Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Γενετικά αποτυπώματα και οργανωμένο έγκλημα. Προβληματισμοί γύρω από το νέο άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. ΕφαρμογέςΔΔ 2002

Το παρόν άρθρο επιχειρεί μια αξιολόγηση, με βάση τις συνταγματικές διατάξεις, της χρήσης γενετικών αποτυπωμάτων ως αποδεικτικών στοιχείων κατά την ποινική δίκη. Στο πρώτο μέρος του άρθρου εξετάζονται οι όροι εφαρμογής του σχετικού άρθρου 200Α ΚΠΔ και συγκρίνεται η διάταξη με το διεθνές συμβατικό πλαίσιο. Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται μια κριτική αποτίμηση της διατάξεως βάσει των υφιστάμενων συνταγματικών κανόνων. Τέλος τίθεται το ερώτημα εάν η διάταξη μπορεί να τύχει εφαρμογής με βάση μια σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου και προσεγγίζεται μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό.

 

Ι. Γενετικά αποτυπώματα και οργανωμένο έγκλημα. Συσχέτιση των νομοθετικών διατάξεων

 

Με το άρθρο 5 του ν.2928/2001 «τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων» προστίθεται άρθρο 200Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο

  1. «όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει διαπράξει κακούργημα με χρήση βίας ή έγκλημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ή πράξεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 187 ΠΚ το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic AcidDNA) προς το σκοπό της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του κατηγορουμένου δικαιούται να ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του.

  2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμα της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204-208[1]. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση[2]. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως τα δε γενετικά αποτυπώματα παραμένουν μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη δικογραφία. Η καταστροφή διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου που διέταξε την ανάλυση. Ειδικά την καταστροφή των γενετικών αποτυπωμάτων που παρέμειναν στη δικογραφία τη διατάσσει το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του, αμέσως μετά την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η καταστροφή του γενετικού υλικού ή των γενετικών αποτυπωμάτων αναβάλλεται για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο αν  το συμβούλιο κρίνει με ειδική αιτιολογία  ότι η διατήρηση τους είναι αναγκαία για τη διαλεύκανση και άλλων αξιόποινων πράξεων  που προβλέπονται στην παράγραφο 1[3]

  3. Αν διατάχθηκε κατά τις προηγούμενες παραγράφους η καταστροφή του γενετικού υλικού ή και των γενετικών αποτυπωμάτων αυτή γίνεται με επιμέλεια του εισαγγελέα αμέσως μετά την κοινοποίηση του βουλεύματος σε αυτόν και πάντως μέσα στις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό».

Παρότι η διάταξη εντάσσεται στο νόμο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης δεν συμπίπτει με το πεδίο εφαρμογής του νέου άρθρου 187 ΠΚ.

Με την αντικατάσταση του άρθρου 187 ΠΚ (που τιμωρούσε τα αδικήματα της σύστασης και της συμμορίας) από το άρθρο 1 του ν.2928/01 καταργείται το αδίκημα της συστάσεως, τροποποιείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συμμορίας[4] και προστίθενται δυο νέα αδικήματα: α) κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα  207 (παραχάραξη), 208 (κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε δάση), 268 (πλημμύρα), 270 (έκρηξη),  272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277 (πρόκληση ναυαγίου),  279 (δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση),  310 (βαριά σωματική βλάβη), 322 (αρπαγή), 323 (εμπόριο δούλων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 327 (ακούσια απαγωγή), 336 (βιασμός), 338 κατάχρηση σε ασέλγεια), 339 (αποπλάνηση παιδιών), 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση),380 (ληστεία),385 (εκβίαση), 386 (απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή),  404 (τοκογλυφία), όπως επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες[5], β) κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ιδίων προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου[6].

   Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του νέου άρθρου 200Α ΚΠΔ το μέτρο της ανάλυσης του DNA για τη διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη μπορεί να επιβληθεί εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης των αδικημάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 187 ΠΚ ή κακουργήματος με χρήση βίας ή εγκλήματος που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας.

Συνεπώς το νέο άρθρο 200Α ΚΠΔ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί για τη διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη των εγκλημάτων των παραγράφων 2 (χρήση ή απειλή βίας ή δωροδοκία κατά λειτουργών και παραγόντων της δικαιοσύνης) και 3 (συμμορία) του νέου άρθρου 187 ΠΚ. Περαιτέρω, το άρθρο 200Α ΚΠΔ εφαρμόζεται και όταν το κακούργημα που τελείται με χρήση βίας ή το έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας διαπράττεται από ένα άτομο ή από μια ομάδα που δεν έχει χαρακτηριστικά οργάνωσης (συγκροτείται από λιγότερα από τρία άτομα ή δεν έχει δομημένη και διαρκή δράση).

Στην αρχική μάλιστα μορφή του σχεδίου νόμου που κατατέθηκε για ψήφιση στη Βουλή, δεν προβλεπόταν η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 200Α ΚΠΔ παρά μόνο στις περιπτώσεις τελέσεως κακουργημάτων με χρήση βίας ή εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Η διάταξη συνεπώς δεν είχε αρχικώς οργανική συνάφεια με το καθιερούμενο αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης[7]. Κατ’ αυτό διέφερε, αλλά και εξακολουθεί να διαφέρει από τη νέα διάταξη του άρθρου 253Α ΚΠΔ (άρθρο 6 ν.2928/01) που προβλέπει τη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων για τη διακρίβωση τέλεσης των αξιόποινων πράξεων των §§1,2 του άρθρου 187 ΠΚ (ανακριτική διείσδυση, ελεγχόμενες μεταφορές, άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, ηχητική και οπτική παρακολούθηση, συσχέτιση ή συνδυασμός προσωπικών δεδομένων)[8]. Όπως ορθά πάντως επισημαίνεται[9], η διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ αποτελεί τη μόνη ανακριτική μέθοδο που ενσωματώνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο.

Το μέτρο της ανάλυσης του DNA δεν προβλέπεται ούτε στη Σύμβαση του Παλέρμο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος που συντάχθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και υπογράφηκε από τη χώρα μας[10]. Άλλωστε, όπως και η ίδια η εισηγητική έκθεση του ν. 2928/01 επισημαίνει, ο νόμος αυτός έρχεται μεν ως εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε η χώρα μας υπογράφοντας τη Σύμβαση του Παλέρμο, πλην όμως οι σχετικές ρυθμίσεις της Σύμβασης του Παλέρμο επεκτάθηκαν σε κάθε είδους οργανωμένη εγκληματικότητα ανεξάρτητα από τους στόχους που επιτελεί. Πράγματι, ενώ η Σύμβαση του Παλέρμο θέτει ως εννοιολογικό στοιχείο του οργανωμένου εγκλήματος το σκοπό άμεσου ή έμμεσου προσπορισμού οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, ο ν.2928/01 αναοριοθετεί την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης προσδιορίζοντας την όχι πλέον βάσει του επιδιωκόμενου οφέλους, αλλά βάσει των επιδιωκόμενων πράξεων[11]. Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης επιδιώκει με αυτό τον τρόπο να καλύψει και την περίπτωση των οργανώσεων που επιδιώκουν δια της τέλεσης κακουργηματικών πράξεων να προβάλουν συγκεκριμένες πολιτικές, ιδεολογικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις τους ή να διεκδικήσουν και δι’ αυτού του τρόπου την εκπλήρωση αιτημάτων τους (π.χ. αιτημάτων εθνικής αυτοδιάθεσης ή απελεύθερωσης ή επιβολής συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών κατευθύνσεων)[12]. Με αυτό τον τρόπο ο έλληνας νομοθέτης διαπλέκει την εννοιολογική οριοθέτηση του οργανωμένου εγκλήματος με την εννοιολογική οριοθέτηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως αυτή επιχειρείται να προσδιορισθεί στα σχετικά σχέδια αποφάσεως της Ε.Ε. για την καταπολέμησή της. 

Η εισαγωγή συνεπώς της διατάξεως του άρθρου 200Α ΚΠΔ δεν αποτέλεσε εκπλήρωση διεθνούς συμβατικής υποχρέωσης της χώρας μας. Το μόνο διεθνές κείμενο που αναφέρεται στην ανάλυση του DNA ως εφαρμοστέου  μέτρου στην ποινική δικονομία αποτελεί η μη δεσμευτική Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης R (92) 1 της 10ης Φεβρουαρίου 1992, η οποία προσδιορίζει τους δυνατούς όρους εφαρμογής του μέτρου[13], εφόσον αυτό υιοθετηθεί από το κάθε κράτος-μέλος.

 

ΙΙ. Συνταγματική αποτίμηση της διατάξεως

 

Η διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ έχει ήδη επικριθεί ότι είναι δυνατόν να οδηγήσει σε παραβιάσεις κατοχυρωμένων συνταγματικών δικαιωμάτων, ως και αυτής της αρχής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου (άρθρου 2§1 Σ.), που αποτελεί στοιχείο της πολιτειακής ταυτότητας της χώρας[14]. Η ίδια μάλιστα η εισηγητική έκθεση του ν.2928/01 αναφέρει ότι το ζήτημα του εξαναγκασμού πάνω στο ανθρώπινο σώμα για τη λήψη του DNA θα κριθεί βάσει των διατάξεων 2§1 και 5§3 του Συντάγματος[15].

Αντίστοιχος προβληματισμός αναπτύχθηκε και στα πλαίσια των Ανεξάρτητων Αρχών και συμβουλευτικών επιτροπών, που ασχολήθηκαν με τα προβλήματα εισαγωγής της ανάλυσης DNA ως αποδεικτικού μέσου στην ποινική δίκη: της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (ν.2472/97) και της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής (ν.2667/98).

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 15/2001 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, στην οποία βασίσθηκε ο ν.2928/01, όπως αναφέρεται στην εισηγητική του έκθεση, η λήψη του DNA συνιστά καθεαυτή παρέμβαση στην προσωπικότητα του ατόμου. Εξετάζοντας περαιτέρω τα προβλήματα που δημιουργεί η γενετική ανάλυση, η Αρχή επισημαίνει ότι τα γενετικά αποτυπώματα έχουν πολύ μεγαλύτερο πληροφοριακό φορτίο εν σχέσει προς τα δακτυλικά αποτυπώματα, καθώς φέρουν πληροφορίες ακόμα και για το παρελθόν, παρόν ή μέλλον του προσώπου. Η Αρχή θεωρεί ότι η χρήση του γενετικού υλικού για τη δημιουργία προφίλ προσωπικότητας του κατηγορουμένου ή του δράστη αποτελεί ενέργεια απαγορευμένη, που προσκρούει στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αξία του ανθρώπου και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί και το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοπροσδιορισμό. Επιτρεπτή θεωρεί μόνο τη χρήση του γενετικού υλικού για την διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη κάτω δε από αυστηρές προϋποθέσεις: α) την σαφή και εξαντλητική νομοθετική απαρίθμηση των αδικημάτων για τα οποία επιτρέπεται η επιβολή του μέτρου, β) την  κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και λόγω του αναντίρρητα σοβαρού επιδιωκόμενου δημόσιου συμφέροντος επιβολή του μέτρου μόνο για ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα και συγκεκριμένα σε εκείνα στα οποία οι σχετικές αναλύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε διαλεύκανση των υποθέσεων (εγκλήματα κατά της ζωής, απαγωγή, σεξουαλικά εγκλήματα), γ) την επιβολή του μέτρου μόνο εφόσον υπαρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής ή αναμιξης[16] του κατηγορουμένου σε συγκεκριμένη ενέργεια, δ) την   διεξαγωγή της λήψης και ανάλυσης του γενετικού υλικου μόνο κάτω από δικαστικές εγγυήσεις και δη υπό την έγκριση του Συμβουλίου Εφετών λόγω της ιδιαίτερης σοβαρότητας του μέτρου, ε) τη χρήση μεθόδων και διαδικασιών που θα αποτρέπουν κάθε μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, καθώς και κάθε παρέμβαση. Τέλος, η Αρχή θεωρεί ότι μετά την πιστοποίηση της ταυτότητας του δράστη το γενετικό υλικό πρέπει να καταστρέφεται.

Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής με την από 23-3-01 γνωμοδότησή της κρίνει ότι η συσχέτιση των γενετικών αποτυπωμάτων δυο δειγμάτων έχει απόλυτη αξία για τον αποκλεισμό υπόπτων (όταν δηλαδή το ληφθέν δείγμα δεν ταιριάζει με το ευρεθέν στον τόπο του εγκλήματος). Για δε την πιστοποίηση του ότι ο ύποπτος είναι ο δράστης η Επιτροπή κρίνει ότι οι πιθανότητες αυξάνονται μόνο όταν αναλυθεί ικανός αριθμός γενετικών σημάνσεων και εφαρμοσθεί κατάλληλη στατιστική επεξεργασία, εφόσον φυσικά δεν υπάρχει νόθευση των δειγμάτων. Κατά την Επιτροπή η ανάλυση του DNA θα πρέπει να καθιερώνεται ως δικαίωμα του κατηγορουμένου προκειμένου να αποδείξει την αθωότητά του. Επειδή δε κάθε λήψη δείγματος δια της βίας εναντιώνεται στη θεμελιώδη αρχή σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, η άρνηση του κατηγορουμένου να υποβληθεί στην εξέταση θα πρέπει να εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή[17]. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει επίσης να κατοχυρωθεί το δικαίωμα ενημέρωσης του εξεταζομένου ως προς τη διαδικασία, τη μέθοδο, το σκοπό, την ανάγκη συναίνεσης και τις συνέπειες σε περίπτωση άρνησής του, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης του δείγματος. Το διεξάγον την ανάλυση εργαστήριο θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο από την ανακριτική αρχή, κατέχον σύστημα ασφαλούς συλλογής και επεξεργασίας των δειγμάτων και να εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγειας ή τη ΓΓΕΤ. Και η Επιτροπή Βιοηθικής θεωρεί ότι μετά την εξέταση τα δείγματα θα πρέπει να καταστρέφονται, αρχείο δε δεδομένων επιτρέπεται να συγκροτηθεί μόνο από τα δείγματα που προέρχονται από τον τόπο του εγκλήματος, όσο το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο.

Συγκρίνοντας τις δυο γνωμοδοτήσεις με το κείμενο του νόμου μπορούμε να αντλήσουμε τα εξής συμπεράσματα:

Α) Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει λιγότερες επιφυλάξεις από την Επιτροπή Βιοηθικής ως προς την αποτελεσματικότητα της αναλύσεως. Κατά τη γνώμη μας οι σχετικές επιφυλάξεις της Επιτροπής Βιοηθικής (και λόγω αρμοδιότητας και λόγω πληρότητας της γνωμοδοτήσεως) θα πρέπει να ληφθούν ιδιαιτέρως σοβαρά υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως. Επισημαίνουμε συνεπώς: ι) ότι ενώ κατά την Επιτροπή δια της αναλύσεως του DNA μπορεί ευχερώς να πιστοποιηθεί ότι το ληφθέν δείγμα δεν ταυτίζεται με το ευρεθέν στον τόπο του εγκλήματος και συνεπώς να αποκλεισθούν οι υπόνοιες τελέσεως ενός εγκλήματος από τον κατηγορούμενο[18], η πιστοποίηση της ταυτότητας των δυο δειγμάτων απαιτεί σειρά αναλύσεων και στατιστική επεξεργασία. Η διαδικασία αυτή όμως μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη σωρείας πληροφοριών για το άτομο, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τα άρθρα 2§1 και 5§3 όπως ορθά τονίζεται και στη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιι)  ο κίνδυνος νοθεύσεως των δειγμάτων στον οποίο αναφέρεται η Επιτροπή Βιοηθικής και ο οποίος μπορεί να ελαχιστοποιηθεί στο στάδιο της αναλύσεως μέσω των εγγυήσεων του ανεξάρτητου εργαστηρίου[19] και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για διορισμό τεχνικού συμβούλου, είναι ακόμα μεγαλύτερος στο στάδιο της φύλαξης των δειγμάτων που διατηρούνται σε φακέλους ανεξιχνίαστων υποθέσεων ή κατά το στάδιο της προδικασίας[20]. Ο νόμος 2928/01 δεν εμπεριέχει διατάξεις που να επιβάλλουν συγκεκριμένες εγγυήσεις τηρήσεως των γενετικών δειγμάτων στα προαναφερθέντα στάδια, γεγονός που επιδρά αρνητικά, όχι μόνο στην συνταγματική αξιολόγηση του νόμου, αλλά και στην ίδια την αξιοπιστία των τηρουμένων δειγμάτων.

Β) Ο νόμος φαίνεται να έχει λάβει κατ’αρχήν υπόψη του τις επιφυλάξεις που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας[21] κατά την επιβολή του μέτρου. Ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής αυτής είναι εν προκειμένω:

ι) η διάταξη σύμφωνα με την οποία το μέτρο επιβάλλεται όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος[22] έχει τελέσει ένα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 200Α  αδικήματα. Η πρόβλεψη για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων αξιώνει να έχει ήδη τελεσθεί κάποιο από τα αδικήματα, κατά λογική δε ακολουθία να προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη. Οι σοβαρές ενδείξεις    αποτελούν υψηλότερης βεβαιότητας διαβάθμιση εν σχέσει προς τις αποχρώσες ή τις επαρκείς ενδείξεις. Απαιτούνται συνεπώς ενδείξεις τέτοιας βαρύτητας, όπως και για την επιβολή των επαχθέστερων μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, ήτοι της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων[23]. Ιδιαίτερα όμως προβλήματα δημιουργεί εν προκειμένω η ένταξη του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης. Αν ως στοιχείο τέλεσης του αδικήματος θεωρηθεί εν προκειμένω η συμμετοχή στην οργάνωση ή η συγκρότηση αυτής προ της τελέσεως κάποιου από τα επιδιωκόμενα κακουργήματα η δυνατότητα διαβάθμισης των ενδείξεων περιορίζεται ιδιαίτερα. Γι’ αυτό, ορθά υποστηρίζεται [24] ότι για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων θα πρέπει να έχει ήδη τελεσθεί κάποιο από τα αναφερόμενα στην §1 του άρθρου 187 κακουργήματα, πολλώ δε μάλλον αφού το επιβαλλόμενο μέτρο είναι ιδιαίτερα επαχθές για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου,

ιι) η διάταξη του άρθρου 200Α§1 που προβλέπει ότι η ανάλυση πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που αφορούν την ταυτότητα του δράστη. Συνεπώς, η ανάλυση δεν μπορεί να επεκταθεί σε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία με τη δημιουργία προφίλ προσωπικότητας του δράστη που θα διευκόλυνε ίσως τη διακρίβωση του εξεταζομένου εγκλήματος ή άλλων ανεξιχνίαστων.  

Γ) Κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θα πρέπει κανείς να καταλήξει και στα εξής ερμηνευτικά συμπεράσματα:

ι) παρ’ ότι δεν αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 200Α ΚΠΔ, η βαρύτητα του μέτρου επιβάλλει την κλήση του κατηγορουμένου να ακουσθεί και να προβάλει τις αντιρρήσεις του πριν την έκδοση της σχετικής διατάξεως από το δικαστικό συμβούλιο, κατ’ αναλογική εφαρμογή και της διατάξεως του άρθρου 283 ΚΠΔ. Παρ’ ότι το άρθρο 138§2 εδ.β ΚΠΔ παραπέμπει στο νόμο για την επιβολή τέτοιας υποχρεώσεως, εν προκειμένω η υποχρέωση, ακόμα και σιωπούντος του νομοθέτη, εξάγεται από τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και του δικαιώματος δικαστικής προστασίας[25],

ιι) παρ’ ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 200Α  ΚΠΔ παραπέμπει στην αναλογική εφαρμογή των άρθρων 204-208 ΚΠΔ αδιακρίτως, δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 204§2ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται η γνωστοποίηση του διορισμού του πραγματογνώμονα (εν προκειμένω του εργαστηρίου που θα διενεργήσει την ανάλυση) και η θέση προθεσμίας για τον διορισμό τεχνικού συμβούλου στην περίπτωση που επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης (εν προκειμένω της ανάλυσης). Και η βαρύτητα του επιβαλλόμενου μέτρου, αλλά και η φύση της πραγματογνωμοσύνης είναι τέτοια που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται ανάλογος κίνδυνος που να δικαιολογεί αυτό τον περιορισμό στα δικαιώματα του κατηγορουμένου,

ιιι) η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 200Α ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο Εφετών σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να αναβάλει την καταστροφή του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων αν κρίνει με ειδική αιτιολογία[26] ότι η διατήρησή τους είναι αναγκαία για τη διακρίβωση και άλλων αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 200Α θα πρέπει να θεωρηθεί ανεφάρμοστη όσον αφορά το γενετικό υλικό. Η διατήρηση του γενετικού υλικού από το οποίο έχουν ήδη εξαχθεί τα γενετικά αποτυπώματα δεν είναι σε καμμία περίπτωση εύλογη. Εάν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει και άλλες αξιόποινες πράξεις από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1[27] του άρθρου 200Α το Συμβούλιο Εφετών μπορεί να αναβάλει σχετικώς την καταστροφή των γενετικών αποτυπωμάτων. Ο κίνδυνος περαιτέρω ανάλυσης ή και χρήσης του γενετικού υλικού που προέρχεται με βεβαιότητα από τον κατηγορούμενο καθιστά σαφώς αντισυνταγματική τη διατήρησή του.

ιν) παρ’ ότι δεν αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 200Α ΚΠΔ (εν αντιθέσει με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 253Α), το μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να επιβάλλεται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη, ήτοι όταν και μόνο όταν τα υπόλοιπα στοιχεία δεν επαρκούν για την  διαπίστωση αυτή. Περαιτέρω, και υπό την έννοια αυτή, θα πρέπει να εξετάζεται κατά πρώτον αν το μέτρο είναι πρόσφορο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη (π.χ. εάν τα ευρεθέντα στον τόπο του εγκλήματος δείγματα είναι δεκτικά αναλύσεως, αλλά και εάν έχουν φυλαχθεί υπό εγγυήσεις τέτοιες που να επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων με ασφάλεια) και κατά δεύτερον εάν το μέτρο είναι το λιγότερο επαχθές (εάν δηλαδή δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά μέσα που να καθιστούν δυνατή την διακρίβωση του αδικήματος χωρίς να προσβάλλουν τόσο βαριά την προσωπικότητα του κατηγορουμένου)[28].

 

Με βάση τους ανωτέρω ερμηνευτικούς περιορισμούς μπορεί να θεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ ως συνταγματική; 

 

Με δεδομένο ότι ο νόμος απαιτεί τον περιορισμό της ανάλυσης στην αποκρυπτογράφηση εκείνων μόνο των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα του προσώπου, το ερώτημα που εγείρεται για τη συνταγματικότητά του δεν επικεντρώνεται στο αν η ανάλυση του DNA οδηγεί στην αποκρυπτογράφηση πληροφοριών πέραν εκείνων που χρησιμεύουν για την ταυτοποίηση του προσώπου (και  κατ΄ αυτό τον τρόπο προσβάλουν την αξία του ως ανθρώπου), αλλά αν αυτή καθ’ εαυτή η διαδικασία ταυτοποίησης του προσώπου μέσω της αναλύσεως του DNA προσβάλλει κατοχυρωμένα συνταγματικά του δικαιώματα 

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό και να προσδιορισθούν ακριβέστερα τα όρια εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι εν προκειμένω η έννοια της διαπίστωσης της ταυτότητας δεν σχετίζεται προς αυτή της λύσης των αμφιβολιών περί της ταυτότητας του κατηγορουμένου που προβλέπεται στο άρθρο 77 ΚΠΔ Στην περίπτωση του άρθρου 77 ΚΠΔ σκοπός της διάταξης είναι η βεβαίωση ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση ή στο  ακροατήριο είναι το διωκόμενο: αυτό στο οποίο αποδίδεται η πράξη και το οποίο έχει ονομασθεί στην ποινική δίωξη ή στην κλήτευση. Συνεπώς, δεν τίθεται εν προκειμένω εν αμφιβολία αν ο διωκόμενος έχει τελέσει την πράξη, αλλά εάν ο εμφανισθείς είναι ο διωκόμενος. Η σύγκριση του σκοπού των δυο διατάξεων φέρνει στο φως τη διαφορετική φύση τους: αν και οι δυο διατάξεις αποσκοπούν στην αποκάλυψη της αλήθειας, ο απαιτούμενος βαθμός προσέγγισης της αλήθειας είναι διαφορετικός σε κάθε περίπτωση. ‘Η ορθότερα: ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται δικαιικά αυτός ο βαθμός προσέγγισης είναι διαφορετικός. Στην περίπτωση του άρθρου 77 ΚΠΔ απαιτείται η απόλυτη ταύτιση διωκομένου-εμφανισθέντος.  Τα μέτρα που μπορούν αντίστοιχα να επιβληθούν είναι ο έλεγχος του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου δημόσιου βεβαιωτικού εγγράφου για την ταυτότητα του εμφανισθέντος και, αν αυτό δεν επαρκεί, η λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του και η σύγκρισή τους με τα σχετικά αρχεία που τηρούνται.  Αντιθέτως, στην περίπτωση του άρθρου 200Α ΚΠΔ αυτό που επιδιώκεται με την επιβολή του μέτρου είναι η πιστοποίηση της παρουσίας του κατηγορουμένου στον τόπο του εγκλήματος εν συγκρίσει με άλλα στοιχεία που έχουν συλλεγεί από τον τόπο αυτό[29]. Άρα, εν προκειμένω, κριτήριο για τον έλεγχο του εάν το μέτρο είναι απολύτως αναγκαίο για την διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη δεν μπορεί να είναι η απάλειψη κάθε αμφιβολίας για την παρουσία του κατηγορουμένου στον τόπο του εγκλήματος. Διαφορετικά το μέτρο της ανάλυσης του DNA θα επιβαλλόταν σε κάθε περίπτωση!

Η φιλελεύθερη δομή του ποινικού δικονομικού μας συστήματος που διέπεται από τις συνταγματικές αρχές της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της απαγόρευσης των βασανιστηρίων, του δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην προσωπική ασφάλεια, στη δίκαιη δίκη, διαμορφώνει ένα εννοιολογικό πλαίσιο που προσδιορίζει την ίδια την έννοια της αποκάλυψης της αλήθειας: ως τέτοια δεν νοείται η αποκάλυψη της αλήθειας με κάθε τρόπο, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας που δεν θα προσβάλλει τις αρχές αυτές μετατρέποντας τον κατηγορούμενο σε μέσο αποκάλυψης της αλήθειας[30]. Βάσει του πλαισίου αυτού, οι διωκτικές και δικαστικές αρχές δεν μπορούν να εξαναγκάσουν δια της βίας ή να εξαπατήσουν τον κατηγορούμενο έτσι ώστε να τον υποχρεώσουν να προβεί σε καταθέσεις ή πράξεις που τον ενοχοποιούν. Με άλλα λόγια, οι διωκτικές και δικαστικές αρχές δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν εκείνα τα μέσα (βία, απάτη) τα οποία καλούνται ακριβώς να κολάσουν.

Το θεμελιωμένο στις συνταγματικές διατάξεις ποινικό δικονομικό δίκαιο απαιτεί: α) το βάρος της απόδειξης για την ενοχή του  κατηγορουμένου να το φέρει η εισαγγελική αρχή, β) οι διωκτικές αρχές και δικαστικές αρχές να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, γ) οι διωκτικές και δικαστικές αρχές να σέβονται το εκ των άρθρων 2§1, 9, 20§1 Σ. εκπορευόμενο δικαίωμα του κατηγορουμένου στη μη αυτοενοχοποίησή του[31]. Οι αρχές αυτές φέρουν πάνω τους το ιστορικό στίγμα των καθεστώτων που επέβαλαν λειτουργικές αντιλήψεις για την αποκάλυψη της αλήθειας[32]. Οι συντάκτες των ευρωπαϊκών συνταγμάτων  λάμβαναν σοβαρά υπόψη τους και αυτό το ιστορικό παρελθόν (από το οποίο και οι ίδιοι δοκιμάσθηκαν) και το συγκριτικό πλεονέκτημα που αποδίδει στα συντάγματα αυτά από πλευράς νομιμοποίησης η κατοχύρωση αυτών των αρχών και δικαιωμάτων, ιδίως όταν ο φορέας τους είναι ταυτόχρονα και φορέας διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων (εξ’ ου και η καθιέρωση μια σειρά εγγυητικών θεσμών, όπως η παρουσία λαϊκών δικαστών κατά την εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων, η κατοχύρωση του πολιτικού ασύλου κλπ.). Με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα πρέπει να αντιμετωπίζει λοιπόν κανείς την επιβολή μέτρων που πλήττουν την προσωπικότητα ενός πολίτη, ο οποίος αν μη τι άλλο και μέχρι την απαγγελία της ενοχής του τεκμαίρεται αθώος.

Η αρχική αυτή προσέγγιση μας επιτρέπει να θέσουμε ορισμένα ειδικότερα ερωτήματα:

 

Είναι τελικά δυνατή η επιβολή του μέτρου χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου;

 

Eν προκειμένω η εισηγητική έκθεση του νόμου φαίνεται να διακρίνει μεταξύ του σταδίου της λήψεως του δείγματος από τον κατηγορούμενο και του σταδίου της αναλύσεως του δείγματος. Ενώ για το πρώτο στάδιο αναφέρει ότι ο τρόπος λήψεως θα κριθεί με βάση τις αρχές των άρθρων 2§1 και 5§3 Σ., φαίνεται να θεωρεί ουδέτερο το δεύτερο στάδιο της αναλύσεως, εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ εξαναγκασμού και υποχρεωτικότητας.  Βάσει των προαναφερθέντων, αυτή η διάκριση δεν υφίσταται. Δείγμα το οποίο έχει ληφθεί είτε δια της βίαιης απόσπασής του από τον κατηγορούμενο, είτε δια της εξαπατήσεώς του (π.χ. εάν το δείγμα αποσπάται από τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της φύλαξής του χωρίς αυτός να το γνωρίζει[33] ή εάν το δείγμα παραδίδεται στις διωκτικές αρχές από τον κατηγορούμενο χωρίς όμως αυτός να έχει προηγουμένως ενημερωθεί για τα δικαιώματά του και τις συνέπειες της πράξης του ή εάν ακόμα το παραδίδει για άλλο λόγο στις αρχές και αυτές το χρησιμοποιούν για την ανάλυση)  έχει ληφθεί παρά τον νόμο και κατά παράβαση των ανωτέρω συνταγματικών κανόνων και συνεπώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η αξιολόγησή του κατά την αποδεικτική διαδικασία.  Η αξιολόγηση αυτή ορθώς έχει ενταχθεί και στην §2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία δεν λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί παρανόμως[34], αλλά και στο νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα, όπου κατά την § 3 του άρθρου 19 απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού, αλλά και των άρθρων 9 και 9Α του Συντάγματος, ήτοι κατά παράβαση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοπροσδιορισμό[35]. 

 

Καταλήγουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα, εάν ο εξαναγκασμός του κατηγορουμένου δεν επιχειρείται μέσω της άσκησης βίας, αλλά με την θέσπιση  σχετικής νομίμου υποχρεώσεως του κατηγορουμένου και την απειλή κυρώσεων κατ’ αυτού (π.χ. με την υπαγωγή του στη διάταξη του άρθρου 232 Α ΠΚ[36]) ;

 

Ήδη ο σχετικός προβληματισμός έχει τεθεί και αναπτύχθηκε το επιχείρημα ότι η υποχρεωτική ανάλυση DNA δεν διαφέρει από την υποχρεωτική λήψη δείγματος αίματος ή δακτυλικού αποτυπώματος. Όμως, ο εξαναγκασμός σε λήψη δείγματος αίματος ακόμα και δια της απειλής ποινικής κυρώσεως όχι μόνο δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία μας, αλλά έχει κριθεί και ως αντίθετος στα άρθρα 5 και 8 της ΕΣΔΑ[37]. Παράλληλα, η ίδια η φύση της ανάλυσης του DNA, αλλά και ο επιδιωκόμενος δια της ανάλυσης στόχος διαφοροποιούν την συνταγματική αντιμετώπιση των γενετικών αποτυπωμάτων από αυτή των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Όπως ορθά επισημαίνεται στη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων οι κίνδυνοι που ενέχει η ανάλυση του DNA για την προσωπικότητα του δράστη διαφοροποιούν αναμφίβολα τις δυο μεθόδους έρευνας. Περαιτέρω, όμως πρέπει να τονισθεί ότι και πάλι από το σκοπό της έρευνας πηγάζει μια ακόμα σημαντικότερη διαφοροποίηση: οι διωκτικές αρχές όταν βρίσκουν δακτυλικά αποτυπώματα στον τόπο του εγκλήματος προβαίνουν στη σύγκρισή τους με τα ευρισκόμενα στο σχετικό αρχείο που τηρούν και εντοπίζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις υπόνοιες τους σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Νέα δείγματα λαμβάνονται από τον ύποπτο για την πιστοποίηση της ταυτότητάς του. Εν προκειμένω όμως, όπως ορθά έχει επισημανθεί στη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, δεν  επιτρέπεται η συγκρότηση βάσεως δεδομένων με γενετικά αποτυπώματα κατά τα πρότυπα του αρχείου των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Συνεπώς αν και στην περίπτωση της λήψεως δακτυλικών αποτυπωμάτων το μέσο συγκρινόμενο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και τους κινδύνους που ενέχει για την προσωπικότητα του υπόπτου δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν δυσανάλογο[38], στην περίπτωση της ανάλυσης του DNA η σχετική στάθμιση δεν καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα.

Με άλλα λόγια, σε κάθε περίπτωση που προσεγγίζουμε (κατά την θέσπιση, ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου) ένα μέτρο το οποίο περιορίζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη μη αυτοενοχοποίησή του θα πρέπει να προβαίνουμε στην στάθμιση του βαθμού αυτοενοχοποίησης που επιφέρει το μέτρο και των κινδύνων που ενέχει για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου  με τον επιδιωκόμενο από το μέτρο σκοπό και τα επιβαλλόμενα για την εκπλήρωση του σκοπού μέσα, υπό το φως των συνταγματικών κανόνων που διέπουν την ποινική δίκη.

Από τη λήψη του δακτυλικού αποτυπώματος (στην περίπτωση της οποίας η μη συμμόρφωση μπορεί να αποτελεί ποινικό αδίκημα) μέχρι τον ανιχνευτή της αλήθειας και τα βασανιστήρια (στην περίπτωση των οποίων η επιβολή αποτελεί ποινικό αδίκημα[39]) δεν έχουμε μια ευθεία γραμμή μέσων απόδειξης της αλήθειας όπου ο νομοθέτης ορίζει τα όρια του επιτρεπτού, του υποχρεωτικού  ή του κολάσιμου.

Εν προκειμένω, ούτε ο έμμεσος, δια της επιβολής ποινικών κυρώσεων, εξαναγκασμός του προσώπου σε λήψη δείγματος γενετικού υλικού μπορεί να δικαιολογηθεί, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος: το συνταγματικό πλαίσιο που διέπει την ποινική δίκη επιβάλλει στις διωκτικές αρχές  να προσκομίσουν οι ίδιες τις αναγκαίες αποδείξεις για την άρση των αμφιβολιών ως προς το γεγονός αυτό και να μην εξαναγκάζουν τον κατηγορούμενο να αυτοενοχοποιηθεί σχετικώς μέσω μια διαδικασίας που ενέχει κινδύνους για την προσωπικότητά του.

 

Μήπως όμως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και δη το δικαίωμα του στη μη αυτοενοχοποίηση δύναται να περιορισθεί λόγω της βαρύτητας των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ή λόγω της ιδιαίτερης απαξίας που έχει ο τρόπος ή τα μέσα τελέσεως του αδικήματος ή λόγω της σπουδαιότητας των προστατευόμενων δια της διατάξεως του άρθρου 200Α ΚΠΔ αγαθών ;

 

Η βαρύτητα του αδικήματος φαίνεται να μην επιδρά στην εφαρμογή του άρθρου 200Α  ΚΠΔ. Αδικήματα που επιφέρουν βαρύτερες ή τις ίδιες ποινές δεν έχουν ενταχθεί στο πεδίο της εφαρμογής του, όπως ι) κακουργήματα που στρέφονται κατά του πολιτεύματος, ανεξαρτήτως αν τελούνται από άτομα ή από οργανώσεις, αλλά δεν τελούνται με χρήση βίας- π.χ. η συνομωσία για εσχάτη προδοσία ή ιι) κακουργήματα που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο και τιμωρούνται με την ίδια ποινή πλην όμως τελούνται χωρίς χρήση βίας (π.χ. αρπαγή όταν τελείται δι’ απάτης ή απειλής). Αντίθετα έχουν ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής του εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, τα περισσότερα εκ των οποίων τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος (όπως η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ή η απατηλή επίτευξη συνουσίας ή η ασέλγεια μεταξύ συγγενών ή η παρά φύσιν ασέλγεια). Είναι νομίζω σαφές ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται ισχυρότερο δημόσιο συμφέρον για την αποκάλυψη του δράστη της συνομωσίας για εσχάτη προδοσία απ’ ότι για την αποκάλυψη του δράστη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, ήτοι αυτού που προβαίνει σε ασελγείς χειρονομίες ή ασελγείς προτάσεις[40]

Περαιτέρω, ούτε η ιδιαίτερη απαξία της χρήσης βίας σε βαθμό κακουργήματος αποτελεί το κριτήριο για την νομοθετική επιλογή εφαρμογής του άρθρου 200Α ΚΠΔ, καθώς με την ένταξη στο πεδίο εφαρμογής του και του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης, η ανάλυση DNA μπορεί να εφαρμοσθεί και επί εγκλημάτων κατά την τέλεση των οποίων δεν νοείται η χρήση βίας (όπως π.χ. τα εγκλήματα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης) εφόσον τελούνται ή επιδιώκεται η τέλεσή τους μέσω εγκληματικής οργάνωσης. Αντίθετα, η διάταξη δεν εφαρμόζεται όταν τα ίδια αδικήματα τελούνται ατομικά ή από ομάδα που δεν έχει τα χαρακτηριστικά οργάνωσης.

Πολύ δε περισσότερο το άρθρο 200Α ΚΠΔ μπορεί να εφαρμοσθεί και κατά μελών της εγκληματικής οργάνωσης που δεν έχουν συμμετάσχει με οποιονδήποτε τρόπο στην τέλεση κακουργήματος (με χρήση ή χωρίς χρήση βίας).

Αντίστοιχα, ενώ το άρθρο 200Α ΚΠΔ εφαρμόζεται στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας δεν εφαρμόζεται (ούτε μέσω του άρθρου 187§1 ΠΚ) στα εγκλήματα οικονομικής εκμεταλλεύσεως της γενετήσιας ζωής: έτσι π.χ. το άρθρο 200Α ΚΠΔ εφαρμόζεται στην ασέλγεια μεταξύ συγγενών, ή στην πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστη πράξη, αλλά όχι στη σωματεμπορία ή τη μαστροπεία, ούτε αν τελούνται μέσω οργάνωσης που έχει τα χαρακτηριστικά της διαρκούς και δομημένης δράσης [41] !!!

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ εν συνδυασμώ με τη διάταξη του άρθρου 187§1 ΠΚ εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεωτικής ανάλυσης DNA προστατευόμενα έννομα αγαθά με διαφορετική βαρύτητα, συγκρινόμενα ιδίως με την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του τεκμαιρόμενου ως αθώου κατηγορουμένου. Έτσι, μαζί με την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας τίθεται στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης και το προστατευόμενο δια του άρθρου 187§1 ΠΚ έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης[42], προσβολές κατά του οποίου σε όλα τα δίκαια θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας και τιμωρούνται σε μικρότερο βαθμό[43]. Ας αναλογισθούμε αντίστοιχα αν θα μπορούσε να νοηθεί επέκταση του πεδίου εφαρμογής του 200Α ΚΠΔ στα υπόλοιπα εγκλήματα που προσβάλλουν το ίδιο αγαθό (διατάραξη κοινής ειρήνης, διέγερση ή αντίσταση, απείθεια κλπ.). Ακόμα περισσότερα προβλήματα δημιουργεί το γεγονός ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 187§1 ΠΚ περιλαμβάνεται και η εγκληματική οργάνωση που επιδιώκει την τέλεση κατ’ έγκληση διωκόμενων κακουργημάτων (π.χ. ακούσια απαγωγή με σκοπό την ακολασία, κατάχρηση σε ασέλγεια, αποπλάνηση παιδιού).

 

ΙΙΙ. Μια σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου

 

Η διάταξη, όπως εν τέλει έχει διαμορφωθεί, δεν επιτρέπει συνεπώς να εξαχθεί ένα ασφαλές κριτήριο προστατευόμενου συνταγματικού αγαθού με το οποίο θα σταθμισθούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η πολλαπλότητα μάλιστα των κριτηρίων που ενέχονται στην διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ δεν επιτρέπει τον δια της σύμφωνης προς το Σύνταγμα ερμηνείας του νόμου περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως σε συγκεκριμένα μόνο εγκλήματα. Ο εφαρμοστής του νόμου δεν μπορεί από μόνος του να επιλέξει μεταξύ των κριτηρίων αυτών και να αποκλείσει π.χ. από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης όταν δεν τελείται με σκοπό το κέρδος  ή των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή ορισμένων εξ’ αυτών. Θα ήταν π.χ. δικαιολογημένη εν προκειμένω η μέσω απόφασης δικαστικού συμβουλίου διαφορετική αντιμετώπιση των κακουργημάτων με χρήση βίας (όπως π.χ. της βίας κατά μέλους πολιτικού σώματος με σκοπό την εκτέλεση, παράλειψη ή ανοχή πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά του) από τον βιασμό όταν τελείται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου; Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε και την αρχή της ασφαλείας του δικαίου και μάλιστα σε ένα τόσο κρίσιμο πεδίο όπως η προσβολή της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων υπεράσπισης του τεκμαιρόμενου ως αθώου κατηγορουμένου.

Σε τελευταία ανάλυση, μόνη ασφαλής από συνταγματικής απόψεως ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 200Α ΚΠΔ θα ήταν ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της στις εξής περιπτώσεις:

ι) Στην περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος ζητά την ανάλυση του DNA προς το σκοπό της υπερασπίσεώς του και ασκεί το υπερασπιστικό του δικαίωμα, η άσκηση του οποίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Το δείγμα που λήφθηκε κατ’ αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου για άλλα αδικήματα, παρά μόνο εάν αυτός συναινεί προς τούτο.

ιι) Στην περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος συναινεί στην ανάλυση του DNA, οπότε πρέπει να εξετάζεται αν η συναίνεση αυτή αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει ενημερωθεί για τις συνέπειες της συναινέσεως και για τα δικαιώματά του.  Εάν ο κατηγορούμενος δεν συναινεί στη λήψη του δείγματος δεν μπορεί να εξαναγκασθεί ή να εξαπατηθεί έτσι ώστε να αποκτηθεί το δείγμα. Σε κάθε περίπτωση η άρνηση του κατηγορουμένου να παράσχει δείγμα θα εκτιμηθεί από το δικαστήριο (αν και η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί από μόνη της να άρει τις αμφιβολίες για την τέλεση της πράξεως από τον κατηγορούμενο, όπως αντιστοίχως δεν μπορεί να τις άρει η άρνηση του να υποβληθεί σε οποιαδήποτε μέθοδο εξετάσεως που προσβάλλει την αξιοπρέπεια του).

ιιι) Κατά συνέπεια, εάν το δείγμα ληφθεί τυχαίως εν όψει άλλης υποθέσεως και τα γενετικά αποτυπώματα έχουν διατηρηθεί για τις ανάγκες της ποινικής δίκης ή η καταστροφή τους έχει αναβληθεί με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών, δεν μπορούν να συσχετισθούν με τα δείγματα που βρέθηκαν στον τόπο εκτέλεσης ετέρου αδικήματος για το οποίο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις τελέσεως του από τον κατηγορούμενο, παρά μόνο εάν το ζητεί ή συναινεί επ’ αυτού ο κατηγορούμενος[44].

 

Επίλογος του άρθρου δεν μπορεί να είναι παρά η επισήμανση των κινδύνων που παράγει για το ποινικό μας δίκαιο, αλλά και για το νομικό μας πολιτισμό, η τάση περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν όψει μιας «λειτουργικότερης» αντιμετώπισης οργανωμένων μορφών εγκλήματος. Σήμερα αναπτύσσεται και σε διεθνές επιστημονικό επίπεδο ένας έντονος, αν και όχι ακόμα (;) κρατούν, προβληματισμός μήπως το παραδοσιακό Ποινικό Δίκαιο έχει καταστεί δυσλειτουργικό και θα έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα άλλο, που δεν θα βασίζεται στον κολασμό πράξεων του παρελθόντος, αλλά στην  εξουδετέρωση των δομών που παράγουν το έγκλημα, που σημείο αναφοράς του δεν θα είναι πια η προσωπική ενοχή, αλλά η συλλογική ευθύνη[45]. Η τάση αυτή που έλκει την καταγωγή της από τους ποινικούς προβληματισμούς φασιστικών καθεστώτων[46]  δεν οδηγεί στην καταπολέμηση της μαφίας και της τρομοκρατίας, αλλά στην άρση της νομιμοποίησης του κράτους να προβαίνει στον κολασμό εγκληματικών οργανώσεων...

 


.


[1] Κατα αναλογική εφαρμογή των άρθρων 204 έως 208 ΚΠΔ θα πρέπει να θεωρηθεί ότι προβλέπεται συνεπώς α) η υποχρέωση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου να γνωστοποιήσει στον κατηγορούμενο και τον πολιτικώς ενάγοντα την σχετική διάταξή του για την επιβολή του μέτρου ανάλυσης του DNA και του κρατικού ή πανεπιστημιακού εργαστηρίου που διατάσσεται να διενεργήσει την ανάλυση, β)  η δυνατότητα του κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντα να διορίσουν με δικές του δαπάνες και μέσα στην προθεσμία που τάσσεται από το δικαστικό συμβούλιο μέχρι δυο τεχνικούς συμβούλους, που επιλέγονται μεταξύ όσων έχουν την ικανότητα να  διοριστούν σύμφωνα με το νόμο πραγματογνώμονες στη συγκεκριμένη περίπτωση, γ) η υποχρέωση του κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντα να ειδοποιήσουν εγγράφως το δικαστικό συμβούλιο για το διορισμό του τεχνικού συμβούλου. Η διεξαγωγή της ανάλυσης δεν εμποδίζεται όμως από τη μη εμπρόθεσμη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος. Εκείνος που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την ανάλυση και να λαμβάνει υπόψη του όλα τα δεδομένα και γενετικά υλικά τα οποία λαμβάνει υπόψη του και το πραγματοποιoύν την ανάλυση εργαστήριο ή να ζητεί πληροφορίες στις περιπτώσεις που δικαιούται και το εργαστήριο κατ’αναλογική εφαρμογή του άρθρου 196 ΚΠΔ. Επίσης μπορεί να ζητήσει και να λάβει με δαπάνες του κατηγορουμένου αντίγραφα της έκθεσης ανάλυσης και των στοιχείων που τη συνοδεύουν. ΄ Εχει το δικαίωμα επίσης με γραπτή αίτησή του να ζητήσει από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο να του επιτρέψει να προβεί σε δική του ανάλυση, μεριμνώντας όμως ώστε να μην προκληθεί καθυστέρηση στην ανάκριση από την εξέταση αυτή. Το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αμετάκλητα για την αίτηση και, αν τη δεχτεί, ορίζει το χρόνο και τον τόπο της εξέτασης και έναν ή περισσότερους από τους πραγματογνώμονες του κρατικού ή πανεπιστημιακού εργαστηρίου που διενήργησε την ανάλυση ή έναν ανακριτικό υπάλληλο ή ένα δικαστή για να παρευρεθούν κατά την εξέταση αυτή. Ο τεχνικός σύμβουλος παραδίδει τις γραπτές του παρατηρήσεις για την ανάλυση που διενεργήθηκε, είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του κατηγορουμένου, στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και συντάσσεται χωριστή έκθεση. Η παράδοση πρέπει να γίνει το αργότερο τρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο που ορίζεται στην κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Εαν ο τεχνικός σύμβουλος διορίστηκε στο ακροατήριο οφείλει να αναπτύξει τις παρατηρήσεις του αμέσως μετά την έκθεση αναλύσεως. Σχετικά τηρούνται αναλογικά οι διατυπώσεις του άρθρου 198 ΚΠΔ.

[2] Αρχικώς το σχέδιο νόμου δεν περιείχε αυτή τη διάταξη που παρέχει το δικαίωμα στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα να ζητήσουν την επανάληψη της ανάλυσης, προφανώς ακόμα και όταν η ανάλυση αποβεί αρνητική. Από την γραμματική διατύπωση της διατάξεως, αλλά και κατ’εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, προκύπτει ότι το δικαίωμα περιορίζεται στην επανάληψη της ανάλυσης και όχι στην επανάληψη της λήψης του δείγματος.

[3] Η αρχική διάταξη στο σχέδιο νόμου προέβλεπε ότι  το υλικό διατηρείται μόνο αν καταδικασθεί ο κατηγορούμενος.

[4] Με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 187 όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1 ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Για τα όρια εφαρμογής της νεας διάταξης βλ. Α.Τζανετη Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατά το νεο άρθρο 187 ΠΚ, ΠοινΧρ 2001 σ. 1019, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ν.2928/2001 «για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ΠοινΔικ 2001 σ. 694-5

[5] Από τη διάταξη αυτή προκύπτει κατ’αρχάς ότι δεν στοιχειοθετείται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης όταν από δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα άνω των τριων ατόμων επιδιώκεται η διάπραξη πλημμελημάτων που προβλέπονται στα ανωτέρω άρθρα του ΠΚ (π.χ. ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις παραχαράξεως –άρθρο 207 ΠΚ, ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις κυκλοφορίας παραχαραγμένου νομίσματος ή κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος όταν ο κυκλοφορών ή αντιπρόσωπός του είχε δεχθεί το νόμισμα ως γνήσιο –άρθρο 208 §1 εδαφ.β και §2, πλαστογραφία όταν το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος ή η βλάβη τρίτου δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 5.000.000 δραχμών αν το εγκλημα τελείται κατ’ επάγγελμα -άρθρο 216 §§1,2 ΠΚ, κατάχρηση ενσήμων, καθώς και κατασκευή μέσων, σκευών ή εργαλείων προς το σκοπό της τέλεσης του αδικήματος της πλαστογραφίας ενσήμων –άρθρο 218 §§2,3 ΠΚ, ψευδής βεβαίωση ή νόθευση ή καταστροφή ή βλάβη ή υπεξαγωγή δημοσίου εγγράφου όταν το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος ή η βλάβη τρίτου δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών – άρθρο 242§§ 1,2,4 ΠΚ, εμπρησμός ή πλημμύρα ή πρόκληση ναυαγίου ή διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοιων και αεροσκαφών εφόσον τελούνται εκ προθέσεως και δια της πράξεως δεν δύναται να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή δεν επήλθε θάνατος –άρθρα 264, 268, 277, 291 ΠΚ,  βαρεια σωματική βλάβη εάν το παραχθέν αποτέλεσμα δεν εσκοπείτο από τον δράστη –άρθρο 310 ΠΚ, αρπαγή ανηλίκου άνω των δεκατεσσάρων ετών ή από ανιόντα – άρθρο 324§§1,2 ΠΚ,  ακούσια απαγωγή όταν δεν διαπράττεται με σκοπό την ακολασία –άρθρο 327 ΠΚ,  αποπλάνηση ανηλίκου άνω των 13 ετών -άρθρο 339 §1 στ. γ ΠΚ, υπεξαίρεση πλην της περιπτώσεως της § 2 του άρθρου 375 ΠΚ, εκβίαση αν η πράξη δεν τελέσθηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής –άρθρο 385 § 1 στ. β και γ ΠΚ, απάτη ή απάτη με υπολογιστή εκτός εαν διαπράττονται κατ’επάγγελμα ή κατά συνήθεια –§1 άρθρων 386, 396Α ΠΚ κλπ.)

[6]  Τέλος με την παράγραφο 4 του άρθρου 187 η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της οργάνωσης της παραγράφου 1 ή της συμμορίας της παραγράφου 3 ή η επιδίωξη οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους των μελών τους συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις. Η μη τέλεση οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 συνιστά ελαφρυντική περίσταση. Η απλή ψυχική συνέργεια στα εγκλήματα της συγκρότησης ή συμμετοχής κατά την παράγραφο 1 ή της συμμορίας κατά την παράγραφο 3 δεν τιμωρείται εφόσον τα μέλη της οργάνωσης ή συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.

[7] Όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως δημιουργεί πάντως περισσότερα προβλήματα, απ’όσα επιλύει.

[8] για μια κριτική προσέγγιση των οποίων βλ. Δ.Σπυράκου, Η συσχέτιση και ο συνδυασμός προσωπικών δεδομένων για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΧρ 2001 σ.1030 επ., Θ. Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν.2928/2001, ΠοινΧρ 2001 σ. 1022 επ., Θ. Σάμιου, Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων ΠοινΧρ 2001 σ 1034 επ.

[9]  βλ. και Σάμιο, ο.π. σ. 1035

[10] εν αντιθέσει με τις προαναφερθείσες ειδικές ανακριτικές πράξεις (άρθρα 20 §1, 29§1 της Σύμβασης), αν και οι πράξεις της άρσης του απορρήτου και της συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν αναφέρονται ρητά στη Σύμβαση.

[11] για τα προβλήματα και τις αντιφάσεις αυτής της νομοθετικής επιλογής βλ. Α.Τζαννετη, ο.π. σ 1016-1017, Χ. Παπαχαραλάμπους, Το Σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το Οργανωμένο Εγκλημα: «aberratio ictus» με ανυπολόγιστες «παράπλευρες ζημιές», ΠοινΔικ 2001 σ.285 επ.. Για τον προβληματισμό γύρω από την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος βλ.  Ν. Λίβου, Οργανωμένο έγκλημα. Εννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του σε Πρακτικά του Ζ’Πανελλήνιο Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, Αθήνα 2000 σ. 31 επ., Α.Κωστάρα, εννοια, τυποποίηση και προβληματική των κυρώσεων του οργανωμένου εγκλήματος στο ίδιο σ.71 επ., καθώς και την κρίσιμη παρέμβαση της Μ.Καϊαφα-Γκμπάντι, στο ίδιο σ.195-197.

[12] παρ΄ότι στόχος του νόμου κατά την εισηγητική του έκθεση δεν είναι η δίωξη του επαναστατικού φρονήματος, γι’αυτό και δεν επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής του σε πράξεις υποστήριξης, διευκόλυνσης ή παρασιώπησης εγκλημάτων, η αναγωγή σε αυτοτελές έγκλημα και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος των προπαρασκευαστικών πράξεων (π.χ. του σχεδιασμού) του εγκλήματος εντάσσει την ποινική καταστολή σε ένα χώρο όπου τα όρια μεταξύ πράξεως και εκδήλωσης του φρονήματος είναι δυσδιάκριτα. Σην περίπτωση άλλωστε της εγκληματικής οργάνωσης, που αποτελεί διαρκές και συμμετοχικό έγκλημα, η εφαρμογή της πάγιας νομολογίας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία στην έννοια της συνέργειας υπάγεται και η ψυχική συνέργεια (βλ ενδεικτικά ΑΠ 719/2001, 747/2000) οδηγεί σαφώς σε φρονηματικές διώξεις.  

[13] βλ. σχετικά Κ.Σπινέλλη, Η Σύσταση Νο R (92) 1 για τη χρήση ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις ; ΠοινΧρ 2001 σ.286 επ.

[14] εντασσόμενη στο σχετικό τμήμα που καθορίζει τη μορφή του Πολιτεύματος  βλ. σχετικά Π.Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα τ. Β Αθήνα-Κομοτηνή 1991 σ.1135

[15] Κατά την εισηγητική έκθεση όμως αυτή η άσκηση εξαναγκασμού δεν συνέχεται με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ρύθμισης κατά την οποία η ανάλυση του DNA μπορεί να διαταχθεί και χωρίς την συναίνεση του κατηγορουμένου

[16] ο χρησιμοποιούμενος όρος «ανάμιξη» δεν είναι ακριβής. Αν η Αρχή με τον όρο αυτό θεωρεί ότι το μέτρο δύναται να επιβληθεί όχι μόνο στα πρόσωπα τα οποία έχουν υποπέσει στην τέλεση συγκεκριμένου αδικήματος (με όποιο τρόπο και αν συμμετέχουν στην τέλεση αυτού του αδικήματος), αλλά και σε όσους «αναμειγνύονται» στην προπαρασκευή της τελέσεως, με την καθιέρωση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης ήδη η ποινική καταστολή έχει εισέλθει στον τομέα της προπαρασκευής του εγκλήματος και δη υπό την πιο ευρεία της έννοια. Παρακάτω εξετάζεται αν αυτή η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του μέτρου της ανάλυσης DNA συμβαδίζει με την αρχή της αναλογικότητας.

[17] Πλην όμως κατά τη μειοψηφία της Επιτροπής, το μέτρο θα μπορούσε να επιβληθεί και χωρίς την συναίνεση του κατηγορουμένου, εαν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα και το μέτρο διατάσσεται από δικαστικό συμβούλιο.

[18] Με δεδομένο ότι δια του υπερασπιστικού αυτού όπλου μπορεί να αποκλεισθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, η διενέργεια της αναλύσεως θα πρέπει να θεωρηθεί ως κατοχυρωμένο υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου σύμφωνα με το προβλεπόμενο στο άρθρο 20§1 Σ. δικαίωμα δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί η δυνατότητα του κατηγορουμένου να ζητήσει την ανάλυση του DNA του και την σύγκριση του με τα σχετικά δείγματα που περιέχονται στη δικογραφία, ακόμα και αν το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται δεν είναι από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 200Α ΚΠΔ. Αλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠΔ στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται η χρήση κάθε είδους αποδεικτικών μέσων.

[19] Αν και δεν ορίζεται ρητά στο ν. 2928/01 θα πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ότι το κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο που αναλαμβάνει την ανάλυση θα πρέπει να έχει εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Δεν θα ήταν επιτρεπτή η διενέργεια της αναλύσεως από εργαστήριο της αστυνομίας.

[20] Είναι γνωστό ότι σε όχι και τόσο παλαιότερες εποχές κατηγορήθηκαν αστυνομικά όργανα ότι τοποθέτησαν ενοχοποιητικά στοιχεία για την κατασκευή δραστών υποτιθέμενων αδικημάτων και την παραγωγή αστυνομικού έργου (π.χ. ναρκωτικών στην υπόθεση Ιατροπούλου ή όπλων στην υπόθεση Μπαλάφα). 

[21] Για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην ποινική δίκη  βλ. Θ.Δαλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού 1993 σ.  ****, Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης 1994 σ.244, Ν.Λίβου, Η δικονομική θέση των καθ’ών υφίστανται υπόνοιες, ΠοινΧρ ΜΕ σ. 116. 

[22] Για το ότι η διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που το πρόσωπο σε βάρος του οποίου επιβάλλεται το μέτρο έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου κατ’άρθρο 72 ΚΠΔ βλ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ν.2928/01 ο.π. σ. 697

[23] Σάμιος, ο.π. σ. 1037, Α. Καρράς, Κριτική επισκόπηση της ποινικής δικονομικής νομολογίας του Αρείου Πάγου των ετών 1999-2000 ΠοινΧρ 2000 σ.967, Δαλακούρα, Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις, ο.π. σ.1024. Το γεγονός, βέβαια, αυτό δεν έχει αποτρέψει μέχρι σήμερα την άκριτη επιβολή ακριβώς αυτών των επαχθών μέτρων δικονομικού καταναγκασμού.

[24] Σπυράκος, ο.π. σ. 1032, Σάμιος, ο.π. 1037

[25] επίσης παρ’ότι δεν αναφέρεται ρητώς στο άρθρο 200Α ΚΠΔ κατά της διατάξεως του δικαστικού συμβουλίου επιτρέπεται έφεση κατ’εφαρμογή των άρθρων 305 επ. ΚΠΔ

[26] ορθά επισημαίνεται από τον Σάμιο,ο.π. σ.1038 ότι η προβλεπόμενη ειδική αιτιολογία πρέπει να ερμηνεύεται ως ειδική και εμπεριστατωμένη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 139 ΚΠΔ

[27] αυτή είναι και η μόνη εύλογη ερμηνεία του εξαιρετικά ασαφούς όρου της «εξαιρετικής περίπτωσης»

[28] βλ. και Σάμιο, ο.π. σ. 1041

[29] ορθά συνεπώς το επιβαλλόμενο μέτρο χαρακτηρίζεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου ως είδος πραγματογνωμοσύνης

[30] βλ. σχετικά Φ.Βασιλόγιαννη, Σκέψεις για το δικαίωμα του υπόπτου στη μη αυτοενοχοποίησή του, Ισοπολιτεία Απρίλιος 2000 σ. 109 επ., Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ν.2928/01 ο.π. σ. 696 επ.

[31] Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται ρητώς και στο άρθρο 14§3 περ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με τον ν.2642/97. Βλ. για τη σχετική συζήτηση ως προς την συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος Βασιλόγιαννη, ο.π. σ. 116

[32] και που βασίζονταν στη γνωστη αντίληψη ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Οι αντιλήψεις αυτές επανέρχονται σήμερα στο προσκήνιο. Χαρακτηριστική είναι η πρόθεση της αμερικανικής κυβερνήσεως να επιβάλει ολίγα βασανιστήρια στους υπόπτους για την αποκάλυψη των δραστών της 11ης Σεπτεμβρίου ή –πιο υποκριτικά- να τους εκδόσει σε σύμμαχες της χώρες που δεν τρέφουν ενδοιασμούς για την υπέρβαση των σχετικών απαγορεύσεων.

[33] ας αναλογισθούμε π.χ. την περίπτωση όπου ο συλληφθείς κρατούμενος ζητά ένα ποτήρι νερό και εν συνεχεία τα δείγματα από το σάλιο του χρησιμοποιούνται προς ανάλυση DNA. Eαν αυτό θεωρείτο επιτρεπτό ο κατηγορούμενος για να μην αυτοενοχοποιηθεί κατά τη διάκρεια της φύλαξής του θα έπρεπε να αναστείλει το σύνολο των βιολογικών του λειτουργιών. Παρόμοιο βασανιστήριο ούτε τα πιο ανελεύθερα καθεστώτα δεν έχουν σκεφθεί.

[34] Σε κάθε περίπτωση η άσκηση βίας ενάντια στον κατηγορούμενο ή η εξαπάτησή του θα οδηγούσε και σε ευθεία παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του και συνεπώς θα επέφερε απόλυτη ακυρότητα των σχετικών διαδικαστικών πράξεων κατ’αρθρο 171§1 στ. δ ΚΠΔ

[35] βλ. για το σχετικό προβληματισμό Γ.Καμίνη, Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων, Αθήνα-Κομοτηνή 1998 σ. 232, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 1993 σ.610, Γ.Κατρούγκαλου-Δ.Σαραφιανού, Θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες σε Γ.Παπαδημητρίου (επιμ.), Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών, Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ. 83 επ., Π.Δόνου, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας του πολίτη από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και της αντίστοιχης ανεξάρτητης αρχής, σε Γ.Παπαδημητρίου, ο.π. σ. 109 επ.,

[36] βλ. σχετικά Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ν.2928/01, ο.π. σ. 697. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του (…) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους

[37] βλ και Σπινέλλη, ο.π. σ.286, Συμεωνίδου, Ο ν.2928/01 ο.π. σ. 697

[38] και συνεπώς η άρνηση συμμόρφωσης σε σχετική διαταγή θα μπορούσε να υποβληθεί σε ποινική κύρωση (π.χ. του άρθρου 169 ΠΚ). Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν εν’όψη του τεκμηρίου αθωότητας είναι επιτρεπτή και η άσκηση βίας για τη λήψη δακτυλικού αποτυπώματος. Για το σχετικό προβληματισμό βλ. Βασιλόγιαννη,ο.π. σ. 104, αντίθετα Α. Μάνεση, Ατομικές ελευθερίες σ.183, Δαγτόγλου, ο.π. τ.1 σ.248

[39] άρθρο 137Α ΠΚ

[40] βλ. αντίστοιχους προβληματισμούς εν σχέσει με την συζητούμενη στα όργανα της Ε.Ε. απόφαση περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας, Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ΠοινΔικ 2002 σ. 60

[41] είναι χαρακτηριστικό ότι το αδίκημα της σωματεμπορίας δεν εντάσσεται στα αδικήματα, η οργανωμένη επιδίωξη των οποίων στοιχειοθετεί την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης κατ’ άρθρο 187§1 ΠΚ, παρ’ότι η σωματεμπορία αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικότερες μορφές διεθνώς διαπλεκόμενου εγκλήματος (εν αντιθέσει π.χ. με την πλαστογραφία ενσήμων…). Προφανώς αυτό συμβαίνει λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα του αδικήματος στον ελληνικό ποινικό κώδικα. Πρόκειται για μια αντίφαση που αναδεικνύει την (αν μη τι άλλο) εσφαλμένη νομοθετική επιλογή του ν.2928/01 και θέτει ερωτήματα για την αναπαραγωγή σωβινιστικών αντιλήψεων στην ελληνική ποινική νομοθεσία.

[42] ή της πολιτειακής εξουσίας που πλήττεται ή/και τίθεται υπό αμφίσβητηση από την ύπαρξη μιας άλλης υπο-εξουσίας (αυτής της δομημένης και με διαρκή δράση οργάνωσης που αποσκοπεί στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου οφέλους με κάθε έκνομο τρόπο. Βλ. σχετικά Κωστάρας,ο.π. σ. 84, Τζανετής, ο.π. σ. 1017, Συμεωνίδου- Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ο.π. σ. 63, 66-7, Χ. Παπαχαραλάμπους, Το ποινικό δίκαιο του «εχθρού»: Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τρομοκρατία και έκτακτη αντιτρομοκρατική νομοθεσία στις ΗΠΑ, ΠοινΔικ 2002   σ. 193

[43] βλ. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Ο ορισμός της τρομοκρατίας, ο.π  σ.66-67

[44] Ορθά επισημαίνεται από την Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο ν.2928/01 ο.π. σ. 698 ότι δεν είναι δυνατή αρχειοθέτηση των δειγμάτων για εξιχνίαση αδικήματος για το οποίο δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το τέλεσε ο δότης του δείγματος

[45] Βλ. σχετικά Th. Weigend, Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου, σε Πρακτικά του Ζ’Πανελλήνιο Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, Αθήνα 2000 σ. 3, 9. (υπογρ. δικές μου)

[46] βλ. Ι. Μυλωνά, Σχετικά με τον όρο «ογρανωμένο έγκλημα», σε Πρακτικά του Ζ’Πανελλήνιο Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, Αθήνα 2000 σ. 221

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους