων λειτουργών συνεπάγεται ότι το κράτος μέσω της φορολογίας όλων των Ελλήνων χρηματοδοτεί και τους πύρινους (μισαλλόδοξους έως ανοικτά ρατσιστικούς) λόγους κληρικών κατά πολιτών που δεν έχουν την ίδια πίστη ή δεν έχουν ανεκτή σεξουαλική ή άλλη ταυτότητα. Ας σημειωθεί επίσης ότι ποτέ δεν πέρασε από τη Βουλή η διάταξη στο σχέδιο του αντιρατσιστικού νόμου[xiv] που καθιέρωνε ως ιδιαίτερο αδίκημα την εκφορά ρατσιστικού λόγου από δημοσίους λειτουργούς.

Μάλιστα μέσα στην περίοδο της κρίσης υπήρξαν διατάξεις που εξαίρεσαν τα αποθεματικά των ΝΠΔΔ της Εκκλησίας της Ελλάδος από την τύχη των αποθεματικών των άλλων ΝΠΔΔ (όπως των ασφαλιστικών ταμείων, των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων κλπ). Ετσι τα αποθεσματικά αυτά δεν επενδύθηκαν υποχρεωτικά σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και δεν κουρεύτηκαν με το PSI, καθώς επίσης και δεν δεσμεύθηκαν για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους μέσω της από 20-4-2015 ΠΝΠ[xv].

Τα προβλήματα είναι ακόμα μεγαλύτερα στον τομέα της εκπαίδευσης όπου όχι μόνο το μάθημα των θρησκευτικών διατηρεί τον ομολογιακό του χαρακτήρα[xvi], όχι μόνο πραγματοποιούνται αγιασμοί και προσευχές στα σχολεία[xvii], όχι μόνο χρησιμοποιούνται θρησκευτικές εικόνες και σύμβολα[xviii], αλλά και ρητά ορίζεται ότι σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλλει ώστε να διακατέχονται οι μαθητές από τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης[xix], ενώ το Λύκειο βοηθά να κατανοήσουν οι μαθητές τη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους[xx]. Ακόμα και οι ισχύουσες εγκύκλιοι που επιτρέπουν την απαλλαγή των παιδιών που το επιθυμούν από την παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών (ενός μαθήματος που όπως αναφέρθηκε διατηρεί πλήρως τον ομολογιακό του χαρακτήρα) προβλέπουν αφενός ασφυκτικά περιθώρια για την υποβολή σχετικής δήλωσης (λες και η θρησκευτική ελευθερία δύναται να ασκείται μόνο στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους), αλλά και δήλωση αρνητικών θρησκευτικών πεποιθήσεων (ότι δηλαδή ο μαθητής δεν είναι ορθόδοξος), αφετέρου δε εφιστούν την προσοχή στους διευθυντές των σχολείων ότι οι δηλώσεις αυτές πρέπει να είναι τεκμηριωμένες[xxi] !!

Χειρότερα ακόμα, με τον ν. 3432/2006 καθιερώθηκε η ίδρυση εκκλησιαστικών ακαδημιών ως ΑΕΙ (ΝΠΔΔ στα οποία η Εκκλησία ασκεί άμεση επιρροή στη διοίκησή τους), πέρα και έξω από κάθε έννοια ακαδημαϊκής ελευθερίας, που βάσει του Συντάγματος αποτελεί την ελευθερία της αμφισβήτησης και της κριτικής, πέρα και έξω από κάθε έννοια πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και πέρα ακόμα και από την έμμεση επιρροή που ασκούσε η Εκκλησία στο πρόγραμμα των θεολογικών και ποιμαντικών τμημάτων των ΑΕΙ.

Τέλος πέρα από τις διατάξεις που αφορούν την παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων από θρησκευτικές τελετές, την επιλογή όρκου κλπ που αποτελούν αντικείμενο άλλων εισηγήσεων, αξίζει κανείς να σταθεί και στην ποινική προστασία της θρησκείας. Ακόμα και σήμερα βρίσκεται σε ισχύ η μεταξική νομοθεσία για τον προσηλυτισμό[xxii], που καθιερώνει τόσο ευρέως και ασαφώς το αδίκημα με αποτέλεσμα να πλήττει άμεσα την συνταγματική αρχή της σαφήνειας του ποινικού νόμου[xxiii]. Ως προς δε τα αδικήματα της βλασφημίας[xxiv] και της καθύβρισης θρησκεύματος[xxv] (που διώκονται αυτεπαγγέλτως και συνεπώς δεν σχετίζονται με την προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος συγκεκριμένου προσώπου), εαν ως προστατευτέο έννομο αγαθό θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει η κρατούσα γνώμη, η θρησκευτική ειρήνη, τότε οδηγούμαστε στο εξής παράδοξο: τα αδικήματα επιχειρούν να αποτρέψουν την διασάλευση της τάξεως από επεισόδια που θα προκαλέσουν οι πιστοί λόγω της βλασφημίας. Ομως έτσι προστατευτέο αγαθό παρίσταται η μισαλλοδοξία του πιστού και όχι η δημόσια τάξη (γιατί κατηγορούμενοι θα έπρεπε να είναι όσοι πραγματοποιούν τα επεισόδια). Παρεκτός εαν προστατευτέο έννομο αγαθό θεωρηθεί η θρησκεία, η οποία κατά την απόφαση περί του «Τελευταίου Πειρασμού»[xxvi] αποτελεί το θεμέλιο του Κράτους. Με αυτό τον τρόπο, το κράτος προστατεύοντας τη θρησκεία που αποτελεί το θεμέλιο του προστατεύει τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνο που ένα τέτοιο κράτος δεν μπορεί να έχει ως πολίτη του τον άθρησκο, τον άθεο, τον αλλόδοξο. Η θεοκρατία συνεπώς αποκαλύπτεται ως το θεμέλιο αυτών των αδικημάτων που δεν έχουν καμία θέση υπό το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο. Ο Θεός δεν έχει ανάγκη Εισαγγελέα, όπως πολλές φορές έχουμε τονίσει ως Ενωση και η τιμωρία των βλασφήμων δεν αποτελεί αρμοδιότητα της Πολιτείας (ας τους αφήσουμε να τιμωρηθούν αρμοδίως)

Από το 2005 η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη έχει καταθέσει μια πλήρως νομοτεχνικά επεξεργασμένη πρόταση αλλαγής των σχετικών νομοθετικών διατάξεων προκειμένου να αποτυπωθούν με σαφήνεια οι διακριτοί ρόλοι που πρέπει να έχουν η Εκκλησία και το Κράτος. Κάποια βήματα είδαμε να γίνονται τότε, πλην όμως δειλά: από την ρύθμιση του θέματος της αποτέφρωσης των νεκρών[xxvii] που ακόμα και σήμερα δεν έχει εφαρμοσθεί στην πράξη (και που στην αρχή καθιερώθηκε μόνο για ετεροδόξους), από την κατάργηση της σύμφωνης γνώμης του οικείου μητροπολίτη για την ανέγερση ναών αλλοθρήσκων και ετεροδόξων[xxviii] (που εξακολουθεί όμως να υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο), από την κατάργηση των εξομολογήσεων σε σχολεία[xxix] (με την παραίνεση στη σχετική εγκύκλιο οι εκπαιδευτικοί να αναφέρουν τις ώρες εξομολογήσεων στην τοπική ενορία), αλλά και την δια νόμου ίδρυση ισλαμικού τεμένους[xxx] (το οποίο ακόμα δεν έχει κατασκευασθεί).

Ομως η κατάσταση παραμένει κατ’ ουσίαν η ίδια. Ιδίως τα τελευταία χρόνια δεν έχει γίνει ούτε ένα βήμα μπροστά. Αντίθετα επαναλαμβάνονται μια σειρά κρατικών πρακτικών που αποδεικνύουν ακόμα περισσότερο την ιδιαίτερη σχέση κράτους-εκκλησίας: από τους αγιασμούς σε δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα και σε ανώτατα δικαστήρια, από τις γονυκλισίες του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα, μέχρι τα δημόσια χειροφιλήματα σε μητροπολίτες από ανώτατους κρατικούς λειτουργούς κλπ κλπ., ενώ εξαιρετικά περιορισμένοι είναι οι φορολογικοί έλεγχοι σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα

Η Εκκλησία από τη μεριά της διεκδικεί (και σωστά) την απόσυρση του Κράτους από τα εσωτερικά της. Το Κράτος όπως είδαμε συναινεί. Από την άλλη όμως διεκδικεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο τόσο στα θέματα εκπαίδευσης, όσο και στη λειτουργία της ως ΝΠΔΔ. Και εδώ συναινεί το Κράτος. Σε μεγάλο βαθμό γιατί το πολιτικό σύστημα εκμεταλλεύεται την κοινωνική δυναμική της Εκκλησίας προκειμένου να αποκτά πελατειακές σχέσεις. Εχουμε λοιπόν μια θρησκεία που επικρατεί επί του Κράτους, αλλά και στηρίζεται επί αυτού προκειμένου να παραμένει επικρατούσα (ως εαν να χρειαζόταν αυτή η στήριξη). Η ευθύνη όμως δεν είναι της Εκκλησίας, είναι της Πολιτείας-και δεν χρειάζεται καν συνταγματική αναθεώρηση προκειμένου η Πολιτεία να θεσμοθετήσει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που θα καθορίσει με σαφήνεια τους διακριτούς ρόλους  Εκκλησίας-Κράτους.

 

 

[i] άρθρο 47 Συντάγματος του 1952

[ii] διάταγμα του αυτοκεφάλου 23-7-1833

[iii] που προβλέπεται και στο ισχύον άρθρο 3 Σ.

[iv] ΣτΕ 139/1930, 662/1956, 3003/2014, ΑΠ 220/1934, 207/1960

[v] βλ. ενδεικτικά άρθρα 16§2 Συντάγματος 1952 καθιέρωση των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ως σκοπών της παιδείας, 1§1 απαγόρευση προσηλυτισμού μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας, 14§2 κατάσχεση εφημερίδων και περιοδικών μόνο για προσβολή της χριστιανικής θρησκείας,  47, 51, 50, 52 Συντάγματος 1952 για την θρησκεία που όφειλαν να πρεσβεύουν ο Βασιλιάς και οι αναπληρώνοντες αυτόν, 43§2 ορκωμοσία ενώπιον της Ιεράς Συνόδου 

[vi] όρκος Προέδρου της Δημοκρατίας –άρθρο 33§2 Σ.- και βουλευτών –άρθρο 59 Σ.,  απαγόρευση προσηλυτισμού –άρθρο 13§2 Σ., κατάσχεση εντύπων λόγω προσβολής της χριστιανικής και κάθε γνωστής θρησκείας –άρθρο 14§3 εδ. α Σ.

[vii] βλ. αντί άλλων Κονιδάρη/Ανδρουτσόπουλο σε Σπυρόπουλο-Κοντιάδη-Ανθόπουλο-Γεραπετρίτη, Σύνταγμα Κατ’άρθρο ερμηνεία σ. 39

[viii] Otto-Preminger-Institut κατά Αυστρίας, Wingrove κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 10-7-2003 Murphy κατά Ιρλανδίας, ΙΑ κατά Τουρκίας, Lautsi κατά Ιταλίας

[ix] άρθρο 16 ν. 4301/2014 (αποκλειστικά όμως και μόνο για τις μουσουλμανικές κοινότητες της Δυτικής Θράκης).

[x] άρθρο 13 ν.4301/2014

[xi] άρθρο 2 ν.4301/2014

[xii] α.ν. 536/1945

[xiii] με τον ν. 3220/2004 -ποτέ άλλωστε δεν απέφεραν ιδιαίτερα έσοδα

[xiv] ήδη ν.4285/2014

[xv] άρθρα 38§7 ν.3986/2011, 68§1 ν.4235/2014. Βέβαια η τύχη των αποθεματικών της εκκλησίας δεν φέρεται να είχε καλύτερη τύχη, με δεδομένο ότι είχαν επενδυθεί με απόφαση των ίδιων των αρμοδίων οργάνων της εκκλησίας σε μετοχές της Εθνικής Τραπέζης, η αξία των οποίων έχει εξανεμισθεί μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων

[xvi] π.δ. 532/1982, 479/1985

[xvii] άρθρο 13§5 π.δ. 201/1998

[xviii] χωρίς μάλιστα να υφίσταται σχετική νομοθετική πρόβλεψη

[xix] άρθρο 1§1 εδ. α ν. 1566/1985, το οποίο αμέσως μετά και απολύτως αντιφατικά ορίζει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών είναι απολύτως απαραβίαστη...

[xx] άρθρο 6§2 εδ. β ν. 1566/1985

[xxi] εγκύκλιος ΥΠΕΠΘ αρ. πρωτ. 12773/Δ2/23/01/2015

[xxii] α.ν. 1963/1938, 1672/1939

[xxiii] άρθρο 7§1 Σ.

[xxiv] άρθρο 198 ΠΚ

[xxv] άρθρο 199 ΠΚ

[xxvi] ΜονΠρωτΑθ 17115/88

[xxvii] άρθρο 35 ν.3448/2006

[xxviii] άρθρο 27 ν.3467/2006

[xxix] εγκύκλιος ΥΠΕΠΘ 76992/Γ2/27.7.2006

[xxx] ν. 3512/2006 –βλ. ήδη ν. 4414/2016

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους