Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Ελευθερία της συνάθροισης in Μ.Τσαπόγα-Δ.Χριστόπουλου (επιμ.), Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003 EEΔA 2004
  1. Γενικές παρατηρήσεις

 

    1. To δικαίωμα στη συνάρθροιση εξασφαλίζοντας τον γεωμετρικό πολλαπλασιασμό των δυνάμεων των επιμέρους ατόμων αποτελεί α) εύφορο έδαφος για την άσκηση του συνόλου των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, β) πρόσφορο μέσο για την αδιαμεσολάβητη έκφραση των πολιτών και την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο, γ) σε τελευταία ανάλυση, οιονεί εγγύηση της λαϊκής κυριαρχίας (χωρίς να χάνει το χαρακτήρα του ως ατομικού δικαιώματος, που ασκείται κατ΄ανάγκην  συλλογικώς)[i].
    2. Για το λόγο αυτό πάντοτε αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους εκάστοτε κρατούντες. Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί η ευρύτητα των επιτρεπόμενων κατ΄άρθρο 11 ΕΣΔΑ περιορισμών που δύναται να δεχθεί το δικαίωμα ανάλογα με τις νομοθετικές επιλογές κάθε χώρας (στο βαθμό που αποτελεί αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και τη ηθικής και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων)! Ιδιαίτερα σε περιόδους που χαρακτηρίζονται από την (θεσμική ή έμπρακτη) ακύρωση δημοκρατικών κατακτήσεων το δικαίωμα του συνέρχεσθαι βρίσκεται πάντοτε στο στόχαστρο[ii].
    3. Στην εποχή του μετεμφυλιακού κράτους, εποχή θεσμικού αποκλεισμού, το συνταγματικό πλαίσιο παρουσιάζεται ανεκτικό ως προς τους όρους άσκησης του δικαιώματος, πλην όμως αφενός μεν και το ίδιο το Σύνταγμα παρίσταται ιδεολογικώς προσανατολισμένο[iii] (υφίστανται εξάλλου και ειδικοί νόμοι που αποκλείουν την άσκηση του δικαιώματος με βάση τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των πολιτών[iv]), αφετέρου δε η άσκηση του δικαιώματος περιορίζεται από κανονισμούς που εκδίδονται και εφαρμόζονται χωρίς να υφίσταται σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση[v]. Με την επιβολή της δικτατορίας το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο[vi] καθίσταται ασφυκτικό. Με τη μεταπολίτευση το συνταγματικό πλαίσιο παρουσιάζεται εν μέρει αυστηρότερο από το Σύνταγμα του 1952, ενώ διατηρούνται ακόμα και τα νομοθετικά μέτρα της δικτατορίας (στο βαθμό που δεν έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τις συνταγματικές διατάξεις), πλην όμως καταργούνται οι θεσμικοί αποκλεισμοί. Η εφαρμογή βέβαια των μέτρων αυτών ατονεί, αν και σε οριακές περιπτώσεις η χρησιμότητά τους επισημαίνεται[vii]. Σήμερα, το δικαίωμα στη συνάρθροιση θεωρείται μεν απρόσβλητο, πλην όμως τείνει να επιδεχθεί περιορισμούς που θεμελιώνονται κατ’επίκληση της αρχής της αναλογικότητας.

 

  1. Εννοιολογικά στοιχεία

 

    1. Κατά το Σύνταγμα του 1952 οι υπαίθριες συναρθροίσεις μπορούσαν να απαγορευθούν αν «ως εκ τούτων επίκειται κίνδυνος δια τη δημόσιαν ασφάλειαν». Κατά το δικτατορικό σύνταγμα 1968/73 οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούσαν να απαγορευθούν εάν «εκ τούτων επίκειται κίνδυνος δια την δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν». Στο Σύνταγμα του 1975 προβλέφθηκε ότι οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευθούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επικειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωης, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση είναι αντιφατική. Aπό τη μια καθιερώνει σαφώς περισσότερες εγγυήσεις για την ασφαλή άσκηση του δικαιώματος, όπως ότι η απαγόρευση οφείλει να είναι αιτιολογημένη ή ότι ο κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια πρέπει να είναι σοβαρός. Από την άλλη προσθέτει ως λόγο απαγόρευσης τη σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής μιας περιοχής. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν εισάγεται με το Σύνταγμα του 1975 δυνατότητα γενικής απαγόρευσης συναθροίσεων (ανεξαρτήτως δηλαδή τόπου ή χρόνου, όπως φαίνεται να υποδηλώνει ο όρος «γενικά»)[viii].. Μια τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε το δικαίωμα της συνάθροισης σε διαρκή κατάσταση πολιορκίας και μάλιστα με μόνη την αιτιολογημένη αστυνομική διάταξη. Η διάκριση μεταξύ της απαγόρευσης «γενικά, αν απειλείται σοβαρά η δημόσια ασφάλεια και σε ορισμένη περιοχή λόγω σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής» αποκτά νόημα μόνο αν την αντιληφθούμε ως διάκριση εν σχέσεις με την αιτιολογία της απαγόρευσης: έτσι μια συγκεκριμένη και προσδιορισμένη κατά τόπο και χρόνο συνάθροιση μπορεί να απαγορευθεί είτε εάν από τη διεξαγωγή της επίκειται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια γενικά, είτε εάν θα διαταράξει σοβαρά την κοινωνικοοικονομική ζωή μιας περιοχής[ix]. Συνεπώς γενικές απαγορεύσεις, είτε κατά χρόνο (π.χ. κατά τις ώρες κοινής ησυχίας[x], σύμφωνα με την §3 του άρθρου 4 ν.δ. 794/71), είτε κατά τόπο[xi] (π.χ. σε ακτίνα 200 μέτρων από την κατοικία του Ανώτατου Αρχοντος, ή  τη Βουλή όπως ορίζει η §6 του άρθρου 6 του ν.δ. 794/71[xii])  που δεν σχετίζονται με συγκεκριμένη συνάθροιση και των εξ’αυτής κινδύνων είναι αντισυνταγματικοί.
    2. Το Σύνταγμα προστατεύει μόνο τις άοπλες και ήσυχες συναθροίσεις. Η έννοια της ήσυχης συνάθροισης αποτελεί ένα ερμηνευτικό διακύβευμα που μεταβάλλεται ανάλογα και με τις προερμηνευτικές επιλογές των ερμηνευτών. Σε γενικές γραμμές το πρόβλημα που υποκρύπτεται πίσω από τις ερμηνευτικές περιπέτειες[xiii] του όρου ήσυχος είναι η σύγκρουση του δικαιώματος συνάθροισης με την προστασία της δημόσιας τάξης. Υπό τον όρο δημόσια τάξη νοείται η κατάσταση ευταξίας εντός του κοινωνικού χώρου, ως αποτέλεσμα της ρυθμιστικής τάξης[xiv]. Η έννοια της δημόσιας τάξης είναι ευρύτερη από την έννοια της δημόσιας ασφάλειας γιατί περιέχει και την τήρηση «της θεμελιώδους στο Δημόσιο Δικαιο» αρχής της συνεχούς και αδιατάρακτου λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, των αστικών συγκοινωνιών κλπ (ΣτΕ Ολ 957/1978). Υπό τον όρο δημόσια ασφάλεια νοείται το καθεστώς ειρήνης των εννόμων αγαθών των πολιτών γενικά[xv]. Συνεπώς για να υπάρξει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια προϋποτίθεται η θέση σε κίνδυνο της δυνατότητας των πολιτών γενικά (και μάλιστα όχι μόνο μιας συγκεκριμένης περιοχής) να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους –με άλλα λόγια κίνδυνος να δημιουργηθεί από τους συναθροιζομένους μια σοβαρή κατάσταση (όχι βραχυπρόθεσμη και όχι βάσει μεμονωμένων περιστατικών) αδυναμίας των πολιτών να απολαύσουν τα  συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα τους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των μαζικών αντισυγκεντρώσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες συμπλοκές με κίνδυνο της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των μη συμμετεχόντων πολιτών. Και πάλι βέβαια στοιχείο της αιτιολογίας οφείλει να αποτελεί η (διαπιστωμένη με πράξεις προπαρασκευής) πρόθεση σημαντικού αριθμού συναθροιζομένων να προβούν στις συμπλοκές αυτές. Η συνήθης (αόριστη)  επίκληση πληροφοριών για την πιθανή παρείσφρυση ταραχοποιών στοιχείων δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή λόγο απαγόρευσης, εφόσον δεν συνδυάζεται με αιτιολόγηση της αδυναμίας καταστολής των μεμονωμένων συμβάντων και με παράλληλη αιτιολόγηση του κινδύνου γενίκευσης των συμπλοκών. Οι εκτεταμένες συμπλοκές δεν αποτελούν βέβαια την αναγκαία συνέπεια μιας συνάθροισης. Από την άλλη όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε συνάθροιση δημιουργεί αναστάτωση-διαταράσσει-την συνήθη κοινωνική ζωή μιας περιοχής, εμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας[xvi]  ή/και την ομαλή εμπορική κίνηση. Διαταράσσει συνεπώς τη δημόσια τάξη. Αποτελεί το γεγονός αυτό λόγο απαγόρευσης της συνάθροισης; Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πλήρη κατάλυση του δικαιώματος. Πολλώ δε μάλλον αν η μη διατάραξη της δημόσιας τάξης αποτελούσε το κλειδί για την ερμηνεία του όρου «ήσυχη συνάθροιση». Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η έννοια «ησυχη» αποτελεί στοιχείο του εννοιολογικού προσδιορισμού της συνταγματικά προστατευόμενης συνάθροισης. Μια μη ήσυχη συνάθροιση δεν καλύπτεται από τη συνταγματική προστασία. Ο συντακτικός νομοθέτης όμως  σαφώς απέστη από τις ρυθμίσεις του άρθρου 18 του Συντάγματος του 1968/73 σύμφωνα με τις οποίες οι υπαίθριες συναντήσεις μπορούν να απαγορευθούν εφόσον επίκειται κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια[xvii] Δεν είναι συνεπώς δυνατόν να υπερπροσδιορίζεται εννοιολογικά η συνταγματικά προστατευόμενη συνάθροιση από την προστασία της δημόσιας τάξης[xviii], όταν δύναται να περιορισθεί μόνο για λόγους δημόσιας ασφάλειας. Αντίστοιχα στην έννοια της μη ήσυχης συνάθροισης δεν μπορεί να ενταχθεί αυτή που επιφέρει παρακώλυση της συγκοινωνίας[xix], ήτοι προσβολή του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης. Η άποψη που θεωρεί ότι η έννοια του ησύχου παραπέμπει στη συνάθροιση, οι σκοποί της οποίας δεν είναι επαναστατικοί ή εγκλήματικοί[xx] βρίσκεται πιο κοντά στην ορθή συνταγματική ερμηνεία, πλην όμως πάσχει αοριστίας. Ορθότερο αποτελεί να δεχθούμε ότι μια συνάθροιση παύει να είναι ήσυχη όταν προσβάλλει τη δημόσια ασφάλεια υπό την ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή της[xxi]. Η προστασία της δημόσιας ασφάλειας αποτελεί και το μόνο συνταγματικά προβλεπόμενο κριτήριο για την ερμηνεία του όρου «ησύχως».  Με άλλα λόγια η αστυνομία έχει δικαίωμα να απαγορεύσει την συνάρθροιση όταν υπάρχει κίνδυνος να παύσει να είναι ήσυχη. Όταν δε παύσει να είναι ήσυχη, καίτοι δεν την έχει απαγορεύσει, δικαιούται να τη διαλύσει με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτουν ειδικοί νόμοι (ν.δ. 794/71, β.δ. 269/72, 171 ΠΚ, π.δ. 141/91). Άλλος λόγος διαλύσεως της συνάθροισης δεν είναι ανεκτός συνταγματικά. Διαφορετικά, η αστυνομία κάλλιστα θα μπορούσε να προβαίνει σε άμεση διάλυση μιας συνάθροισης (ήδη άμα τη συγκέντρωση των πολιτών) με πρόσχημα την διασάλευση της δημόσιας τάξης[xxii]. Είναι διαφορετικό το ζήτημα της καταστολής εγκληματικών πράξεων που διενεργούνται από τους συμμετέχοντες στη συνάθροιση και που μπορεί να λάβει χώρα, χωρίς όμως να διαλύεται η συνάθροιση[xxiii]
    3. Μια από τις σημαντικότερες μεταβολές του συνταγματικού πλαισίου προς το αυστηρότερο είναι η προσθήκη της σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής μιας περιοχής ως λόγου απαγόρευσης των συναθροίσεων. Μήπως δι’αυτού τρόπου εισάγεται εμμέσως ως περιοριστικός λόγος της συναθροίσεως η δημόσια τάξη[xxiv]; Εαν κάτι τέτοιο επιθυμούσε ο συντακτικός νομοθέτης θα το όριζε ρητώς. Αν και είναι προφανές ότι δεν υφίσταται ουδεμία διατάραξη αν η συνάθροιση πραγματοποιείται σε ώρες που τα μαγαζιά είναι κλειστά[xxv], η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί. Η παροδική διακοπή της εμπορικής κίνησης ή της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών ή της συγκοινωνίας (που σαφώς διαταράσσει τη δημόσια τάξη) δεν αποτελεί σοβαρή διατάραξη της κοιωνικοοικονομικής ζωής μιας περιοχής. Ως τέτοια πρέπει να νοείται η έντονη[xxvi] διατάραξη της ζωής μιας περιοχής. Κατ’αναλογική εφαρμογή του σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια, εντοπισμένου όμως πλέον σε μια περιοχή, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η διατάραξη αυτή πρέπει να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την δυνατότητα των πολιτών της περιοχής να απολαμβάνουν τα σχετικά δικαιώματά τους που σχετίζονται με την διεξαγωγή της κοινωνικοοικονομικής ζωής τους  (π.χ. εαν οι συναθροιζόμενοι –και πάλι με μαζικούς όρους-απαγορεύουν την κυκλοφορία ή την διαμονή των πολιτών στην περιοχή ή εισβάλλουν βιαίως στον ιδιωτικό τους χώρο και παραμένουν εκεί χωρίς τη συναίνεσή τους ή απαγορεύουν τις συναλλαγές ή καταστρέφουν τις περιουσίες τους). Η έννοια βέβαια δεν παύει να είναι αόριστη και να επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών. Αρμόδιος για την εξειδίκευσή της είναι ο κοινός νομοθέτης (ως νόμος ορίζει). Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει σχετική νομοθετική εξειδίκευση[xxvii].
    4. Στην έννοια της συνάθροισης υπόκειται κάθε συγκέντρωση ιδιωτών με τον κοινό σκοπό να εκφράσουν ή ανταλλάξουν γνώμες, πληροφορίες και να εκδηλώσουν γνώμες, φρονήματα ή αιτήματα. Το Σύνταγμα δεν διακρίνει μεταξύ οργανωμένων και αυθόρμητων συναθροίσεων[xxviii]. Συνεπώς η §2 του άρθρου 1 ν.δ. 794/71[xxix] που περιορίζει τον ορισμό της συνάθροισης μόνο στις  εκ των προτέρων διοργανωμένες είναι αντισυνταγματική. Αλλωστε ο συντακτικός νομοθέτης σαφώς απέστη από τις ρυθμίσεις του άρθρου 18 του Συντάγματος του 1968/73 σύμφωνα με τις οποίες κάθε δημόσια συνάθροιση πρέπει να γνωστοποιείται δεόντως στην αστυνομική αρχή 48 ώρες πριν την πραγματοποίησή της[xxx].
    5. Η υπαίθρια δημόσια συνάθροιση δεν μπορεί να τεθεί υπό σύστημα αδείας. Προηγούμενη γνωστοποίηση δεν απαιτείται, ούτε μπορεί να συναχθεί λογικά από το συνταγματικό κείμενο[xxxi], αφού υπό τη συνταγματική προστασία τίθενται και οι αυθόρμητες συναθροίσεις. Συνεπώς η διάταξη της §2 του άρθρου 2 του ν.δ. 794/71[xxxii]  είναι αντισυνταγματική. Η αστυνομία αφ’ής στιγμής πληροφορηθεί την πραγματοποίηση συνάθροισης με οποιοδήποτε τρόπο (π.χ. μέσω αφίσσας, δελτίου τύπου, που δεν απαιτείται να της γνωστοποιηθεί) μπορεί να την απαγορεύσει εφόσον συντρέχουν οι σχετικές συνταγματικές προϋποθέσεις.
    6. Η συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει ως εννοιολογικό στοιχείο της συνάθροισης (που μπορεί να είναι και αυθόρμητη) την ύπαρξη ηγετών ή προέδρων της συνάθροισης[xxxiii]. Συνεπώς η υποχρέωση γνωστοποίησης στις αρχές του προέδρου ή των οργανωτών της συνάθροισης και η συνακόλουθη ποινική ευθύνη αυτών ή η αντικειμενική ποινική ευθύνη αυτών και των ομιλητών για τα τυχόν αδικήματα που διαπραχθούν στα πλαίσια της συνάθροισης, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 3 και 9 του ν.δ. 794/71 είναι εκτός των συνταγματικών ορίων[xxxiv]. Μάλιστα η κατά τα ως άνω άρθρα ευθύνη καθορίζεται ως συλλογική αφού ο πρόεδρος του νομικού προσώπου που διοργανώνει τη συνάρθροιση θεωρείται (κατ’αμάχητο τεκμήριο) και πρόεδρος αυτής, παρά το ότι η συνάρθροιση μπορεί να έχει αποφασισθεί από συλλογικό όργανο διοίκησης μειοψηφούντος του προέδρου.
    7. Παρουσία της αστυνομίας επιτρέπεται μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις (εν αντιθέσει με το Σύνταγμα του 1952 που επέτρεπε την παρουσία της αστυνομίας και στις δημόσιες σε κλειστό χώρο συναθροίσεις). Λόγος είναι η επίδραση που ασκεί η παρουσία αυτή στη δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης των συναθροιζομένων[xxxv]. Στις ιδωτικές υπαίθριες συναθροίσεις (που δεν μπορεί να μετάσχει ο καθείς) και στις συναθροίσεις που πραγματοποιούνται σε κλειστούς χώρους ο συντακτικός νομοθέτης έκρινε ότι η ελευθερία ανταλλαγής απόψεων και έκφρασης είναι πολύ πιο ισχυρές από τους κινδύνους που δημιουργεί η παρουσία του πλήθους για την διάπραξη αδικημάτων. Αντίθετα στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις η παρουσία αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει αποτρεπτικά (και να περιορισθεί με αυτό τον τρόπο η ανάγκη εν συνεχεία κατασταλτικής επέμβασης). Ο συνταγματικός σκοπός δίνει και το μέτρο της αποτελεσματικής παρουσίας. Η παρουσία αυτή πρέπει να είναι αφενός μεν φανερή[xxxvi], αφετέρου δε να επιβάλλεται όταν εκτιμάται ότι μπορεί πράγματι να δράσει προληπτικά για την αποτροπή τέλεσης αδικημάτων και όχι όταν έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
    8. Η απαγόρευση, αλλά –κατά τα ανωτέρω-και η διάλυση της συνάθροισης απαιτεί ειδική αιτιολόγηση που πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένη συνάθροιση και να αιτιολογεί τη λήψη του μέτρου ως αναλογικού (ήτοι ότι άλλα μέσα δεν επαρκούν για την αποτροπή του σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια ή την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής)[xxxvii]. Αλλωστε απαραίτητο στοιχείο της ποινικής ευθύνης των συμμετεχόντων σε συνάρθροιση απαγορευμένη ή διαλυόμενη νομίμως είναι η γνώση της ως άνω αιτιολογίας[xxxviii].
    9. Όπως και η απαγόρευση, έτσι και η διάλυση απαιτεί συγκεκριμένο νόμιμο τύπο και ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Η τυπική νομιμότητα της διαλύσεως προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 6, 7 ν.δ.794/71, άρθρου μόνου β.δ. 269/72 αλλά και 171 ΠΚ. Ετσι π.χ. επιβάλλεται η αστυνομική αρχή να ζητήσει από τους ίδιους τους συναθροιζομένους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποκατάσταση της νόμιμης διεξαγωγής της πριν προβεί στη διάλυση της συνάθροισης[xxxix], καθώς και να προσκαλέσει εκπροσώπους της δικαστικής αρχής έτσι ώστε να ζητήσει τη γνώμη τους για την διάλυση[xl]. Προ της διαλύσεως προσκαλούνται οι μετέχοντες να απομακρυνθούν τρεις φορές (οι προσκλήσεις αυτές πρέπει κατά τα ανωτέρω να είναι αιτιολογημένες και να   απέχουν τον κατάλληλο χρόνο για να καθίσταται δυνατή η απομάκρυνση[xli]).
    10. Ορο για την γένεση ποινικής ευθύνης από τη συμμετοχή στη συνάθροιση αποτελεί η νομιμότητα της απαγόρευσης ή της διάλυσης[xlii]. Η συμμετοχή σε νόμιμα απαγορευμένη ή η μη απομάκρυνση από νομίμως τεθείσα υπό διάλυση συνάθροιση συνιστά αδίκημα κατά της πολιτειακής εξουσίας, ήτοι κατά της νομίμου κρατικής βουλήσεως[xliii]. Περαιτέρω κατά την διεξαγωγή της συνάθροισης οι συμμετέχοντες (ή ορισμένοι εξ’αυτών) μπορεί να παρακωλύουν τη συγκοινωνία (292 ΠΚ) ή –συνηθέστερα- να διαταράσσουν την κυκλοφορία (431 ΠΚ). Στοιχείο για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς τους (και μάλιστα στη διατάραξη στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος) είναι η ύπαρξη ή μη σχετικού δικαιώματος. Εφόσον  οι συναθροιζόμενοι ασκούν το συνταγματικό τους δικαίωμα ησύχως –κατά την έννοια που προαναφέραμε- και η σχετική συνάθροιση δεν έχει απαγορευθεί ή διαλυθεί νομίμως, τέτοιο δικαίωμα υφίσταται[xliv]. Πράξεις όμως που υπερβαίνουν τα όρια της άσκησης του δικαιώματος (π.χ. πρόκληση μηχανικών βλαβών σε μέσο κυκλοφορίας) σαφώς στοιχειοθετούν το αδίκημα του 292 ΠΚ και οι διαπράττοντες το αδίκημα υπέχουν τη σχετική ποινική ευθύνη 
    11. Τι απομένει από το ν.δ. 794/71[xlv]; Οι διατάξεις των άρθρων 4§1 και §2 εδαφ.α (περί παρουσίας της αστυνομίας στις δημόσιες συναθροίσεις), 6§2-4 ν.δ. 794/71 περί αρμοδιότητας έκδοσης και αιτιολόγησης της αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται η απαγόρευση ή περιορισμοί στους όρους άσκησης του δικιαώματος), 7§1 εδαφ.γ και §2-3 (περί όρων διαλύσεως της συναθροίσεως). Είναι βεβαίως πολύ αμφίβολο εάν το πλαίσιο αυτό επαρκεί για τη νόμιμη αντιμετώπιση των όρων άσκησης του δικαιώματος[xlvi].
    12. Σήμερα, όπως προαναφέρθηκε επιχειρείται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης είτε κατ’επίκληση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, είτε κατ’επίκληση της σύντονης άσκησης της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας της κυκλοφορίας.
      1. Η έννοια της κατάχρησης σχετίζεται (με) και προϋποθέτει μια ολοκληρωμένη ερμηνευτική αντίληψη για το σκοπό και το νόημα του κρινομένου δικαιώματος[xlvii]. Συνεπώς η κρίση περί κατάχρησης ενός δικαιώματος πολιτικής και συνδικαλιστικής διεκδίκησης και έκφρασης σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη άλλων μέσων αποτελεσματικής διεκδίκησης και έκφρασης. Στόχος των συναθροίσεων είναι αφενός μεν να καταστεί το ευρύ κοινό κοινωνός των δικαιωμάτων και απόψεων και να μπορέσει να συνταχθεί με αυτά (μέσω της συμμετοχής του) και αφετέρου να αποτυποωθεί στο πολιτικό γίγνεσθαι το εύρος των συγκοινωνών μιας τέτοιας διεκδίκησης και έκφρασης. Είναι πολύ αμφίβολο εάν σήμερα υπάρχουν άλλα μέσα που να επιτυγχάνουν τους σκοπούς αυτούς[xlviii]. Τα ΜΜΕ (ακόμα και όταν –σπάνια- επιτρέπουν την έκφραση χωρίς φραγμούς) δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του κοινού. Το διαδίκτυο επιτρέπει μεν τη συμμετοχή όσων έχουν πρόσβαση στην κοινωνία της πληροφορίας και πληροφορούνται (μέσα στο χάος της κοινωνίας της πληροφορίας) τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη διακίνηση διεκδικήσεων και απόψεων, πλην όμως δεν επιτρέπει την αμεσότητα, τη διαδραστικότητα[xlix] και την επώνυμη καταγραφή που επιτυγχάνει η συνάθροιση. Αλλωστε το στοιχείο που αναδεικνύει ιστορικά την πολιτική σημασία της συνάθροισης είναι ακριβώς η επικινδυνότητά της για την ομαλή διεξαγωγή του κοινωνικού βίου. Παρά το γεγονός αυτό, η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος (πάντα μέσα στα προβλεπόμενα όρια) αποτέλεσε και αποτελεί βασικό επιχείρημα για τη διάκριση μεταξύ φιλελεύθερων και ανελεύθερων καθεστώτων.  Ο όγκος της συνάθροισης δεν αποτελεί επίσης κριτήριο για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Εάν τα αιτήματα που προβάλλονται σε μια συνάθροιση έχουν καταστεί ήδη πλειοψηφικά ή παραμένουν μειοψηφικά δεν αφορά τη συνταγματική αποτίμηση της συνάθροισης (παρά μόνο την πολιτική της αποτίμηση). Στοιχείο κάθε συνάθροισης αποτελεί το αίτημα της μετατροπής των αιτημάτων από μειοψηφικά σε πλειοψηφικά (είτε με την λαϊκή αλληλεγγύη σε συνδικαλιστικά αιτήματα, είτε με την μεταβολή των πολιτικών όρων αντιμετώπισής τους). Θεωρητικά, μόνο μια συνάθροιση που δεν επιδιώκει αυτό το σκοπό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καταχρηστική. Συνεπώς μια συνάθροιση μπορεί να είναι απαγορεύσιμη, πλην όμως δύσκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί  καταχρηστική.
      2. Υπάρχει η τάση σήμερα να σταθμίζεται η ελευθερία του συνέρχεσθαι με την ελευθερία κίνησης και κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να περιορίζεται η ελευθερία του συνέρχεσθαι. Η σχετική στάθμιση επαφίεται μάλιστα στη διακριτική ευχέρεια της αστυνομικής αρχής. Η λογική αυτή που φέρεται ερειδόμενη και στο έργο του Α.Μάνεση[l] παραλείπει μια βασική κατεύθυνση που αναδεικνύει το ίδιο αυτό έργο: η διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση αυθαίρετες ιεραρχικές κατατάξεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις ιδεολογικής ή πολιτικής υφής. Αντικειμενικά κριτήρια είναι μόνο οι διατάξεις του Συντάγματος (...) (ο συντακτικός νομοθέτης) προβλέπει για (τις ελευθερίες) όσους περιορισμούς ή εξειρέσεις έκρινε σκόπιμους. Ο Μάνεσης δε προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ των δυο ελευθεριών με κριτήριο τη συχνότητα άσκησης των δυο ελευθεριών («π.χ. εφόσον η ελευθερία της οδικής κυκλοφορίας είναι κατά κανόνα συνήθης και καθημερινή, ο περιορισμός της, πότε-πότε, για να καταστεί δυνατή η άσκηση και της ελευθερίας της συνάθροισης είναι θεμιτός, αλλά και επιβεβλημένος»). Αντίθετα κατά τον Δαγτόγλου[li] η στάθμιση πρέπει να κλίνει απαραιτήτως (εκτός από τις σπάνιες εξαιρέσεις πραγματικά παλλαϊκών διαδηλώσεων) υπέρ του περιορισμού των όρων διέλευσης της συνάθροισης από τους πολυσύχναστους δρόμους[lii]. Αντίστοιχη άποψη εκφράζει και η 4/99 Γνωμ. Εισ. ΑΠ κατά την οποία «θα ήταν παραλογισμός αν υποστηριζόταν ότι η ελευθερία των συναθροίσεων υπερέχει της οδικής ασφάλειας που ανάγεται ή αναφέρεται σε ζωή, περιουσία κλπ.» και συνεπώς οι συναθροίσεις πρέπει να διεξάγονται με τρόπο που να μη διαταράσσει ή να διαταράσσει μόνο στο μέτρο του απολύτως αναγκαίου την οδική κυκλοφορία (π.χ. σε μια λωρίδα του δρόμου ή επί του πεζοδρομίου[liii] –κατ’επίκληση μάλιστα των ρυθμίσεων του άρθρου 6§4 ν.δ. 794/71). Στη Γερμανία κριτήριο αποτελεί και το περιεχόμενο των προβαλλομένων αιτημάτων (εαν είναι πολιτικά ή συντεχνιακά)[liv]. Εν γένει η στάθμιση αυτή ενέχει πολιτικές εκτιμήσεις για τους όρους άσκησης του δικαιώματος και επαναφέρει την διακριτική ευχέρεια της αστυνομικής αρχής στο επίπεδο πλέον του περιορισμού της συνάθροισης και όχι της απαγόρευσής της. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι εφόσον η κυκλοφορία μπορεί να διεξαχθεί δι’άλλων οδών και η διατάραξή της είναι χρονικά περιορισμένη, δεν επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στους όρους άσκησης του δικαιώματος από μόνη τη στάθμιση του δικαιώματος με το δικαίωμα ελεύθερης κίνησης. Αντίστοιχα, ασφυκτικοί περιορισμοί που προσβάλλουν το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, όπως η δημιουργία περίφρακτου κλειού γύρω απο τη συγκέντρωση ή τη διαδήλωση που εν τέλει αποκλείει την ώσμωση των συμμετεχόντων με το κοινό (και άρα πλήτει τον πυρήνα του δικαιώματος), μόνο υπό τους όρους της απαγόρευσης ή της διάλυσης μπορούν να επιβληθούν. Αντίστοιχα αντισυνταγματική είναι η πρακτική του αποκλεισμού συγκεκριμένων τόπων συναθροίσεως (π.χ. έξω από το Μέγαρο Μαξίμου) χωρίς την τήρηση των συνταγματικών προϋποθέσεων (ειδικά αιτιολογημένη απόφαση απαγόρευσης λόγω κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια ή την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής), καθώς το Σύνταγμα σαφώς επιτρέπει ελάσσονες της απαγορεύσεως περιορισμούς, πάντα όμως με την τήρηση των σχετικών προϋποθέσεων. Δεν θα ήταν αντιστοίχως ανεκτή συνταγματικά μια ρύθμιση που θα απαγόρευε τις συναθροίσεις σε συγκεκριμένες περιοχές εν’όψη ή κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής των Ολυμπιακών αγώνων (όπως προτάθηκε από την Οργανωτική Επιτροπή Αθήνα 2004). 
    13. Το δικαίωμα της συνάρθροισης φαλκιδεύεται από την έλλειψη (της επιτασσόμενης κατ’άρθρο 20§1) αποτελεσματικής (και έγκαιρης) δικαστικής προστασίας έναντι αστυνομικών υπερβάσεων[lv]. Αποτελεί μάλιστα νομοθετικό έλλειμμα η μη οργάνωση θεσμού αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας, ο οποίος δεν θα παραμένει στη διαπίστωση της ουσιαστικά ανέλεγκτης κρίσης της διοικήσεως. Στα πλαίσια της ακυρωτικής δίκης τα όρια της παράνομης ή ελλιπούς αιτιολογίας ή ακόμα και της κατάχρησης εξουσίας παραμένουν πολύ στενά για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του ελέγχου των επικαλούμενων κινδύνων για τη δημόσια ασφάλεια. Σήμερα κατ’ουσίαν απομένει  μόνο η διέξοδος της διεκδίκησης ικανοποίησης της ηθικής βλάβης από την παράνομη απαγόρευση ή διάλυση της συνάρθροισης μέσω αγωγής κατ’αρθρο 105 ΕισνΑΚ.

 

  1. Συμπέρασμα: Τέλος της μεταπολίτευσης - τέλος του δικαιώματος;

 

Eίναι αμφίβολο αν έχει επέλθει το τέλος της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση ορίζεται από μια συγκεκριμένη παγίωση συσχετισμών εξουσίας, αλλά και από την άρση των θεσμικών πολιτικών αποκλεισμών (παρότι καθ΄όλη τη διάρκεια της ο στιγματισμός –διαφόρων- πολιτικών εχθρών αναζωογονεί ανελεύθερες θεσμικές προτάσεις). Φυσικά υπάρχουν πολλά νεα φαινόμενα (όπως η αναδιάρθρωση των μορφών κοινωνικοποίησης και ένταξης στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και των μορφών πολιτικής έκφρασης) τα οποία διαφοροποιούν τη σημασία που προσδίδεται σήμερα στην άσκηση του δικαιώματος στη συνάρθροιση. Εξ’αυτού του λόγου υφίσταται μεγαλύτερη ανοχή στις προσπάθειες περιορισμού του δικαιώματος. Παραταύτα η σημασία του διατηρείται όπως αποδεικνύεται από την έλλειψη άλλων μέσων αδιαμεσολάβητης έκφρασης των πολιτών και την εκτεταμένη και έντονη χρήση του ακόμα και από όσους κατά τα λοιπά διαμαρτύρονται για την διακοπή της κυκλοφορίας. Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ως εν τέλει δικαίωμα αμφισβητήσεως των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών, παραμένει πάντα κριτήριο του κατά πόσο ένα πολιτικό σύστημα ανταποκρίνεται στις επιταγές της ελευθερίας[lvi].

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Κ.Γεωργόπουλου, Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο Αθήνα-Κομοτηνή 2001 σ.581.

Π.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα τ. Β’ Αθήνα-Κομοτηνή 1991

Β.Καράκωστα, Το Σύνταγμα Ερμηνευτικά σχόλια-νομολογία, Αθήνα 1996 .

Aθ.Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, Αθήνα 2000

Α.Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα α’ Ατομικές ελευθερίες Θεσσαλονίκη 1982

Ι.Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας Θεσσαλονίκη 1988

Ι.Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, Θεσσαλονίκη 1990

Ι.Μανωλεδάκη, Η νομιμότητα των ενεργειών της αρχής ως προϋπόθεση για την ποινική προστασία της Ποιν.Χρ. 1976

Ι.Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1967

Ι.Μπακόπουλου Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο Ελληνικό, Γαλλικό και Αγγλικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 1995 . 

Π.Παραρά, Σύνταγμα 1975 Corpus I Aθήνα-Κομοτηνή 1982

Ν.Ν. Σαρίπολου, Σύστημα του Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος εν συγκρίσει προς τα των ξένων κρατών τ.Γ’ Αθήνα 1923

Αλ.Σβώλου-Γ.Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τ.Α’ Αθήνα 1954 

Αλ.Σβώλου Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις κατά το δημόσιον ημών δίκαιον και η νομοθετική ρύθμισις αυτών, Νομικαι Μελέται τ.Α’ Αθήνα χ.χ.ε.

Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το δικαίωμα των διαδηλώσεων και η παρακώλυση των συγκοινωνιών, Δίκαιο και Πολιτική 1983

Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο τ. Γ’ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988

Π.Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της συνάθροισης Αθήνα 1988

 

 

 

[i] Βλ. σχετικά Αλ.Σβώλου-Γ.Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τ.Α’ Αθήνα 1954 σ.188, 206, Aθ.Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, Αθήνα 2000 σ.1540, Π.Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα τ. Β’ Αθήνα-Κομοτηνή 1991 σ.731, Π.Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της συνάθροισης Αθήνα 1988 σ.78 επ. Κατά τον Ι.Μπακόπουλο, Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο Ελληνικό, Γαλλικό και Αγγλικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 1995 σ.32-3 πρόκειται περί μεικτού δικαιώματος. 

[ii] Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 1 σ.731

[iii] άρθρα 16, 100 Συντάγματος 1952

[iv] α.ν. 509/47 βλ. παλαιότερα τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 3 ν.4229/29, α.ν. 117/1936, α.ν. 1075/38

[v] Κανονισμοί Υπηρεσιών Χωροφυλακής (1918-1958), Κανονισμός Αστυνομίας Πόλεων περί παράνομων συναθροίσεων  (61/1952), αστυνομική διάταξη Δ/του Αστυνομιας Αθηνών περί συναθροίσεων (76/54).  Γεγονός που κατά τον Αλ.Σβώλο, Αι εν υπαίθρω συναθροίσεις κατά το δημόσιον ημών δίκαιον και η νομοθετική ρύθμισις αυτών, Νομικαι Μελέται τ.Α’ Αθήνα σ.255 καθιστά την απαγόρευση μιας συνάθροισης αντισυνταγματική

[vi] ν.δ. 794/71 περί συναθροίσεων, β.δ. 168/72 περί καθορισμού απαγορευμένων για συναθροίσεις χώρων, β.δ. 269/72 περί εγκρισεως κανονισμού διαλύσεως δημοσίων συναθροίσεων. Τα νομοθετικά αυτά μέτρα ενσωματώνουν σε μεγάλο βαθμό τις προγενέστερα εκδοθείσες (χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση) διατάξεις

[vii] βλ. κυριως Γνωμ.Εισ.ΑΠ 5/86 Ποιν.Χρ. 1986 σ.777 και 4/99 Ποιν.Χρ. ΜΘ σ.373

[viii] βλ. σχετικά Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 1 σ.733

[ix] Ετσι ορθά ΣτΕ 4635/77 ΤοΣ 1978 σ. 173

[x] άλλως Τσίρη, ο.π. υποσ. 1 σ.144

[xi] Ι.Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας Θεσσαλονίκη 1988 σ. 161. Αλλως Ν.Ν. Σαρίπολου, Σύστημα του Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος εν συγκρίσει προς τα των ξένων κρατών τ.Γ’ Αθήνα 1923 σ.173, 4/99 Γνωμ.Εισ. ΑΠ, ο.π. υποσ. 7. Παρόμοια διάταξη (με 100 όμως πλέον μέτρα απόσταση) φέρεται να περιείχε το προταθέν το 2001 προσχέδιο νόμου για τις συναθροίσεις (εφημ. Ριζοσπάστης 9-3-2001).

[xii] Το β.δ. 168/77 προέβλεπε απαγορευμένη ζώνη για τις συναθροίσεις εντός των οδών Λ.Αλεξάνδρας-Βασ. Σοφίας- Βασ. Κων/νου- Λ. Ολγας- Αμαλίας- Φιλελλήνων- Μητροπόλεως- Λέκκα- Πλ. Μοναστηρακίου- Αθηνάς- Πλ. Ομονοίας- Πειραιώς- Σωκράτους- Αγ. Κων/νου- Θ.Δεληγιάννη- Καρόλου- Μάρνη- Πατησίων

[xiii] Υπό το Σύνταγμα του 1952 και ενόψει του α.ν. 509/47 δεν θεωρείτο ήσυχη η συνάθροιση που αποσκοπούσε στη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών- βλ. Σβώλου-Βλάχου, ο.π. υποσ.1 υποσ. 72

[xiv] Ι.Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, Θεσσαλονίκη 1990 σ.14,20

[xv] Μανωλεδάκη, ο.π. υποσ. 11 1988 σ. 149, Κονταξή, ο.π. υποσ. 1 σ.1544

[xvi] Γενικά άλλωστε γίνεται δεκτό ότι η απλή ανωμαλία στις συγκοινωνίες δεν δικαιολογεί κατ’αρχήν την απαγόρευση της συνάθροισης. Γνωμ.Εισ.ΑΠ 4/1999 ο.π. υποσ. 7, Π.Παραρά, Σύνταγμα 1975 Corpus I Aθήνα-Κομοτηνή 1982 σ.193, Κονταξή, ο.π. υποσ.1 σ.1536

[xvii] Είναι συνεπώς αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 6§1 του ν.δ. 794/71, το οποίο επιτρέπει την απαγόρευση συνάθροισης για λόγους δημοσιάς ταξεως

[xviii] έτσι όμως Σβώλου-Βλάχου, ο.π. υποσ. 1 σ.214 –υπό το ιδεολογικό βέβαια καθεστώς του μετεμφυλιακού κράτους

[xix] Ετσι όμως Δαγτόγλου, ο.π. υποσ.1 σ.739. Η σοβαρότητα της παρακώλυσης (π.χ.μέσω οδοφραγμάτων) δεν πλήττει τη δημόσια ασφάλεια στο βαθμό που δεν καταλήγει σε σοβαρή διατάραξη της κοιωνικοοικονομικής ζωής της περιοχής.

[xx] Κ.Γεωργόπουλου, Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο Αθήνα-Κομοτηνή 2001 σ.581.

[xxi] Μανωλεδάκη, ο.π. υποσ.11 σ. 144 υποσ. 10, Τσίρη, ο.π. υποσ.1 σ.116, Μπακόπουλου, ο.π. υποσ.1 σ.150. Είναι συνεπώς κατ’αρχήν ορθή η ερμηνευτική εκδοχή του Δαγτόγλου, ο.π. υποσ.1 σ.738 ότι ήσυχη είναι η συνάθροιση η οποία δεν επιδίδεται σε βιαιοπραγίες. Η διενέργεια βιαιοπραγιών αποτελεί κατ’αρχήν παραβίαση της δημόσιας ασφάλειας, αφού πλήττει την ειρηνική απόλαυση εννόμων αγαθών (βλ. σχετικά και άρθρο 132 π.δ. 141/91).  Κριτήριο όμως για την συνταγματική αποτίμηση της σοβαρότητας του κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια αποτελεί η ένταση και πρωτίστως η έκταση των βιαιοπραγιών, όπως σωστά επισημαίνει και ο Δαγτόγλου. Πρβλ. σχετικά Σβώλου-Βλάχου, ο.π. υποσ.1 σ.215

[xxii] βλ. όμως Κονταξή, ο.π. υποσ.1 σ.1534, 1542

[xxiii] Μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας η προστασία του αισθήματος ασφάλειας ξένων επισκεπτών (εν όψει και του σκοπού αποδοκιμασίας του ξένου επισκέπτη από τους συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις); Είναι προφανές πως όχι. Βέβαια η προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητάς τους αναμφίβολα αποτελεί λόγο δημόσιας ασφάλειας. Θα πρέπει όμως από την αιτιολογία της πράξεως που απαγορεύει για το λόγο αυτό την πραγματοποίηση συναθροίσεων –και μάλιστα σε εκτεταμένη περιοχή- να αναφέρονται οι λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ο κίνδυνος ζωής ή σωματικής ακεραιότητας από την πραγματοποίηση της συναθροίσεως (όχι με την αιτιολογία της «παρείσφρυσης»), καθώς και η αδυναμία αποφυγής του κινδύνουν αυτού με άλλα –πλην της απαγόρευσης- μέσα. Συνεπώς νομίζουμε ότι έσφαλε το ΣτΕ όταν με την υπ’αριθμ. 633/99 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου 1999 σ.337 επ.) έκρινε ότι απαγόρευση με την ως άνω αιτιολογία δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 11 Σ.

[xxiv] π.χ. λόγω κινδύνου παρακώλυσης των συγκοινωνιών –βλ. σχετικά 4/99 Γνωμ.Εισ.ΑΠ ο.π. υποσ. 7. Αντίθετα το ΤρΠλΘεσ 3649/77 Αρμενόπουλος 1979 σ.59 επ. έκρινε ότι δεν αποτελεί νόμιμη αιτιολογία διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής η πραγματοποίηση πορείας σε πλατεία και δρόμους που παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική και κυκλοφοριακή κίνηση

[xxv] Μανωλεδάκη,  ο.π. υποσ 11 σ. 151

[xxvi] Μανωλεδάκη ο.π. υποσ 11 σ.149 υποσ. 24

[xxvii] και συνεπώς κατά τον Τσίρη, ο.π. υποσ. 1 σ.127 είναι ανεφάρμοστος ο σχετικός περιορισμός. Αλλως Μπακόπουλου, ο.π. υποσ. 1 σ.152. Κατά το προταθέν το 2001 προσχέδιο νόμου (ο.π. υποσ. 11) σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής θεωρείται ότι συντελείται ιδίως όταν απειλείται η κοινή ειρήνη ή τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η ασφάλεια των συγκοινωνιών ή κοινωφελών εγκαταστάσεων, καθώς και όταν απειλείται διακοπή συγκοινωνίας με την οποία διεξάγεται συνεχής διαμετακόμιση ζωτικών αγαθών, προσώπων και υπηρεσιών. Η τελευταία προϋποθεση (χωρίς μάλιστα προσδιορισμό της διάρκειας της διακοπής) εκφεύγει των συνταγματικών ορίων.

[xxviii] Δεν υφίσταται συνεπώς σύγκρουση μεταξύ πεδίου εφαρμογής 11 Σ. και 171 ΠΚ. Βλ. Δαγτόγλου ο.π. υποσ. 1 σ..734, Τσίρη, ο.π. υποσ. 1 σ.96-7, Μπακόπουλου, ο.π. υποσ. 1 σ.87, BVerfG 14-5-95, 69,315,350 επ., αλλως ΣτΕ 1693/63, Σβώλου-Βλάχου, ο.π. υποσ. 1 σ.196. Αμφίβολο το θεωρεί ο Β.Καράκωστας, Το Σύνταγμα Ερμηνευτικά σχόλια-νομολογία, Αθήνα 1996  σ.5.

[xxix] Πρβλ. και  294§2 Κανονισμού Υπηρεσίας Χωροφυλακής του 1958 (άρθρο 158 Καν Υπ.Χωρ. 1918). Ας σημειωθέι πάντως ότι με το άρθρο 129 π.δ. 141/91 περί αρμοδιοτήτων οργάνων και υπηρεσιακών ενεργειών του προσωπικού του υπουργείου Δημόσιας Ταξης η διάκριση μεταξύ συνάθροισης και συγκέντρωσης (που προβλέπται και στο ν.δ. 794/71) δεν αφορά πλέον τις οργανωμένες και τις αυθόρμητες συναθροίσεις, αλλά τις (οργανωμένες) συναθροίσεις  και τις (αυθόρμητες) συγκεντρώσεις που πραγματοποιούνται για σκοπούς άλλους από αυτούς της συνάθροισης (ψυχαγωγία, εμπορία παρακολούθηση θρησκευτικών και αθλητικών τελετών).Το θέμα των αυθόρμητων συναθροίσεων παραμένει κενό.

[xxx] Ο συντακτικός νομοθέτης σαφώς εγνώριζε τους κινδύνους από τη μη γνωστοποίηση (που τους επισημαίνει ιδιαιτέρως ο Σβώλος, ο.π. υποσ. 5 σ.257), πλην όμως γνώριζε και τους πρόσφατα αποδεδειγμένους κινδύνους της ίδιας τη γνωστοποίησης για την ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος

[xxxi] Βλ. Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 1 σ.741, Τσίρη, ο.π. υποσ. 1 σ.132-3, Μπακόπουλου, ο.π. υποσ. 1 σ.157 επ., ΜΠλΑθ 13005/76 Ποιν.Χρ. 1976 σ.259 επ.. Αλλως Καράκωστα ο.π. υποσ. 28 σ.5, ΣτΕ 1693/63 («εξυπακουόμενη» για να επιτευχθεί ο σκοπός του συνδυασμού της ελευθέρας ασκήσεως του δικαιώματος προς την ανάγκη διαφυλάξεως της δημόσιας ασφάλειας)

[xxxii] πρβλ. άρθρο 189§3 Καν.Χωρ. 1918, άρθρο 3 76/54 Αστ.Διατ. Αθ. Παρόμοια διάταξη φέρεται να περιέχεται στο προταθέν το 2001 σχέδιο νόμου για τις συναθροίσεις (ο.π. υποσ.10).

[xxxiii] Σβώλου-Βλάχου ο.π. υποσ. 1 σ.197, Τσίρη ο.π. υποσ.1 σ.130. Αλλως Καράκωστα ο.π. υποσ. 28 σ. 11, Δαγτόγλου ο.π. υποσ. 1 σ.743 που θεωρούν νόμιμο τον επιβαλλόμενο περιορισμό

[xxxiv] πρβλ. άρθρο 2 αστ.διατ. 76/1954. Μανωλεδάκη, ο.π. υποσ. 11 σ.162 Παρόμοια διάταξη φέρεται να περιέχεται στο προταθέν το 2001 σχέδιο νόμου για τις συναθροίσεις (ο.π. υποσ.11). Στο ίδιο σχέδιο νόμου προβλεπόταν ο υποχρεωτικός ορισμός προσώπων ως υπεύθυνων για την περιφρούρηση της συνάθροισης και η υποχρέωση συνεργασίας των διοργανωτών με την Αστυνομία.

[xxxv] Σβώλου-Βλάχου ο.π. υποσ. 1 σ.220.

[xxxvi] Παραρά, ο.π. υποσ. 15 σ.193, Καράκωστα, ο.π. υποσ.28  σ.16

[xxxvii] ΑΠ 782/79 Ποιν.Χρ. 1979 σ.883 επ., 957/93, ΕφΘεσ 1300/75 Ποιν.Χρ.1976 σ.769 επ., ΤρΠλΘεσ 3649/77, Αρμενόπουλος 1979 σ. 59, ΤρΠλΒερ 1227/76, Αρμενόπουλος 1979 σ.317 επ. με παρατηρήσεις Λ.Μαργαρίτη, ΜΠλΑθ 13005/76, ο.π. υποσ. 30, Μανωλεδάκη, ο.π. υποσ. 11 σ.142, Μπακόπουλου, ο.π. υποσ. 1 σ.162 επ. Βλ. ήδη υπό το Σύνταγμα του 1952 Σβώλου-Βλάχου, ο.π. υποσ. 1 σ.227 και την εκεί νομολογία του Conseil d’Etat Παραταύτα ο ΑΠ δεν θεωρούσε απαραίτητη την αιτιολόγηση λόγω της διακριτικής ευχερείας της αστυνομικής αρχής ΑΠ 509/1966 Ποιν.Χρ. 1967 σ.155 επ..

[xxxviii] ΑΠ 1766/88, ΝοΒ 37 σ.615,  957/93 ΠΧρ, ΜΓ σ.700

[xxxix] βλ. σχετικά άρθρο 7§3 ν.δ. 794/71, Κονταξή ο.π. υποσ. 1 σ.1535

[xl] Η γνώμη του Εισαγγελέα πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη (ΕγκΕισΕφΛαρ 13/1977 Ποιν.Χρ. 1977 σ.170)

[xli] Επίσης, η διάταξη του άρθρου 171 ΠΚ αναφέρεται σε συγκεντρωμένο πλήθος. Δεν είναι συνεπώς δυνατό να θεωρείται ως μη διαλυθείσα μια συνάθροιση εφόσον παραμένουν στο χώρο 3 άτομα (όπως προέβλεπε παλαιότερα το άρθρο 1 του 61/52 Καν. Αρχ.Αστ.Πολ. και το άρθρο 294§8 εδ. β Καν Χωρ. 1958 βλ. σχετικά Κονταξή,ο.π. υποσ. 1 σ.1538

[xlii] Ως όρος του αδίκου της πράξεως-βλ.ΤρΠλΒερ 1227/76 ο.π. υποσ.36, Ι.Μανωλεδάκη, Η νομιμότητα των ενεργειών της αρχής ως προϋπόθεση για την ποινική προστασία της Ποιν.Χρ. 1976 σ.780 επ.

[xliii] Ι.Μανωλεδάκη, Η προστασία της πολιτειακής εξουσίας, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1967 σ. 70`

[xliv] βλ. σχετικά Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το δικαίωμα των διαδηλώσεων και η παρακώλυση των συγκοινωνιών, Δίκαιο και Πολιτική 1983 σ.275 επ.

[xlv] Κατα τον Μανωλεδάκη, ο.π. υποσ. 11 σ. 161 επ., το ν.δ. 794/71 ειναι στο σύνολο του αντισυνταγματικό και γιατί περιορίζει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα χωρίς να έχει ψηφισθεί από την Ολομέλεια της Βουλής και γιατί είναι τέτοια η έκταση των αντισυνταγματικών του διατάξεων που κατ’αανάλογη εφαρμογή του άρθρου 181 ΑΚ θα έπρεπε να θεωρηθεί ως πλήρως αντισυνταγματικό (άλλως Μπακόπουλου, ο.π. υποσ.1 σ,168-9). Σε κάθε περίπτωση η νομολογία (ΑΠ 957/1993 ο.π. υποσ. 38) που θεωρεί ότι το ν.δ. 794/71 εξακολουθεί να ισχύει ως προς την έννοια της δημόσιας συνάθροισης και την υποχρέωση γνωστοποίησης της προσκρούει στις σχετικές συνταγματικές διατάξεις

[xlvi] Χωρίς νόμο δεν  είναι επιτρεπτή η άμεση εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης κατά Σβώλο-Βλάχο, ο.π. υποσ. 1 σ.224. Αλλως ΣτΕ 1693/63

[xlvii] Δ.Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο τ. Γ’ Θεμελιώδη Δικαιώματα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988 σ.283

[xlviii] Η πολιτική έκφραση μέσω των κοινοβουλευτικών σωμάτων δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο, όπως έχει τονίσει ο Σβώλος (ο.π. υποσ. 5 σ.251) ήδη από το 1916

[xlix] Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 1 σ. 731

[l] Συνταγματικά δικαιώματα α’ Ατομικές ελευθερίες Θεσσαλονίκη 1982 σ.65

[li] ο.π. υποσ. 1 σ.747

[lii] επεκτείνει μάλιστα τη στάθμιση και στο επίπεδο των τοπικών περιορισμών προς προστασία δημοσίων κτιρίων, ξένων πρεσβειών κλπ. Τέτοιοι όμως τοπικοί περιορισμοί δεν είναι παρά τοπικές απαγορεύσεις. Αντίστοιχη άποψη εκφράζει και η 4/99 Γνωμ. Εισ.ΑΠ (ο.π. υποσ. 7) κατά την οποία «θα ήταν παραλογισμός αν υποστηριζόταν ότι η ελευθερία των συναθροίσεων υπερέχει της οδικής ασφάλειας που ανάγεται ή αναφέρεται σε ζωή, περιουσία κλπ.»

[liii] Στα ίδια πλαίσια το προταθέν προσχέδιο νόμου (2001, ο.π. υποσ. 11) προέβλεπε ότι οι συναθροίσεις και οι διαδηλώσεις πρέπει να διεξάγονται με τρόπο που να μη διαταράσσεται ή να διαταράσσεται μόνο στο μέτρο του απολύτως αναγκαίου η κυκλοφορία, καθώς και ότι σε καμμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η κατάληψη ολόκληρου του οδοστρώματος και η πλήρης διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων

[liv] βλ. σχετικά Κονταξή,ο.π. υποσ. 1  σ.1543

[lv] βλ. και Σβώλου, ο.π. υποσ. 5  σ.261. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Συντακτική Συνέλευση του 1974 προτάθηκε από την αντιπολίτευση να προβλεφθεί η δυνατόητα προσφυγής ουσίας κατά της απαγορευτικής αστυνομικής διάταξης ενώπιον δικαστικού συμβουλίου, το οποίο θα υποχρεούται να αποφανθεί παραχρήμα –βλ. Τσίρη, ο.π. υποσ. 1 σ.61

[lvi] BVerfG 14-5-85 o.π. υποσ. 27,  Κονταξή, ο.π. υποσ. 1  σ.1540

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους