Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Η Υπεράσπιση της Δημοκρατίας από Τρομοκρατικά Αδικήματα και η προάσπιση της Ελευθερίας από Αντιτρομοκρατικά Νομοθετήματα in Α.Μανιτάκη-Α.Τάκη (επιμ), Τρομοκρατία και Δικαιώματα 2004

 

Tο ευρωπαϊκό παράδειγμα: Η επίκληση του κράτους δικαίου ως λόγος  αυτοαναίρεσής του.

 

Την 5η Σεπτεμβρίου 2001 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε σύσταση (2001/2016 (INI)), με την οποία κάλεσε το Συμβούλιο να εκδόσει απόφαση πλαίσιο (Α-Π) που α) θα καταργεί την επίσημη διαδικασία έκδοσης και θα θεσπίζει την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων των κρατών-μελών, αλλά και των πράξεων της ποινικής προδικασίας για τρομοκρατικά αδικήματα, β) θα θεσμοθετεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τα αδικήματα της τρομοκρατίας, της σωματεμπορίας, των εγκλημάτων σε βάρος παιδιών, της διακίνησης ναρκωτικών και όπλων, της διαφθοράς και της απάτης, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας των αδικημάτων  και γ) θα εναρμονίζει τις νομοθεσίες των κρατών-μελών θεσμοθετώντας κοινούς κανόνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως προς το ελάχιστο όριο ποινών και την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της τρομοκρατίας.

Συνακόλουθα,  στις 15-10-01 η Επιτροπή υπέβαλε προς το Συμβούλιο την υπ’αριθμ. 501PC0521 πρότασή της για την υιοθέτηση Α-Π για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στις δε 29-10-01 και την υπ’αριθμ. 501PC0522 πρόταση της για την υιοθέτηση Α-Π για την καθιέρωση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

Ο τρόπος που επιλέγεται να προωθηθεί η καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι η έκδοση A-Π, που υποχρεώνει μεν τα κράτη-μέλη να συμμορφωθούν προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πλην όμως αφήνει στο κάθε κράτος μέλος την αρμοδιότητα να αποφασίσει για τη μορφή και τα μέσα επίτευξης του αποτελέσματος[1].

Η από 15-10-01 πρόταση της Επιτροπής περιέχει τις εξής βασικές ρυθμίσεις:

1. Αποπειράται να ορίσει το αδίκημα της τρομοκρατίας, εν αντιθέσει με  παλαιότερες διεθνείς συμβατικές ρυθμίσεις που είτε είχαν ως σκοπό να  ποινικοποιήσουν συγκεκριμένα αδικήματα που δεν χαρακτηρίζονταν ως τρομοκρατικά, αλλά θεωρούνται σήμερα ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις τρομοκρατικών πράξεων (σύμβαση για την καταπολέμηση της αεροπειρατείας –Χάγη 16-12-70, σύμβαση για την καταπολέμηση παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της αεροπλοϊας -Μοντρεαλ 23-9-71,συμβαση για την πρόληψη και καταπολέμηση προσβολών κατά  προσώπων που απολαμβάνουν διεθνούς προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματών -Νεα Υορκη 14-12-73, σύμβαση κατά της σύληψης ομήρων -Νεα Υορκη 17-12-79, συμβαση για την προστασία πυρηνικών υλικών -Βιέννη 3-3-80, πρωτόκολλο για την καταπολέμηση παράνομων βίαιων πράξεων σε αεροπλάνα -Μοντρεαλ 24-2-88, σύμβαση για την καταπολέμηση παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοϊας -Ρώμη 10-3-88), είτε είχαν ως στόχο να ποινικοποιήσουν ορισμένες πράξεις που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές, χωρίς όμως να εξειδικεύεται περαιτέρω η ιδιότητά τους αυτή  (σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας,-Στρασβούργο 27-1-77[2], διεθνής σύμβαση για την καταπολέμηση της χρήσης εκρηκτικών για την εκτέλεση τρομοκρατικών πράξεων -Νεα Υορκη 15-12-97, διεθνής σύμβαση για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας -Νεα Υορκη 9-12-99).

Η Πρόταση της Επιτροπής περιλαμβάνει μια σειρά αδικημάτων που ήδη αντιμετωπίζονται από τους ποινικούς κώδικες των κρατών-μελών ή από διεθνείς συμβατικές ρυθμίσεις (ανθρωποκτονία, σωματική βλάβη-ανεξαρτήτως βαρύτητας,  απαγωγή ή σύλληψη ομήρων, απειλή, εκβιασμός, απλή ή διακεκριμένη κλοπή, κατασκευή, κατοχή, μεταφορά, εμπορία ή προμήθεια όπλων και εκρηκτικών, παράνομη κατάληψη ή φθορά δημοσίων εγκαταστάσεων, μεταφορικών μέσων, υποδομών, δημοσίων χώρων και δημοσίων ή ιδιωτικών αγαθών, απελευθέρωση μολυσματικών ουσιών, πρόκληση εμπρησμών, πλημμυρων, εκρήξεων, καθώς και εν γένει  διακινδύνευση ατόμων, αγαθών, ζώων ή του περιβάλλοντος,  διατάραξη ή διακοπή παροχών ύδατος, ηλεκτρικού και άλλων βασικών αγαθών κοινής ωφέλειας, πραγματοποίηση επιθέσεων μέσω της διατάραξης πληροφορικών συστημάτων, απειλή διάπραξης των ανωτέρω πράξεων) και τα χαρακτηρίζει ως τρομοκρατικά είτε τελούνται από μεμονωμένα άτομα, είτε από οργανωμένες ομάδες εφόσον στρέφονται κατά περισσοτέρων χωρών, των θεσμών και των λαών τους, με στόχο να τους απειλήσουν και να πλήξουν σοβαρά ή να καταστρέψουν τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές των χωρών αυτών.

2. Aναγορεύει σε αυτοτελή αδικήματα τη διεύθυνση, την υποστήριξη, τη συμμετοχή και την ενθάρρυνση τρομοκρατικής οργάνωσης. Ως τέτοια χαρακτηρίζεται η δομημένη οργάνωση που αποτελείται από τουλάχιστον δυο άτομα,  έχει διαρκή δράση και δρά με σκοπό τη διάπραξη τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές όρίζονται ανωτέρω

3. Ορίζει τις ελάχιστες ποινές για τα ανωτέρω αδικήματα που κυμαίνονται από δυο έτη φυλάκισης έως είκοσι χρόνια κάθειρξης. Το αδίκημα της συμμετοχής, διεύθυνσης, υποστήριξης ή ενθάρρυνσης τρομοκρατικής οργάνωσης τιμωρείται με ελάχιστη ποινή επτά ετών.

4.Τα κράτη-μέλη καλούνται επίσης να ποινικοποιήσουν την ηθική αυτουργία, τη συνέργεια, την συνδρομή και την απόπειρα διάπραξης των ανωτέρω τρομοκρατικών πράξεων.

5. Χαρακτηρίζει ως επιβαρυντικές περιπτώσεις τρομοκρατικού αδικήματος:

-  την πράξη που έχει τελεσθεί υπό περιστάσεις που καθιστούν το έγκλημα ιδιαιτέρως στυγνο

- την πράξη που επηρεάζει ένα μεγάλο αριθμό ατόμων ή που εκ της φύσης της είναι σοβαρή και διαρκής

  • την πράξη που στρέφεται κατά προσώπων που απολαμβάνουν διεθνούς προστασίας, των αρχηγών του κράτους, των μελών της κυβέρνησης, των βουλευτών, των δικαστικών λειτουργών, των σωφρονιστικών υπαλλήλων, των αστυνομικών

6. Χαρακτηρίζει ως ελαφρυντικό την μεταμέλεια του κατηγορουμένου και τη συνεργασία του με τις αρμόδιες αρχές, εφόσον παρέχει πληροφορίες για την αποκάλυψη άλλων δραστών ή άλλων πράξεων ή για την αποτροπή διάπραξης τους.

7. Υιοθετώντας τη λογική της συλλογικής ευθύνης, προτείνει την καθιέρωση ποινικής (και αστικής) ευθύνης νομικών προσώπων όταν λόγω έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου καθίσταται δυνατή η διάπραξη τρομοκρατικού αδικήματος για λογαριασμό του νομικού προσώπου, είτε από μεμονωμένο άτομο είτε από μέλος οργάνου του νομικού προσώπου (μέλος οργάνου που εκπροσωπεί ή διοικεί ή ελέγχει το ν.π). Εκτός από τις ποινές μπορούν να επιβληθούν και άλλα μέτρα κατά του ν.π., όπως ο αποκλεισμός του από δημόσιες επιχορηγήσεις, η προσωρινή ή οριστική απαγόρευση άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων, η θέση του υπό δικαστική εποπτεία, η διάλυση του, η προσωρινή ή οριστική σφράγιση του καταστήματος που χρησιμοποιείτο για την τέλεση των αδικημάτων

8.Ορίζει ως πεδίο εφαρμογής της Α-Π κάθε τρομοκρατική δράση που διαπράττεται εντός της Ε.Ε., έστω και αν στρέφεται κατά τρίτων χωρών και η οποία διαπράττεται από υπήκοο μέλους της ΕΕ ή για λογαριασμό νομικού προσώπου που εδρεύει στην Ε.Ε. ή ενάντια στους θεσμούς ή τον πληθυσμό της Ε.Ε.

Η πρόταση αυτή της Επιτροπής δέχθηκε κριτικές και εντός των οργάνων της Ε.Ε. Ιδίως ασκήθηκε έντονη κριτική για το κατά πόσο ο ευρύς και εν πολλοίς ασαφής ορισμός της τρομοκρατίας τείνει να καταλάβει και μορφές αμφισβήτησης και άσκησης της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης που αποκτούν συγκρουσιακή μορφή και περιεχόμενο (αγριες απεργίες, κινήματα κατα της παγκοσμιοποίησης, επιθέσεις οικολογικών οργανώσεων κατά βιομηχανιών που μολύνουν το περιβάλλον)[3]. Ηταν σαφές άλλωστε και από την σχετική συζήτηση που διεξήχθη στο Ευρωπαϊκο Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση της σύστασης της 5-9-01, αλλά και από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Επιτροπής, ότι το σχέδιο Α-Π αποσκοπούσε στο να καταλάβει και τέτοιες δραστηριότητες[4]. Η επιγενόμενη επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ μπορεί να επισκίασε τη σχετική συζήτηση (μέχρι του βαθμού να αποκρύπτεται εντελώς στην πρόταση της Επιτροπής η σύσταση της 5ης Σεπτεμβρίου), πλην όμως δεν κατόρθωσε να νομιμοποιήσει την σώρευση όλων των βιαίων διαμαρτυριών υπό την έννοια της τρομοκρατίας. Ετσι μετά και από την αντίδραση των επίσημων αντιπροσωπειών της Ιρλανδίας, της Δανίας και της Σουηδίας και τις σχετικές διαδικασίες επαναδιαβούλευσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε δυο συνεδριάσεις του, την 29-11-01 και την 6-2-02 επέφερε τις εξής τροποποιήσεις στο σχέδιο Α-Π:

  1. Η σημαντικότερη τροποποίηση αφορά σαφώς τον ίδιο τον ορισμό της τρομοκρατίας. Με το νεο σχέδιο Α-Π προσδιορίσθηκαν (και περιορίσθηκαν) οι δομές της χώρες τις οποίες πρέπει να πλήττει η πράξη για να χαρακτηρισθεί ως τρομοκρατική. Ετσι, τα περιγραφόμενα αδικήματα χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικά εφόσον στρέφονται κατά περισσοτέρων χωρών, των θεσμών και των λαών τους με στόχο να τους απειλήσουν και να πλήξουν σοβαρά ή να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, τη δημοκρατία, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις πολιτικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου που είναι τα θεμέλια της κοινωνίας μας
  2. Με επιμέρους τροπολογίες προσδιορισθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια η αντικειμενική υπόσταση των επιμέρους αδικημάτων που συνιστούν τρομοκρατικές πράξεις. Ετσι ως τρομοκρατικά αδικήματα χαρακτηρίζονται οι προσβολές κατά της ζωής, οι σοβαρές προσβολές της σωματικής ακεραιότητας που προκαλούν βαρειές σωματικές βλάβες, η απαγωγή ή η σύλληψη ομήρων, η απειλή,ο εκβιασμός που αποσκοπεί να συμβάλλει στην εκτέλεση των τρομοκρατικών αδικημάτων, η διακεκριμένη κλοπή που αποσκοπεί στην επίτευξη τρομοκρατικών αδικημάτων (όχι όμως και στο αδίκημα της τρομοκρατικής οργάνωσης καθ'εαυτό), η παρανομη κατασκευή, κατοχή, μεταφορά, εμπορία και χρήση όπλων και εκρηκτικών, η παράνομη κατάληψη ή σοβαρη φθορά δημοσίων εγκαταστάσεων, μεταφορικών μέσων, υποδομών, δικτύων πληροφόρησης ή επικοινωνιας και δημοσίων ή ιδιωτικών αγαθών κατά τρόπον ώστε να διακινδυνεύεται σοβαρά η δημόσια ασφάλεια, η πειρατεία αεροσκαφών ή πλοίων, η απελευθέρωση μολυσματικών ουσιών,  η πρόκληση εμπρησμών, πλημμυρων, εκρήξεων, η διακινδύνευση ατόμων, αγαθών, ζώων ή του περιβάλλοντος, η παράνομη απελευθέρωση ή η διανομή χημικών ή βιολογικών ουσιών που αποτελούν απειλή για την ανθρώπινη υγεία, η σοβαρή βλάβη ή διακοπή παροχών ύδατος, ηλεκτρικού και άλλων βασικών φυσικών αγαθών κοινής ωφέλειας, η καταστροφή, επιδείνωση ή  χρήση πληροφορικών συστημάτων ή τηλεπικοινωνιών με σκοπό την αποσταθεροποίηση της κοινωνίας, η απειλή διάπραξης των ανωτέρω πράξεων (εκτός βεβαίως της απειλής διάπραξης απειλής)
  3. Διευκρινίσθηκε ότι ως υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης νοείται αυτή που διενεργείται προς το σκοπό της πραγματοποίησης τρομοκρατικών πράξεων, με την παροχή πληροφοριών ή υλικών μέσων, συμπεριλαμβανόμενης της χρηματοδότησης δραστηριοτήτων και της οργάνωσης ατόμων για να συμμετέχουν στις δραστηριότητες τρομοκρατικών οργανώσεων, ενώ ως μορφή ενίσχυσης της τρομοκρατικής οργάνωσης χαρακτηρίζεται και το ξέπλυμα προϊόντων τρομοκρατικού εγκλήματος
  4. Από την άλλη δευρύνθηκε η αντικειμενική υπόσταση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων καθώς πλέον η διάταξη καταλαμβάνει και τις ενώσεις προσώπων, καθώς και τις πράξεις που τελούνται προς το συμφέρον των νομικών προσώπων και από μέλη οργάνων του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ή διοικούν ή ελέγχουν το ν.π. ανεξαρτήτως αν τα μέλη των οργάνων αυτών έχουν αποκτήσει de facto ή de jure αυτή την αρμοδιότητα
  5. Εξαιρετικά σημαντική τροπολογία αποτελεί και η υιοθέτηση λίστας τρομοκρατικών οργανώσεων που θα συντάσσεται από το Συμβούλιο για να αποφεύγεται η χρηματοδότηση των τρομοκρατικών οργανώσεων. Είναι συνεπώς προφανές ότι η λίστα αυτή δεν είναι περιοριστική[5].
  6. Τέλος οι προβλεπόμενες ελάχιστες ποινές ιδίως για τη διεύθυνση και τη συμμετοχή ή υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης αυξήθηκαν σε 15 και 8 έτη αντίστοιχα. Ομως για τα αδικήματα της συνεργασίας και της ενθάρρυνσης τρομοκρατικής οργάνωσης δεν προβλέπονται πλέον συγκεκριμένες ελάχιστες ποινές και το κάθε κράτος-μέλος δικαιούται να προβλέψει το ίδιο τις ποινές που θεωρεί αναγκαίες, οι οποίες όμως σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπονται για τα αντίστοιχα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου[6].    

Μικρότερες αντιδράσεις και προβλήματα δημιούργησε στο εσωτερικό των οργάνων της Ε.Ε. η υιοθέτηση της Α-Π για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης[7].

Ηδη προ των Α-Π τα πορίσματα του Συμβουλίου στο Τάμπερε (16-10-99) επισήμαιναν ότι πρέπει να καταργηθεί η επίσημη διαδικασία έκδοσης και να αντικατασταθεί από απλή μεταφορά προσώπων (κατ’άρθρο 6 ΣυνθΕΕ) στην περίπτωση προσώπων που τείνουν να ξεφύγουν από τη δικαιοσύνη και έχουν καταδικασθεί από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Στο ψήφισμα για την στρατηγική της ΕΕ στην επόμενη χιλιετία στο πλαίσιο της προληψης και του ελέγχου του οργανωμένου εγκλήματος (recommendation 28) προβλεπόταν η υιοθέτηση πιο γρήγορης διαδικασίας έκδοσης για πρόσωπα που τείνουν να ξεφύγουν από τη δικαιοσύνη και έχουν καταδικασθεί με δικαστική απόφαση. Ομως κατά την Επιτροπή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην υπ’αριθμ. 501PC0522 πρόταση της, μετά από ερευνα που έγινε σε όλη την Ευρώπη μεταξύ δικαστών, καθηγητών, εισαγγελέων κλπ. κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακριθεί το στάδιο της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης από το στάδιο της προδικασίας (!) Ετσι με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κάθε κράτος-μελος υποχρεούται να προβαίνει άμεσα στη σύλληψη και την έκδοση των αναφερομένων σε αυτό, ακόμα και για την εκτέλεση ανακριτικών πράξεων.

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή ανώτερη τους ενός έτους στο κράτος μέλος που ζητά την έκδοση. Ιδίως δε για την περίπτωση κατηγορουμένων για τρομοκρατία,αλλά και για όσα άλλα αδικήματα έχουν αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εναρμόνισης, τα κράτη μέλη δεν θα μπορούν να προβάλουν αντίρρηση, πλην των ειδικών περιπτώσεων που ρυθμίζονται στα άρθρα 28-34 της Α-Π (π.χ. εαν το κράτος-μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση έχει χορηγήσει αμνηστία για τα συγκεκριμένα αδικήματα ή ασυλία στο συγκεκριμένο πρόσωπο ή το ένταλμα σύλληψης δεν περιέχει τις αναγκαίες πληροφορίες για το πρόσωπο ή την πράξη).

Ησσονος σημασίας ήταν οι τροποποιήσεις που επεφερε σε αυτήν την Α-Π το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την 29-11-01 (παρ’ότι το πεδίο εφαρμογής του εντάλματος σύλληψης επεκτάθηκε τελικά σε πολύ περισσότερα αδικήματα από τα αρχικώς προβλεφθέντα). Ετσι με την από 29-11-01 τροποποίηση προστέθηκε ότι τα πρόσωπα κατά των οποίων στρέφεται το ένταλμα σύλληψης πρέπει να απολαμβανουν των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα το δικαίωμα στο φυσικό δικαστή, το δικαίωμα υπεράσπισης και την προστασία της αρχής non bis in idem. Οι αρχές αυτές θα έπρεπε όμως να λαμβάνονται ούτως ή άλλως υπόψη κατά την εφαρμογή και των δυο Α-Π. Κατ’ αντίθεση με τις σχετικές συζητήσεις για το πεδίο εφαρμογής του αμερικάνικου Patriot Act, οι αποφάσεις-πλαίσιο της ΕΕ δεν αποτελούν εξαιρετική νομοθεσία, που θα δικαιολογούσε την αναστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, ούτε βέβαια θεσμοθετούνται υπό τις αντίστοιχες συνταγματικές προϋποθέσεις.

Η εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η συνακόλουθη κατάργηση των επισήμων διαδικασιών έκδοσης θα επιφέρει σημαντικές μεταβολές στο καθεστώς των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Πέρα από την κατάργηση της (συνταγματικά κατοχυρωμένης) απαγόρευσης έκδοσης ημεδαπών[8], της δυνατότητας πολιτικής παρέμβασης για την αποφυγή της εκδόσεως και τον περιορισμό του διπλού αξιόποινου (αφού πλέον τα κράτη μέλη θα μπορούν να αρνούνται την έκδοση για πράξεις που δεν χαρακτηρίζονται ως αδικήματα από την νομοθεσία τους μόνο όταν η πράξη δεν έχει τελεσθεί έστω και εν μέρει στο έδαφος του κράτους που ζητεί την έκδοση)[9], η μεταφορά του κατηγορουμένου σε κράτος άλλο από αυτό του τόπου κατοικίας του οδηγεί τόσο σε μια σημαντικότατη δυσχέρανση της υπεράσπισής του (αν μη τι άλλο λόγω δυσχερειών στη γλώσσα και στη γνώση του ποινικού συστήματος), αλλά και  σε μια πλήρη αποστείρωση του δικαστικού μηχανισμού από την παρουσία του κοινού αισθήματος δικαίου. Με δεδομένο ότι το αίσθημα αυτό δεν λαμβάνει το ίδιο περιεχόμενο σε κάθε κράτος-μέλος και δεν εναρμονίζεται με νομοθετικές προβλέψεις, η αποστείρωση αυτή είναι πολλαπλάσια από αυτή που παράγει η κατάργηση του θεσμού των ενόρκων.  

Η καθιέρωση μιας Α-Π για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας μπορεί να θεωρείται σήμερα αναγκαία από τα όργανα της ΕΕ κατ’επίκληση της διεθνούς διασύνδεσης των τρομοκρατικών οργανώσεων και των νεων τεχνολογικών δυνατοτήτων τους, μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν οι αιτιολογικές σκέψεις  που αναδεικνύουν το θεμέλιο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και φωτογραφίζουν το μέσω αυτής προστατευόμενο έννομο αγαθό. Η τρομοκρατία κατά την Α-Π αποτελεί «σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία», για «την ελεύθερη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων» (ιδιαίτερα τα δικαιώματα στη ζωη, τη σωματική ακεραιότητα, το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, την ελευθερία της γνώμης και της ελεύθερης εκφρασης και πληροφόρησης), καθώς και για την «οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη». Στα ανωτέρω πλαίσια «η τρομοκρατία ποτέ δεν δικαιολογείται». Περαιτέρω, η Σύσταση του Κοινοβουλίου της 5-9-01 επισημαίνει ότι «δεδομένης της δημοκρατικής και συνταγματικής δομής της διαδικασίας λήψης αποφάσεων των κρατών μελών, καμία ιδεολογία και κανένα άλλο κίνητρο δεν δικαιολογεί τις τρομοκρατικές ενέργειες και, ακόμα και αν το κίνητρο που προβάλλεται γι'αυτές είναι εμφανώς πολιτικό δεν μπορούν παρά να θεωρούνται ως εγκληματικές πράξεις ή ακόμα και ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». «Οι ιδεολογίες είναι νόμιμες εφόσον εκφράζονται μέσα από το διάλογο και το σεβασμό των δημοκρατικών αξιών», καθώς «στις δημοκρατικές μας κοινωνίες οποιαδήποτε σύγκρουση πολιτικής, κοινωνικής και οικολογικής φύσης μπορεί και πρέπει να επιλύεται μέσα από τους θεσμούς που προβλέπει ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου και γι'αυτό τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση τρομοκρατικής βίας»[10].  Τόσο η διαμόρφωση του ορισμού της τρομοκρατίας ως το αδίκημα που πλήττει σοβαρά ή καταστρέφει τη δημοκρατία, τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου, όσο και οι αιτιολογικές σκέψεις που συνοδεύουν το σχέδιο Α-Π καθιστούν προφανές ότι τα αδικήματα της τρομοκρατίας και της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση δεν συλλαμβάνονται ως εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης (αντίθετα π.χ. με ότι ισχύει τόσο στην Ελλάδα με το ν.2928/01, όσο και στη Γαλλία με το άρθρο 421-1 ΠΚ), ή της πολιτειακής εξουσίας, αλλά ως εγκλήματα κατά του πολιτεύματος (αντίστοιχο π.χ. με αυτό της εσχάτης προδοσίας).

Ο προσδιορισμός αυτός του αδικήματος της τρομοκρατίας  δημιουργεί τους εξής προβληματισμούς: δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι ο κατάλογος των πράξεων που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές αποτελούν αδικήματα και αυτό γίνεται αποδεκτό από το σύνολο των ποινικών νομοθεσιών των κρατών-μελών της ΕΕ. Είναι επίσης βέβαιο ότι τα αδικήματα αυτά πλήττουν διαφορετικά έννομα αγαθά (τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα, τη δημόσια υγεία, την ιδιωτική περιουσία ή τη δημόσια τάξη). Η ένταξή τους σε μια ενότητα ως εγκλημάτων κατά του πολιτεύματος, που δικαιολογεί και την αυστηρότερη ποινική τους αντιμετώπιση, πραγματοποιείται μέσω του σκοπού για τον οποίο γίνεται η πράξη. Ετσι κατά την Α-Π η προσβολή της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου στην περίπτωση του τρομοκρατικού αδικήματος δεν αποσκοπεί στο αποτέλεσμα αυτό (παρά μόνο ως παράπλευρο αποτέλεσμα): στόχος είναι η ίδια η δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το ερώτημα που τίθεται  συνεπώς είναι με ποιο τρόπο θα διαγνωσθεί αυτός ο ευρύτερος σκοπός  της πράξεως, που δικαιολογεί  την ειδική ποινική αντιμετώπιση της τρομοκρατικής πράξης. Εαν ο σκοπός πρέπει να προκύπει από την ίδια την πράξη και από τις συνθήκες τέλεσής της, τότε αυτός ο προσδιορισμός του τρομοκρατικού αδικήματος θα οδηγήσει εν τέλει στην μη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Ας προσεχθεί ότι η τρομοκρατία δεν θεωρείται ότι προσβάλλει ένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα ή μια μορφή συντεταγμένης πολιτειακής εξουσίας (άλλωστε η μορφή του πολιτεύματος στα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν συμπίπτει), αλλά τις θεμελώδεις αρχές που διέπουν το πολίτευμα ανεξαρτήτως μορφής.  Είναι όμως παντελώς αδύνατο μια  δολοφονία ή μια απαγωγή ή ένας εκβιασμός να πλήξει τη δημοκρατία μιας χώρας ή τα θεμελιώδη δικαιώματα per se. Τα έννομα αυτά αγαθά δεν είναι τόσο εύθραυστα έτσι ώστε να μπορούν να προσβληθούν από μεμονωμένες πράξεις. Αντίστοιχα η ίδρυση μιας οργάνωσης η οποία υψώνει τους δικούς της μηχανισμούς ενάντια στην κρατική εξουσία μπορεί να θωρηθεί ότι διαταράσσει την κοινωνική ευταξία ή (σε οριακές περιπτώσεις) και την ικανότητα αποτελεσματικής επιβολής της κρατικής βούλησης[11] δεν μπορεί όμως ούτε να πλήξει σοβαρά, ούτε πολλώ δε μάλλον να καταστρέψει την δημοκρατία. Στην πραγματικότητα δεν δύναται να πλήξει σοβαρά ούτε την συγκεκριμένη μορφή πολιτικής εξουσίας.

Η ως άνω διάταξη περί αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της τρομοκρατίας μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο εαν ο σκοπός δεν θεωρηθεί ως αντικειμενικα αντιληπτός βάσει των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος, αλλά ως  υποκειμενικός σκοπός του δράστη της πράξεως[12]: υπό την έννοια ότι ο δράστης θα ήθελε η πράξη του να  έχει ως αποτέλεσμα την σοβαρή προσβολή ή την καταστροφή των συγκεκριμένων έννομων αγαθών. Βέβαια και σε μια τέτοια περίπτωση υπαρχει δυσκολία προσδιορισμού της τρομοκρατικής οργάνωσης και του τρομοκρατικού αδικήματος, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις οι δράστες των αδικημάτων θεωρούν και προβάλουν ως σκοπό τους την καθιέρωση της «πραγματικής δημοκρατίας» ή ενός καθεστώτος όπου μπορεί πραγματικά να ανθήσει η ελευθερία και τα δικαιώματα του καθενος. Γι’αυτό άλλωστε το λόγο θεωρήθηκε αναγκαία η θεσμοθέτηση τουλαχιστον μια λίστας τρομοκρατικών οργανώσεων για να καταστεί σαφέστερο το πεδίο εφαρμογής της Α-Π. Τα προβλήματα του συστήματος της λίστας ήδη έχουν επισημανθεί αφού το περιεχόμενό της αποτελεί εν τέλει έναν πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ των κρατών-μελών (π.χ. για το αν θα συμπεριληφθεί στη λίστα και το PKK ή ο UCK ή η PLO, ή εκτός από τον πραγματικό IRA και ο IRA ή οι μαχητές του Ulster).

 Κατά τη γνώμη μας, ο μεγαλύτερος εν τέλει κίνδυνος για την ίδια τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι η τρομοκρατία, αλλά το γεγονός ότι μέσω αυτών των ρυθμίσεων  αλλάζει ο προσανατολισμός του ποινικού συστήματος και τείνει να καταλάβει όχι πια την πράξη, αλλά το ενδιάθετο φρόνημα του δράστη και μάλιστα όπως αυτό προσδιορίζεται όχι από τον ίδιο, αλλά από τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι άλλοι το φρόνημά του ! Είναι σαφώς εις γνώση του ευρωπαίου νομοθέτη ότι οι προβλεπόμενες πράξεις τιμωρούνται ούτως ή αλλως στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η προωθούμενη αντιτρομοκρατική νομοθεσία της ΕΕ δεν έχει μεν εξαιρετικό χαρακτήρα υπό την έννοια της λήψης συγκεκριμένων μέτρων εν’όψη συγκεκριμένων περιστάσεων (όπως ο αμερικανικός Patriot Act, ο οποίος άλλωστε επιχειρεί να αιτιολογήσει την δι’αυτού άρση θεμελιωδών ελευθεριών, ιδίως για τους αλλοδαπούς, ακριβώς στις εξαιρετικές περιστάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου), διαμορφώνει όμως μια εξαιρετική ποινική νομοθεσία, υπό την έννοια της δημιουργίας ενός πλέγματος ποινικών διατάξεων που ρυθμίζουν τα ίδια αδικήματα με διαφορετικό τρόπο. Με δεδομένο μάλιστα ότι όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, η εξαιρετική αυτή νομοθεσία στηρίζεται στο ενδιάθετο φρόνημα του δράστη, είναι προφανές ότι εναπόκειται στις διωκτικές αρχές να προσδιορίσουν ποια τελικά νομοθεσία θα εφαρμοσθεί στην κάθε περίπτωση! Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την εφαρμογή των ειδικών δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται στην περίπτωση των τρομοκρατικών αδικημάτων.

Βασικός στόχος της Α-Π είναι να εξασφαλίσει ότι τα αδικήματα που χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πολιτικά εγκλήματα και να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την νομοθεσία του κάθε κράτους-μέλους. Αντίστοιχες επισημάνσεις περιείχε και η Συμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που ρητώς ανέφερε ότι οι (μη περαιτέρω εξειδικευόμενες ως) τρομοκρατικές πράξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν πολιτικές πράξεις, ούτε ότι συνδέονται με πολιτικά εγκλήματα, ούτε ότι εμπνέονται από πολιτικά κίνητρα. Ετσι με την Α-Π κατοχυρώνεται ρητώς ότι δεν είναι επιτρεπτό να ορίζονται για τρομοκρατικά αδικήματα ελάχιστα όρια ποινών που θα υπολείπονται των ποινών που προβλέπονται για τα αντίστοιχα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Η ρήτρα αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης  για την εφαρμογή των διαδικασιών της έκδοσης. Σήμερα, η κατεύθυνση αυτή διατηρείται από την ΕΕ παρά την πρόωθηση της Α-Π για την καθιέρωση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Για να επιτευχθεί  πράγματι ο στόχος της Α-Π θα έπρεπε να διακριθεί το πολιτικό έγκλημα από την τρομοκρατία. Πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, η προτεινόμενη ρύθμιση όχι μόνο δεν συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά αναιρεί πλήρως τη διάκριση, αφού είτε δεν αφήνει πεδίο εφαρμογής στο τρομοκρατικό αδίκημα, είτε μεταθέτει πλήρως στην πολιτική βούληση την απόφαση για τα όρια μεταξύ πολιτικού εγκλήματος και τρομοκρατίας, εξαφανίζοντας συνεπώς τη σημασία του ίδιου του θεσμού του πολιτικού εγκλήματος.

Οι αντιφάσεις αυτές παράγονται κυρίως από τις αλλαγές που επήλθαν στο σχέδιο Α-Π. Η αρχική ρύθμιση καθιστούσε μεν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος απολύτως ασαφή (αφού δεν προέβλεπε ποιες είναι οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές που πλήττει η τρομοκρατία), πλην όμως εισήγαγε μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τη δημοκρατία: η δημοκρατία νοείται μόνο μέσω του διαλόγου εντός των θεσμών. Οποιος δεν περιορίζει τη δράστη του σε αυτά τα πλαίσια τίθεται αυτομάτως εκτός δημοκρατικού πολιτεύματος. Με άλλα λόγια η ασάφεια αυτή ενείχε μια συμπαγή ποινική αντίληψη: πολιτικό έγκλημα δεν δύναται να υπάρξει, κάθε πολιτική πράξη βίας στα πλαίσια κράτους όπου διενεργούνται εκλογές είναι τρομοκρατική πράξη.  Περαν του εαν θα ήταν επιτρεπτή η εισαγωγή μιας τέτοιας ρύθμισης εν’όψη των ελληνικών συνταγματικών διατάξεων, η αντίληψη αυτή έρχεται να υπονομεύσει  όχι μόνο το φιλελεύθερο χαρακτήρα του ποινικού συστήματος, αλλά την ίδια τη δομή του πολιτεύματος. Οι συνταγματικές προβλέψεις της απαγόρευσης έκδοσης αλλοδαπού για την υπερ της ελευθερίας δραση του, της συμμετοχής λαϊκών δικαστών στις δίκες που αφορούν πολιτικά εγκλήματα και κυρίως η ιδια η καθιέρωση του δικαιώματος αντίστασης θεμελιώνουν ένα πλαίσιο αναγνώρισης της βίας ως στοιχείου άσκησης της πολιτικής και πολύ περισσότερο αναγνώρισης της σε τελευταία ανάλυση ως μέσου επίτευξης της ελευθερίας και της δημοκρατίας[13]. Οι συντάκτες  των φιλελεύθερων συνταγμάτων, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη και την ιστορική εμπειρία των ανελεύθερων καθεστώτων που παρουσιάζονται υπό τον μανδύα του δημοκρατικού καθεστώτος, φαίνεται πως είχαν πολύ μεγαλύτερη επίγνωση της βιας που ασκείται και μέσω του ίδιου του κράτους αλλά και μέσω μιας σειράς κοινωνικών καταναγκασμών, ώστε να θεωρούν οτι η δημοκρατία δεν αποτελεί ένα τόπο έξω και πέρα από τη βία, αλλά θεμελιωμένο σε αυτή[14] (εν αντιθέσει με εκείνους του επιγόνους τους που αναγορεύουν τον διάλογο σε μια ηθική υπερ-αξία που υπερπροσδιορίζει και την έννοια της δημοκρατίας)[15].

Σε αυτή την στιβαρή, πλήν όμως ανελεύθερη, νομοθετική ρύθμιση κατέληξε τελικά ως προς τον ορισμό της τρομοκρατίας το τελικό κείμενο της Α-Π. Κατόπιν εμμονής του Συμβουλίου, το Κοινοβούλιο απεδέχθη τελικώς την υιοθέτηση ενός ορισμού που όχι μόνο χαρακτηρίζεται από την αοριστία του, αλλά και δημιουργεί ιδιαίτερους προβληματισμούς ως προς το προστατευόμενο έννομο αγαθό.

Ειδικότερα, η Α-Π χαρακτηρίζει ως τρομοκρατικά εγκλήματα εκείνα που διαπράττονται από το δράστη με σκοπό είτε τον σοβαρό εκφοβισμό ενός πληθυσμού, είτε τον αδικαιολόγητο εξαναγκασμό των δημοσίων αρχών ή ενός διεθνούς οργανισμού να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της, είτε τέλος την σοβαρή αποσταθεροποίηση ή την καταστροφή των θεμελιωδών πολιτικών, συνταγματικών, οικονομικών ή κοινωνικών δομών μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού[16].

Εκ του κειμένου αυτού προκύπτει κατ’αρχήν ότι στο στόχαστρο της ιδιαίτερης ποινικής αντιμετωπίσεως τίθεται ο ίδιος ο σκοπός του δράστη και όχι το παραγόμενο αποτέλεσμα της δράσης του (εάν δηλαδή εκ της ίδιας της δράσης του μπορεί να προκληθεί ο σοβαρός εκφοβισμός του πληθυσμού ή ο εξαναγκασμός των δημοσίων αρχών ή η αποσταθεροποίηση και καταστροφή των δομών μιας χώρας[17]). Πρωτίστως όμως η ρύθμιση αυτή αναδεικνύει την απόλυτη ασάφεια του ίδιου του ορισμού. Η Α-Π δεν προσδιορίζει ούτε ποιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές θεωρούνται θεμελιώδεις, ούτε πότε θεωρείται δικαιολογημένος ο εξαναγκασμός των δημοσίων αρχών. Με αυτό τον τρόπο όμως παραβιάζεται  η καθιερωμένη στο άρθρο 7§1 του Συντάγματος αρχή nullum crimen.nulla poena sine lege certa[18].

Η αοριστία εντείνεται από την ένταξη στην αιτιολογική έκθεση της Α-Π ρήτρας με την οποία επισημαίνεται ότι οι διατάξεις της Α-Π δεν μπορούν να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε να περιορίζονται ή να καταργούνται θεμελιώδη δικαιώματα ή ελευθερίες όπως το δικαίωμα της απεργίας, η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι ή της έκφρασης.

Ουσιώδες όμως πρόβλημα δημιουργεί και η αναγόρευση των θεμελιωδών oικονομικών και κοινωνικών δομών μιας χώρας σε ιδιαιτέρως προστατευόμενο αγαθό. Η ρύθμιση αυτή –πέραν της αοριστίας της- ανάγει σε αυτοτελές έννομο αγαθό κοινωνικές συνθήκες και δομές, που αφενός μεν μεταλλάσονται (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα όρια μεταξύ οικονομίας της αγοράς και κρατικού παρεμβατισμού), αφετέρου δε βρίσκονται πέρα από τα όρια της ασφάλειας του Κράτους, αλλά και των συμφερόντων ενός εκάστου ατόμου[19]. Συνεπώς κατά πρώτον η αναγόρευση των θεωρουμένων σε μια δεδομένη στιγμή ως θεμελιωδών κοινωνικών και οικονομικών δομών σε προστατευτέο δια του ποινικού νόμου αγαθό αποτελεί δείγμα κλειστής κοινωνίας με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά[20]. Κατά δεύτερον οι δομές αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αγαθά με φορέα ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων, αλλά με φορέα όλους τους ανθρώπους. Αυτά όμως τα «οικουμενικά αγαθά» αποτελούν αφηρημένες ιδεολογικές κατασκευές («η ελεύθερη αγορά», «ο ελεύθερος και υγιής ανταγωνισμός») και οδηγούν το ποινικό δίκαιο σε ολοκληρωτική εκτροπή[21]. Εν προκειμένω η υλικότητα του εννόμου αγαθού και η συνακόλουθη δυνατότητα προβολής του με εγκληματικές πράξεις απουσιάζουν. Γι’αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να φαντασθούμε πράξεις μιας οργάνωσης ή ακόμα και ενός ατόμου που να προσβάλλουν την ελεύθερη αγορά per se. Στην πραγματικότητα οι θεμελιώδεις κοινωνικές και οικονομικές δομές, όπως π.χ. η ελευθερία της αγοράς μπορούν να αποσταθεροποιηθούν ή πολλώ δε μάλλον να καταστραφούν μόνο δια των πράξεων της κρατικής εξουσίας και όχι δια των πράξεων μιας ομάδας, πολλώ δε μάλλον ακόμα και ενός ατόμου.

«Ορθά» συνεπώς η Α-Π εστιάζει την προσοχή της όχι στο εάν η πράξη του δράστη είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην εκπλήρωση του σκοπού του, αλλά στον σκοπό αυτόν καθεαυτόν (όπως προφανώς αποτυπώνεται στους λόγους που ο ίδιος προβάλλει για την διάπραξη του αδικήματος). Μόνο που με αυτό τον τρόπο το μοναδικό κριτήριο που οδηγεί στο χαρακτηρισμό μιας πράξης ως τρομοκρατικής είναι το φρόνημα του δράστη !

Το ερώτημα που θέτουν εν τέλει οι νομοθετικοί προβληματισμοί για τον προσδιορισμό της τρομοκρατίας είναι το εαν στην προσπάθεια επιβολής συγκεκριμένων αντιλήψεων για την δημοκρατία τα κράτη μέλη θα αναιρέσουν τους θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν τα φιλελεύθερα ποινικά συστήματα  (μεταξύ δε αυτών και την μη ποινικοποίηση του φρονήματος). Και το συνακόλουθο ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι το εαν μια τέτοια επιλογή υποσκάπτει τελικά το χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος από τα κράτη-μέλη που θα την υιοθετήσουν.

Απο τα ανωτέρω προκύπτει ότι ναι μεν είναι πιθανόν να υπάρξει τελικά ένας ορισμός του αδικήματος της τρομοκρατίας που να μην εμπεριέχει ιδιαίτερες ασάφειες (κάτι που εν τέλει δεν συνέβη με την Α-Π), όχι όμως που να μην εμπεριέχει και ιδιαίτερα προβλήματα. Η προσπάθεια ορισμού της τρομοκρατίας αυτή καθ’εαυτή θα καρκινοβατεί αναγκαστικά μεταξύ της ασάφειας στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και της ανατροπής του φιελεύθερου χαρακτήρα του ποινικού συστήματος με την ποινικοποίηση του φρονήματος του δράστη[22] (πέρα και ανεξάρτητα από το τι κινδύνους φρονηματικών διώξεων δημιουργούν η ποινική καταστολή στο στάδιο της προπαρασκευής του εγκλήματος ή η ποινικοποίηση της ενθάρρυνσης[23]).

Ενα τελευταίο ζήτημα που πρέπει να εξετάσουμε είναι τα αποτελέσματα της οριοθέτησης του τρομοκρατικού αδικήματος. Εν αντιθέσει με άλλες διεθνείς συμβάσεις (π.χ. τη σύμβαση του Παλέρμο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος που δεν καταλαμβάνει τα τρομοκρατικά αδικήματα), αλλά και με επιμέρους κρατικές νομοθεσίες (Patriot Act, Βρεταννικός Τerrorist Act 2000, ελληνικός νόμος 2928/01) η Α-Π για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν περιέχει ειδικές δικονομικές ρυθμίσεις:π.χ. ειδικές ανακριτικές πράξεις (λήψη DNA, ηλεκτρονική παρακολούθηση, ανακριτική διείσδυση), ειδικά ποινικά δικαστήρια (στρατοδικεία ή δικαστήρια αποτελούμενα από τακτικούς δικαστές κατ’αποκλεισμό των ενόρκων) ή ειδικά δικονομικά μέτρα που πλήττουν το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου (π.χ. χρήση ανώνυμων ή βιντεοσκοπημένων μαρτυρικών καταθέσεων, απομόνωση του κατηγορουμένου, άρνηση επικοινωνίας με συνήγορο)[24].   Πέραν βέβαια του ότι ήδη προωθούνται ρυθμίσεις σε διεθνές επίπεδο που θα περιλαμβάνουν τέτοια μέτρα (βλ. π.χ. το Β’Πρωτόκολλο Εφαρμογής της Σύμβασης Αμοιβαίας Συνδρομής σε Ποινικά Θέματα του Συμβουλίου της Ευρώπης[25]), το γεγονός ότι πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ τα έχουν υιοθετήσει δημιουργεί συγκεκριμένα προβλήματα και αντιφάσεις ενόψη και της υιοθέτησης της Α-Π για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Μπορούν ειδικότερα τα κράτη-μέλη να χρησιμοποιήσουν ειδικές ανακριτικές μεθόδους εναντίον υποπτων ή κατηγορουμένων για τρομοκρατικές πράξεις που έχουν μεταφερθεί σε αυτά κατ’εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος; Και εαν ναι, θα μπορούσε ένα κράτος-μέλος να αρνηθεί την μεταφορά του κατηγορουμένου σε άλλο κράτος-μέλος που χρησιμοποιεί τέτοιες μεθόδους, παρά το ότι αυτό το δικαίωμα  δεν αναφέρεται ρητώς στην Α-Π για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης;

Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης δεν θα ήταν δυνατή η εξέταση όλων αυτών των μέτρων που  ορθά έχουν κατακριθεί ότι παραβιάζουν τα δικαιώματα του υπόπτου και του κατηγορουμένου (δικαίωμα υπεράσπισης, δικαίωμα στο φυσικό δικαστή, δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης κλπ). Με αφορμή όμως το γεγονός ότι ήδη στο ευρωπαϊκό ενταλμα συλληψης περιέχεται ρήτρα μεταφοράς των αποτυπωμάτων DNΑ από το κράτος μέλος που ζητεί την έκδοση στο κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση ως στοιχείο της ταυτότητας του κατηγορουμένου, θα αποτολμήσουμε μια πρώτη προσέγγιση στο ερώτημα: μήπως  η βαρύτητα των τρομοκρατικών αδικημάτων ή το προστατευόμενο έννομο αγαθό δικαιολογούν τον δραστικό περιορισμό των δικαιωμάτων του υπόπτου και του κατηγορουμένου;

Εκ πρώτης όψεως η βαρύτητα ενός αδικήματος φαίνεται να μην επηρεάζει τον χαρακτηρισμό του ως τρομοκρατικό. Στα πλαίσια της Α-Π εντάσσονται αδικήματα, τα οποία από την ελληνική έννομη τάξη χαρακτηρίζονται πλημμελήματα (όπως η κατάληψη μέσων μαζικής μεταφοράς – 292 ΠΚ). Αντίστοιχα και με δεδομένο ότι η προστασία της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί κατά τα ανωτέρω να θεωρηθεί ως το προστατευόμενο αγαθό για την καθιέρωση ενός ενιαίου αδικήματος τρομοκρατίας, διαπιστώνουμε ότι τα προβλεπόμενα αδικήματα καλύπτουν μια ιδιαίτερα ευρεία γκάμα προστατευομένων αγαθών διαφορετικου ειδικού βάρους που δεν δικαιολογούν συλλήβδην τη λήψη μέτρων άρσης των δικαιωμάτων και του σεβασμού της αξίας του τεκμαιρόμενου ως αθώου κατηγορουμένου (πολύ δε περισσότερο του απλώς υπόπτου). Εαν δε, θεωρηθεί ότι το προστατευόμενο αγαθό στο αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (που χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική με όλες τις ασάφειες και αντιφάσεις που ενέχει αυτός ο χαρακτηρισμός) είναι η δημόσια τάξη[26], ας αναλογισθούμε αν τα περιοριστικά αυτά μέτρα θα μπορούσαν να επεκταθούν και στα υπόλοιπα αδικήματα που προσβάλλουν το ίδιο αγαθό (διατάραξη κοινής ειρήνης, διέγερση κλπ). Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο οριοθετείται στην Α-Π το αδίκημα της τρομοκρατίας, δεν επιτρέπει να εξαχθεί ένα ασφαλές κριτήριο προστατευόμενου συνταγματικού αγαθού με το οποίο θα σταθμισθούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.

Στη βάση εν τέλει του εξεταζόμενου ερωτήματος υπάρχει μια γνωστή, όσο και παλιά,  λογική: «όχι δικαιώματα για τους (θεωρούμενους ως) εχθρούς των δικαιωμάτων», «όχι ελευθερία για τους (θεωρούμενους ως) εχθρούς της ελευθερίας».Τη λογική αυτή που έρχεται σε σύγκρουση με τα ευρωπαϊκά συνταγματα  και την ΕΣΔΑ[27], την αρνείται και η ίδια  η Α-Π η οποία επισημαίνει στις διωκτικές αρχές την ανάγκη προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η χρήση των ειδικών αυτών μέτρων και ανακριτικών μεθόδων παραβιάζει κατά τη γνώμη μας και την ίδια την Α-Π για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και δημιουργεί αυτοτελή λόγο άρνησης της μεταφοράς κατηγορουμένου σε κράτος-μέλος που τις εφαρμόζει.

Επίλογος

Eν τέλει οι ως άνω προβληματισμοί αναδεικνύουν για μια ακόμα φορά ότι όταν συγκρούονται η ασφάλεια του κράτους και η ελευθερία των πολιτών η (συνταγματικά θεμιτή) λύση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναζητηθεί στον θεσμικό περιορισμό της δεύτερης. Και αυτό γιατί ακόμα και η ασφάλεια του κράτους σε ένα φιλελεύθερο κράτος δεν μπορεί να κατοχυρώνεται ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό παρά για να (και στο βαθμό που) εγγυάται την ελευθερία των πολιτών.

Αντίστοιχα εσφαλμένη είναι η θεωρητική αντιπαράθεση της ασφάλειας του ίδιου του πολίτη με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες. Για την ακρίβεια, η ασφάλεια του πολίτη προστατεύεται συνταγματικά μέσω των πολύ συγκεκριμένων υλικών έννομων αγαθών της ζωής, της υγείας, της προσωπικής ασφάλειας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Συντάγματος, (αλλά και) της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα αυτοτελές έννομο αγαθό (που θα συμπεριλαμβάνει ίσως και ιδεολογικές όψεις ή ένα αίσθημα ασφαλείας, πέραν των ορίων που χαράζει η δημόσια τάξη, νοούμενη ως κοινωνική ευταξία για την άσκηση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών). Ούτε βεβαίως μπορεί να εξαχθεί ή πολλώ δε μάλλον να ταυτιστεί με την δημόσια ασφάλεια, αναγορευόμενη σε ένα ατομικό δικαίωμα στο Κράτος ! Διαφορετικά  επιστρέφουμε στη θεωρία των (ολοκληρωτικών εκ της φύσεως και της ασάφειας τους) οικουμενικών εννόμων αγαθών.

Πάντως, η πιο επικίνδυνη φιλοσοφικά όψη που λαμβάνουν τα μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι η αναγωγή του διαλόγου ως του φιλοσοφικού θεμέλιου για την ανέλεγκτη χρήση της κρατικής βίας και ο συνακόλουθος περιορισμός των κατοχυρωμένων συνταγματικά δικαιωμάτων του υπόπτου και του κατηγορουμένου. Το επιχείρημα αυτό που με ενάργεια αποτυπώνεται τόσο στα θεσμικά κείμενα της Ε.Ε., όσο και στον δημόσιο πολιτικό (αλλά και θεωρητικό) λόγο αποτελεί στην πραγματικότητα μια (μη αναγκαία) ερμηνεία των θεωριών του πολιτικού φιλελευθερισμού[28]. Οσο και αν ο έλλογος αναστοχασμός για τα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες μπορεί να καταλήγει (ή όχι) στην ηθική δικαίωση θεσμών και πραγματικοτήτων, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά τον αναστοχασμό επακολουθεί το στάδιο της επιβολής των θεσμών. Και αυτή η επιβολή (για οποιοδήποτε λόγο και αν είναι αναγκαία, ακόμα και για την αποτροπή άλογων αντιδράσεων) εμπεριέχει αναγκαστικά τη χρήση βίας. Στην πραγματικότητα το γεγονός ότι είναι αναγκαία η προσφυγή στη χρήση βίας για την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έλλογης διαβούλευσης,  είναι και οφείλει να είναι παρόν κατά το ίδιο το στάδιο της έλλογης διαβούλευσης. Η εγγενής συνεπώς παρουσία της βίας διαμορφώνει το ίδιο το πεδίο (όχι μόνο της άσκησης), αλλά και της ίδιας της θεμελίωσης των ελευθεριών. Εάν θεωρήσουμε ότι ο διάλογος καθεαυτόν αποτελεί το μοναδικό (νόμιμο στην δημοκρατία) μέσο της πολιτικής σύγκρουσης και απωθήσουμε την πολιτική βία άνευ άλλου τινός ως το Άλλο, το Ξένο της δημοκρατίας, στην πραγματικότητα δεν οδηγούμαστε παρά στην ανεξέλεγκτη χρήση της κρατικής βίας και την αυτοκατάργηση της δημοκρατίας.  Και κατ’αυτό τον τρόπο όταν σηκώνεται το πέπλο της άγνοιας δεν θα αποκαλύπτεται ένα πεδίο ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά το αποκρουστικό πρόσωπο της Μέδουσας.

 

[1] Βλ. όμως και τη σχετική κριτική των Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο- Σύγχρονες εξελίξεις, ΠοινΔικ 2001 σ.1285 επ., Χ. Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «έχθρου»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία στις ΗΠΑ, Ποινική Δικαιοσύνη 2002 σ.189, οι οποίοι επισημαίνουν ότι

[2]  ΕΤS αριθ. 90

[3] βλ. και Ι.Μανωλεδάκης-Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, «Παρατηρήσεις στο αρχικό σχέδιο πρότασης της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», ΠοινΔικ 2001 σ.1112-3, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο- Σύγχρονες εξελίξεις, ΠοινΔικ 2001 σ.1288.

[4] βλ. την εισήγηση του εισηγητή της σύστασης του κοινοβουλίου Watson, ο οποίος ρητώς αναφέρεται στις νεες μοφρές «τρομοκρατίας», όπως την παρενόχληση της πετρελαϊκής εκμετάλλευσης από περιβαλλοντικές οργανώσεις, αλλά και  του Ιταλού βουλευτή Santini για τις «τρομοκρατικές πράξεις» που διενεργήθηκαν στην Γένοβα από τους διαδηλωτές. Στην αιτιολογική έκθεση της Επιτροπής άλλωστε ρητώς αναφέρεται ότι η λίστα των προβλεπομένων αδικημάτων καταλαμβάνει και την βία του δρόμου

[5] H λίστα αυτή υιοθετήθηκε με την 32001ΕΟ931 κοινή θέση του Συμβουλίου της 27-12-01 για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Επίσημη εφημερίδα αριθμ. L 344 της 28-12-01

[6] όπως ορθά παρατηρείται (βλ. Μανωλεδάκη-Καϊάφα-Γκμπάντι, ο.π. σ.1112, Χ.Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού», ο.π. σ. 189) για πρώτη φορά η Ε.Ε. αναλαμβάνει να προβλέψει κατώτατα όρια ποινών.

[7] Επισημη Εφημερίδα L190 της 18-7-2002

[8] η οποία προεχόντως απορρέει από την κατοχυρωμένη ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης βλ. Π.Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα Α’ σ. 296

[9] περί των συνταγματικών προβληματισμών που γεννούν αυτές οι ρυθμίσεις  βλ. Ι.Μανωλεδάκης-Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, «Παρατηρήσεις στην πρόταση της Επιτροπής για έκδοση απόφασης πλαισίου από το Συμβούλιο σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης», ΠοινΔικ 2001 σ.1107-8, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο- Σύγχρονες εξελίξεις, ΠοινΔικ 2001 σ.1290-2, Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του εχθρού, ο.π. σ.190 επ. contra Π.Ι.Παραράς, Το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Το Βήμα 13-1-2001

[10] εκτός των ανωτέρω αναφερόμενων Α-Π της Ε.Ε. οι σχετικοί ισχυρισμοί επαναλαμβάνονται και στην αιτιολογική έκθεση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας της 15-7-2002, σύμφωνα με την οποία η τρομοκρατία (…) απειλεί τη δημοκρατία, αποσκοπεί στην υπονόμευση της πλουραλιστικής κοινωνίας των πολιτών (…), ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη (…) ούτε με την επίκληση ως κινήτρου της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γιατί τότε θα συνέτρεχε κατάχρηση δικαιώματος. Βλ. επίσης την απόφαση 56/164/17-12-99 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σύμφωνα με την οποία οι τρομοκρατικές πράξεις αποσκοπούν αφενός στην καταστροφή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και της δημοκρατίας, καθώς και  στην υπονόμευση της πλουραλιστικής κοινωνίας, αφετέρου δε έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των Κρατών.

 

[11] για την διάκριση των εννόμων αγαθών της δημόσιας τάξης και της πολιτειακής εξουσίας, καθώς και τη σχέση τους με την τρομοκρατία βλ.. Ι.Μανωλεδάκη, Επιβουλές της δημόσιας τάξης σ. 3 επ., 14, 20, 26, του ιδίου, Προσοβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας σ.16, 30,  Α.Κωστάρα, Εννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του οργανωμένου εγκλήματος σε σε Πρακτικά του Ζ’Πανελλήνιο Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, Αθήνα 2000 σ.84. Για τους προβληματισμούς που παράγει μια  πιο διευρυμένη έννοια της δημόσιας τάξης βλ. Γ.Δρόσου, «Δημόσια τάξη» και «δημόσια ασφάλεια», έννοιες του εθνικού Συντάγματος στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΔΔΔ ***** σ. 194 επ. 

[12] βλ.αντίστοιχους προβληματισμούς για τον ν. 2928/01 σε Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Ο  ν.2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΔικ 2001 σ.695.

[13] Το επιχείρημα αυτό δεν ανατρέπεται, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η απαγόρευση έκδοσης αλλοδαπού εκ της υπέρ της ελευθερίας δράσης του αφορά μόνο τους αλλοδαπούς που αγωνίζονται κατά δικτατορικών καθεστώτων (περί αυτού βλ. Παραρά ο.π.). Η ρήτρα αυτή (που αφορά την υπέρ της ελευθερίας δράση και άρα καταλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τη δράση εναντίον κάθε ανελεύθερου καθεστώτος, ήτοι ακόμα και αυτά εντός των οποίων η δημοκρατική πλειοψηφία καταπιέζει με βίαια μέσα την μειοψηφία –βλ. π.χ. τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων, αλλά και την μετεμφυλιακή Ελλάδα) σε κάθε περίπτωση  αναγνωρίζει τη βίαιη δράση ως ένα από τα θεμέλια της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει με την καθιέρωση του δικαιώματος («δια παντός μέσου») αντίστασης και όχι απλώς ενός δικαιώματος –μη βίαιης- ανυπακοής.  Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι το δικαίωμα αυτό ακόμα και αν θεωρηθεί ότι αφορά τους πολίτες «που έχουν την αξίωση να πεισθούν με ορθολογικά επιχειρήματα ως προς τις επιλογές του δημοσίου χώρου» (έτσι Β.Βουτσάκης, Η αρχή του κράτους δικαίου και οι νεες διατάξεις περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ΝοΒ 2002 σ.27) επιτάσσει στους πολίτες αυτούς να βγούν έξω από το πεδίο του διαλόγου στο χώρο της βίαιης πράξης. Αλλωστε η Πολιτεία που οικοδομείται κατά τις συνταγματικές αρχές είναι αυτή που αναγνωρίζει το δικαίωμα (και δη το καθήκον) αντιστάσεως. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αφαιρεθεί από το σύνολο των πολιτειακών θεσμών για να ερμηνευθεί εκ των υστέρων.  Το θεσμικό γεγονός ότι πολιτικά εγκλήματα μπορεί να διεξαχθούν και εντός της δημοκρατίας αναγνωρίζεται άλλωστε άμεσα και από την διάταξη του άρθρου 97 του Συντάγματος που προβλέπει την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων από μεικτά ορκωτά δικαστήρια εντός της θεσπισμένης δια του Συντάγματος δημοκρατίας.

[14] Για την εγγενή σχέση Συντάγματος και βίας (αλλά  και για τη σημασία που αποκτά υπό αυτό το φως η ερμηνεία του Συντάγματος) βλ. χαρακτηριστικά R.Cover, The bonds of constitutional interpretation: of the world, the deed and the role,  Georgia Law Review 1986 σ. 817 επ., του ιδίου, Violence and the World in M.Minow-M.Ryan-A.Surat, Narrative, Violence, and the Law. The essays of R.Cover, 1992 σ. 204 υποσ.2 Αντίστοιχα, στο συνταγματικό κείμενο αποτυπώνεται ένας θεσμικός φόβος για τις δυνατότητες που παρέχει στους κρατικούς μηχανισμούς το μονοπώλιο της οργανωμένης βίας και αυτό εκφράζεται μέσα και από τις ρυθμίσεις περί πολιτικού εγκλήματος.

[15] Για μια κριτική των αντιλήψεων που επιχειρούν μέσα από την καθολική ψηφοφορία να τεκμηριώσουν  ως θεμέλιο του δικαίου ένα νέο (χειραφετητικό) μύθο (τη χειραφέτηση των πολιτών μέσω του εκδημοκρατισμού της κυρίαρχης εξουσίας) βλ. A.Barron, Colonization of the self in the Modern State in A.Carty (ed.), Post Modern Law, Enlightenment and the Death of Man, 1990 σ. 120 επ.

[16] Βλ. το οριστικό κείμενο της Α-Π σε Επίσημη Εφημερίδα L 164 της 22-6-02. Στο οριστικό κείμενο περιέχεται και μια σειρά αλλαγών στην αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τρομοκρατικά. Ειδικότερα ως τέτοια ορίζονται: α) οι προσβολές κατά της ζωής που δύνανται να επιφέρουν τον θάνατο, β) οι σοβαρές προσβολές της σωματικής ακεραιότητας προσώπου, γ) η απαγωγή ή η αρπαγή ομήρων, δ) η πρόκληση μαζικών καταστροφών σε κυβερνητικές ή δημόσιες εγκαταστάσεις, συγκοινωνιακών συστημάτων, υποδομών, περιλαμβανομένων και των δικτύων πληροφορικής, σταθερές εξέδρες που ευρίσκονται επί της υφαλοκρηπίδας, δημοσίους χώρους και ιδιωτικές ιδιοκτησίες που θα μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες,  δ) η κατάληψη αεροσκαφών ή πλοίων, ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς ή μεταφοράς εμπορευμάτων, ε) η κατασκευή, κατοχή, μεταφορά, προμήθεια και χρήση πυροβόλων όπλων,  εκρηκτικών υλών, πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων, καθώς και η έρευνα και ανάπτυξη βιολογικών και χημικών όπλων, στ) η απελευθέρωση επικίνδυνων ουσιών,  η πρόκληση πυρκαϊών, πλημμυρων, εκρήξεων, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κινδυνο, ζ) η διαταραχή ή διακοπή παροχών ύδατος, ηλεκτρικού και άλλων βασικών φυσικών αγαθών κοινής ωφέλειας, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κινδυνο,  η) η απειλή διάπραξης των ανωτέρω πράξεων. Ως αδικήματα συνδεόμενα με τις τρομοκρατικές δραστηριότητες περιλαμβάνονται η  εκβίαση,  η διακεκριμένη κλοπή και η πλαστογραφία διοικητικών εγγράφων εφόσον αποσκοπούν στην διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων (και ειδικά για την πλαστογραφία και στο αδίκημα της συμμετοχής στην τρομοκρατική οργάνωση). Οι υπογραμμίσεις αφορούν τις τροποποιήσεις που τελικά εντάχθηκαν στο οριστικό κείμενο. Επίσης αντί για το αδίκημα της υποστήριξης της τρομοκρατικής οργάνωσης διευρύνεται η έννοια της συμμετοχής σε αυτήν που πλέον καταλαμβάνει και την παροχή πληροφοριών ή υλικών μέσων ή κάθε μορφής χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της, με επίγνωση όμως του γεγονότος ότι η συμμετοχή αυτή θα συμβάλλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της τρομοκρατικής οργάνωσης.

[17] Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται από την Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 2002 σ. 63,67 οι περιγραφόμενες στην Α-Π μεμονωμένες εγκληματικές πράξεις δεν είναι εξ’ αντικειμένου πρόσφορες να ανατρέψουν το πολιτικοκοινωνικό σύστημα, ακόμα και αν ο δράστης τους σε αυτό αποσκοπεί (με δεδομένο ιδίως ότι σύμφωνα με την Α-Π το πεδίο εφαρμογής της εκτείνεται και όταν οι πράξεις αυτές δεν τελούνται από μια οργάνωση).

[18] Βλ. Α.Μάνεση, Ατομικες ελευθεράς τ.α. σ,197-8, Δαγτόγλου, o.π. τ.Α σ.264

[19] Ως προς το προστατευόμενο αγαθό, η ρύθμιση προσομοιάζει άμεσα με την διάταξη του άρθρου 1 ν. 4229/29 (του γνωστού ιδιώνυμου), περί προστασίας του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος.  

[20] Βλ. και Ι.Μανωλεδάκη, Το εννομο αγαθό, Θεσσαλονίκη 1998 σημ. 43

[21] Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό, ο.π. σημ.200, Δ.Σπυράκου, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του έννομου αγαθού, σ. 86

[22] Χ.Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού», ο.π. σ.193-4, Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 2002 σ. 67

[23] περί των οποίων βλ. Χ.Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού», ο.π. σ.192-3

[24]  για μια κριτική προσέγγιση των μέτρων αυτών βλ. Δ.Σπυράκου, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός προσωπικών δεδομένων για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ 2001 σ.1030 επ., Θ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν.2928/2001, ΠοινΧρ 2001 σ. 1022 επ., Θ. Σάμιου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων ΠοινΧρ 2001 σ 1034 επ., Δ.Σαραφιανού, Γενετικά αποτυπώματα και οργανωμένο έγκλημα. Προβληματισμοί γύρω από το νέο άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 2002 σ. 355 επ.

 

 

[25] βλ. εν προκειμένω τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας της 15-7-2002, που επικαλούμενη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (Klass and Others vs Germany -6-9-78-, Murray vs United Kingdom-28-10-94-, Doorson vs the Netherlands -26-3-96-, Erdem vs Germany -5-7-01-, Luedi vs Switzerland -15-6-92) προκρίνει ως δικαιολογημένη την δια νόμου επιβολή  περιορισμών στο δικαιώμα υπερασπίσεως, ειδικών ανακριτιικών μεθόδων, αλλά και ειδικών όρων κράτησης. Ειδικότερα η Επιτροπή θεωρεί θεμιτή την επιβολή περιορισμών στην επικοινωνία με το συνήγορο και την πρόσβαση στο φάκελλο της δικογραφίας,  την παρακολούθηση οικιών, τηλεφώνων και εν γένει επικοινωνίας, τους σωματικούς ελέγχους, τη χρήση μυστικών πρακτόρων (ανακριτική διείσδυση)  καθώς και  τον εγκλεισμό των τρομοκρατών σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, πάντα βέβαια εφόσον τα μέτρα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αναλογικά, δεν πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος και η επιβολή τους τελεί υπό την δικαστική εγγύηση. Παραταύτα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η χρήση ανωνύμων καταθέσεων που δεν μπορούν να τύχουν αντεξετάσεως προσβάλει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, ακόμα και αν η τυχόν καταδίκη του κατηγορουμένου δεν θεμελιώθηκε στις καταθέσεις αυτές (Luedi vs Switzerland -15-6-92, Kostowski vw the Netherlands –20-11-89, Windisch vs Austria –27-9-90), καθώς και ότι η προφορική επικοινωνία με τον συνήγορο σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να περιορισθεί (ούτε να τεθεί υπό παρακολούθηση), ενώ η γραπτή δύναται να ελέγχεται (όχι να περιορίζεται) μόνο όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι δι’αυτής τελείται ποινικό αδίκημα ή διακινδυνεύεται η ασφάλεια του σωφρονιστικού καταστήματος (Fox, Campbell and Hartley vs United Kingdom –30-8-90, Campbell and Fell vs United Kingdom –28-6-84)

[26] ή της πολιτειακής εξουσίας που πλήττεται ή/και τίθεται υπό αμφίσβητηση από την ύπαρξη μιας άλλης υπο-εξουσίας (αυτής της δομημένης και με διαρκή δράση οργάνωσης). Βλ. σχετικά Κωστάρας,ο.π. σ. 84, Α.Τζανετη, Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νεο άρθρο 187 ΠΚ, ΠοινΧρ 2001 σ. 1017, Συμεωνίδου- Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ο.π. σ. 63, 66-7, Χ. Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού», ο.π.  σ. 193

 

[27] Ας σημειωθεί ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ που έχουν θεωρήσει επιτρεπτούς περιορισμούς στο (βλ. υποσημ. 25) κρίνουν συγκεκριμένα την αναλογικότητα των επιβαλλόμενων περιορισμών με το τελούμενο αδίκημα (ανθρωποκτονίες, εμπορία ναρκωτικών ουσιών, εγκλήματα κατά του πολιτεύματος ή της ασφάλειας στρατιωτικών δυνάμεων). Τυχόν αοριστία του αδικήματος υπονομεύει κατά τη γνώμη μας και την δυνατότητα επιβολή των περιορισμών αυτών.

[28] αν και ο J.Rawls  διαπραγματεύεται το ζήτημα της πολιτικής ανυπακοής (που τη θεωρεί εξ’ορισμού μη βίαιη) δεν διστάζει να επισημάνει ότι, παρά το ότι και αυτή αποτελεί μια εξωθεσμική απειλή για την κοινωνική ειρήνη, η ευθύνη γι’αυτό βαρύνει κατά κύριο λόγο όχι όσους διαμαρτύρονται, αλλά όσους καταχρώνται την δημόσια εξουσία και νομιμοποιούν την  αντίσταση  (The Justification of  Civil Disobedience in Collected Papers 1999 σ. 188-9).

 

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους