Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Το μετέωρο βήμα. Από τον συνταγματικό εγγυητισμό στον ρεαλισμό της κρίσης. σε Α.Κεσσόπουλου, Κ Παπαπαντολέοντος, Μ.Τσαπόγα, Δ.Χριστόπουλου (επιμ), Για τον Νίκο Αλιβιζάτο 19+1 κείμενα, Εκδόσεις Ποταμός 2021

Είναι πάντοτε ιδιαίτερα χρήσιμο να επιστρέφει κανείς στη διδακτορική διατριβή του Νίκου Αλιβιζάτου (Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση,εκδ. Θεμέλιο1983) για να προσεγγίζει τις σύγχρονες θεσμικές μεταλλαγές, έχοντας πλήρη γνώση της θεσμικής ιστορίας της χώρας. ‘Όχι μόνο γιατί αντλεί πλούσιο υλικό, αλλά γιατί έχει ως οδηγό του μια πολύ σωστή ανάλυση των διαφορετικών μορφών που έλαβαν οι θεσμικές κρίσεις στην Ελλάδα πριν και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δυο είναι πράγματι οι αιτίες των θεσμικών κρίσεων: αφενός οι πολιτικές κρίσεις (αλλά και οι κρίσεις του κράτους με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τον εμφύλιο, αλλά και τον εθνικό διχασμό) που οδηγούν συχνά σε επιβολή καθεστώτων έκτακτης ανάγκης (χωρίς καν να τηρούνται οι συνταγματικοί όροι για την επιβολή τους), αλλά και αφετέρου η ανάδειξη νέων κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία δύσκολα μπορούν να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων που αποτυπώνουν ένα προηγούμενο κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Οι διεθνείς τάσεις της μεταλλαγής του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της οργάνωσης της παραγωγής με την κυριαρχία του ταιηλορικού/φορντικού μοντέλου, οι μετασχηματισμοί της αγροτικής παραγωγής, ο πολλαπλασιασμός της εργατικής τάξης,  η ανάδειξή της ως υποκειμένου κοινωνικών διεκδικήσεων και πολιτικών αλλαγών, η παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης, στη συνέχεια δε η ανάδειξη του φασιστικού φαινομένου διαμορφώνουν νέες συνθήκες που σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των ιμπεριαλιστικών πολέμων (μικρασιατική καταστροφή) οξύνουν τις αντιφάσεις του τρόπου με τον οποίο δομείται και οργανώνεται η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα με πολλαπλές συνέπειες στον τρόπο συγκρότησης των κοινωνικών συμμαχιών, των πολιτικών μπλοκ, των ιδεολογικών προταγμάτων. Παράγεται έτσι ένα πεδίο έντασης μεταξύ των συνταγματικών διατάξεων του 1864/1911 (αλλά και των 1927[1] και 1952) με τις αναβαθμισμένες λειτουργίες που απαιτούσε η κρατική ρύθμιση της οικονομίας και της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων στα πλαίσια του μεσοπολεμικού και μετεμφυλιακού κράτους. Οι λαϊκές διεκδικήσεις διαμόρφωσαν μέσα σε αυτά τα πλαίσια  νέους όρους κοινωνικών συμβιβασμών που αποκρυσταλλώθηκαν και σε συνταγματικές διατάξεις το 1975 (κυρίως με την εισαγωγή πληθώρας κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και με την ευρύτερη κατοχύρωση συλλογικών πολιτικών δικαιωμάτων),  αποτέλεσαν όμως ταυτόχρονα και παράγοντα κρίσης του οικονομικού μοντέλου, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έλαβε η κρίση του 1973/1979. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, όπως και σε άλλες χώρες, ο φόβος που παρήγαγε η παρουσία των λαϊκών μαζών στο πολιτικό επίπεδο (που προς στιγμήν φαινόταν να διακυβεύει ακόμα και την κρατική ενότητα) κατέπεισε το σύνολο των τμημάτων της άρχουσας τάξης ότι μόνο με την επιβολή ρυθμίσεων κοινωνικής καταπίεσης και πολιτικού αποκλεισμού, μπορεί να επανέλθει μια ισορροπία. Ισορροπία τρόμου που έθετε διαρκώς υπό αμφισβήτηση το πώς θα καταστεί δυνατή η ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών στο πολιτικό/κομματικό σύστημα και οδήγησε  εν τέλει σε αυταρχικά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης. Το πώς μέσα σε αυτά τα πλαίσια η πολιτική διάβρωση των συνταγματικών διατάξεων, είτε με την διαμόρφωση ενός παρασυντάγματος, είτε με τη διαρκή παραβίαση και ανασημασιοδότησή τους άνοιγε τις πύλες για την επιβολή τέτοιων καθεστώτων αναδεικνύεται ανάγλυφα στη διατριβή του Νίκου Αλιβιζάτου. Η ανοχή αυτών των παραβιάσεων από την νομολογία και από μεγάλο τμήμα της θεωρίας παρήγαγε ένα συνταγματικό μιθριδατισμό, τα όρια του οποίου ήταν η Δικτατορία Μεταξά και η Απριλιανή Χούντα με την εφαρμογή του παρασυνταγματικού πλέγματος κανόνων ακόμα και εναντίον των ίδιων των εμπνευστών αυτού του πλέγματος[2].

 Η χρεωκοπία της δικτατορίας άνοιξε το δρόμο για να ενταχθεί θεσμικά η χώρα στα κοινωνικά κράτη δικαίου, μετά δε το 1981 (ήτοι όταν σε ΗΠΑ και Μ.Βρετανία ήδη επέλαυνε ο νεοφιλελευθερισμός) να διαμορφωθούν οι συνθήκες για την νομοθετική αποτύπωση δομών  παρεμβατικού κεϋνσιανού κράτους (από την αναμόρφωση του συνδικαλιστικού δικαίου και του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος μέχρι την κατοχύρωση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στους μισθούς και του πανεπιστημίου των ομάδων). Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι τόσο νομοθετικά, όσο και συνταγματικά, δεν παρέμεναν αναχρονιστικοί θεσμοί και διατάξεις, τις οποίες άλλωστε αντιπάλεψε ο Νίκος Αλιβιζάτος τόσο με θεωρητικό σθένος, όσο και με συγκεκριμένες προτάσεις (για να αναφέρω ενδεικτικά και μόνο το διαχωρισμό εκκλησίας/κράτους ή τη θέση των ενόπλων δυνάμεων).

Αυτή την αναντιστοιχία θεσμικού πλαισίου και σύγχρονων κοινωνικών μεταλλαγών μπορούμε να την παρατηρήσουμε και τις τελευταίες δεκαετίες με το πέρασμα από την κεϋνσιανή στην νεοφιλελεύθερη ρύθμιση. Ρύθμιση που δεν αποτυπώνει πλέον την ισχύ, αλλά την ήττα των λαϊκών διεκδικήσεων. Οι κατακτήσεις μιας προηγούμενης περιόδου, τόσο οι οικονομικές, όσο και οι θεσμικές, αντιμετωπίζονται ως στρεβλώσεις της αγοράς εργασίας, που εμποδίζουν την κινητικότητα του κεφαλαίου. Οι διεργασίες αυτές, στις οποίες ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν διεθνείς θεσμοί, όπως η Ε.Ε., ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, ακόμα και οι οίκοι αξιολόγησης, είναι αδύνατον να συντελεσθούν χωρίς μια ορισμένη αλλαγή των κυρίαρχων ιδεολογικών συνόλων. Από το "δημοκρατικό" υποσύνολο-έγκληση μιας ισορροπίας των κοινωνικών εταίρων στο "φιλελεύθερο" που παραπέμπει στην ισορροπία της ατομικής διαπραγμάτευσης. Από τα κοινωνικά δικαιώματα-κατακτήσεις (έστω και ατελείς) των λαϊκών στρωμάτων στις καθολικές υπηρεσίες που προσφέρονται έναντι ανταλλάγματος. Από τη "συναίνεση κοινωνικών εταίρων" στην "τεχνοκρατία-αξιοκρατία". Από τα κόμματα ως κυρίαρχους πολιτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, στους "ειδικούς", την κρατική διοίκηση, τα Μ.Μ.Ε

Ταυτόχρονα εμφανίζεται ως δομικό στοιχείο και η αυταρχική θωράκιση του καθεστώτος  από τους λαϊκούς αγώνες που ήταν ο παράγοντας κρίσης του προηγούμενου μοντέλου. Αυταρχική θωράκιση που συνδυάζει την οικοδόμηση ενός τεράστιου πλέγματος κατασταλτικών εξουσιών με  την υποβάθμιση εκείνων των θεσμικά κατοχυρωμένων μορφών που υλοποιούσαν μια ορισμένη αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος (συνδικάτα, πρόνοια, κοινωνικές οργανώσεις), αλλά και την ακύρωση μιας σειράς δημοκρατικών δικαιωμάτων (συλλογικών δικαιωμάτων δράσης και οργάνωσης, αλλά και ατομικών εγγυήσεων διαμόρφωσης κριτικής στάσης) που εγγυόνταν την δυνατότητα  πολιτικής παρουσίας λαϊκών  στρωμάτων στο πολιτικό προσκήνιο. Στο εσωτερικό μάλιστα αυτής της κίνησης παρουσιάσθηκαν συγκεκριμένες ιδεολογικές μετατοπίσεις από την ακύρωση δικαιωμάτων στο όνομα της υπεράσπισης άλλων υπέρτερων δικαιωμάτων (ακύρωση ελευθεριών στο όνομα της ελευθερίας) στην ακύρωση ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας. Δίπλα και παράλληλα στους ποινικούς κώδικες και την ποινική δικονομία –που περιείχαν συγκεκριμένες εγγυήσεις για τον κατηγορούμενο- συγκροτήθηκε ένα ειδικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος (ένας πάρα-ποινικός κώδικας και μια πάρα-δικονομία, ακόμα και ένας πάρα-σωφρονιστικός κώδικας)  που αίρουν αυτές τις εγγυήσεις (από τον κατηγορούμενο περνάμε στον ύποπτο, από την καταπολέμηση της πράξης στην καταπολέμηση της πρόθεσης, από την ατομική ευθύνη στη συλλογική). Αυτό το ποινικό δίκαιο του εχθρού που αρχικά καθιερώθηκε ως «εξαιρετικό» δίκαιο απευθυνόμενο σε συγκεκριμένες μόνο ομάδες (και που φυσικά κατατρομοκρατούσε όλη την κοινωνία) άρχισε σιγά-σιγά να διαβρώνει όλο το ποινικό σύστημα. Όλη αυτή η διαδικασία συνδυάσθηκε όχι απλά με αναβαθμισμένες μεθόδους αστυνομικής καταστολής, αλλά κυρίως με την εμπέδωση πρακτικών πειθάρχησης που καλύπτει τόσο τον δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό χώρο (κάμερες στους δρόμους-κάμερες στους χώρους δουλειάς), καθώς και τη χρήση νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν την ένταση του φακελώματος και της παρακολούθησης (καταγραφή βιομετρικών στοιχείων, διακρατικές μεταφορές προσωπικών δεδομένων). Διαμορφώνεται δηλαδή ένα πεδίο έντασης μεταξύ των κατοχυρωμένων συνταγματικών ελευθεριών και των μέτρων στα οποία καταφεύγουν οι κυβερνήσεις για να προωθήσουν την νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Αυτό όμως δεν σημαίνει-αντίθετα μάλιστα- ότι δεν διαμορφώνονται και νέες συνθήκες οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών. Νέα κοινωνικά στρώματα γεννιούνται από το βάθεμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και επωφελούνται από κρατικές και υπερεθνικές επιδοτήσεις, αλλά και από την πολιτική του σκληρού νομίσματος, ενώ ταυτόχρονα ευρύτερα λαϊκά στρώματα προσδένονται στο άρμα του συνασπισμού εξουσίας με την καθολική επέκταση της χρήσης των νέων τεχνολογιών και των χρηματιστικών προϊόντων (μεταξύ αυτών και η επιδότηση της ζήτησης μέσω του δανεισμού, βασικός μηχανισμός λειτουργίας και απόσβεσης των εντάσεων στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού). Στα πλαίσια αυτά, η νομιμοποίηση τείνει να γίνεται ολοένα και περισσότερο τεχνοκρατική, να εξαρτάται όλο και περισσότερο από την αποτελεσματικότητα των οικονομικών παρεμβάσεων του κράτους, παρά από τη δημοκρατικότητα των επιλογών του. Το νεοφιλελεύθερο κράτος βρίσκεται σε μια διαρκή ένταση με τις συνταγματικές αρχές που το διέπουν και υποχρεώνεται πολλές φορές είτε να τις ανασημασιοδοτήσει μέσω κυρίως της νομολογίας, είτε να τις παρακάμψει μέσω των υπερεθνικών ολοκληρώσεων (εδώ το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο καθιερώνοντας νομολογιακά την κατίσχυση του κοινοτικού δικαίου ακόμα και έναντι των συνταγματικών διατάξεων των κρατών-μελών), είτε να αναθεωρήσει ορισμένες από αυτές, είτε ακόμα και να συγκρουσθεί ευθέως μαζί τους. Παρά ταύτα υποχρεούται να αναμετριέται συνεχώς με αυτές. Το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν αποτολμά να αμφισβητήσει την «κανονικότητα» της συνταγματικής και νομικής ρύθμισης, όσο και αν παράγει διαρκώς χώρους εξαίρεσης[3]. 

Στην περίοδο της κρίσης, που πρωτίστως σχετίζεται με την αδυναμία της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης να αντιστοιχηθεί με την αύξηση της παραγωγικότητας, οι οικονομικές παρεμβάσεις του κράτους μετέτρεψαν την κρίση ιδιωτικού χρέους σε κρίση δημοσίου χρέους. Ταυτόχρονα τα μέτρα που επιβλήθηκαν  οδήγησαν σε μια ραγδαία υποβάθμιση του κοινωνικού μεριδίου των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και στην καταστροφή μικροαστικών στρωμάτων. Μάλιστα, η προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης με τα ίδια τα μέσα του νεοφιλελευθερισμού (και όχι ακόμα με ευρύτερες αναδιαρθρώσεις στο παραγωγικό και καταναλωτικό υπόδειγμα) οξύνει τις αντιφάσεις των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα σπιράλ ύφεσης) διακυβεύοντας την όποια συναίνεση στις δήθεν «αναγκαίες» θυσίες.  Έτσι η οξεία κοινωνική μεταλλαγή μετατρέπεται σε κρίση εκπροσώπησης του πολιτικού συστήματος. Μια τέτοια οξεία κοινωνική μεταλλαγή οδηγεί στην ενεργοποίηση μηχανισμών που ευθέως παρακάμπτουν την νομιμότητα. Στο όνομα της οικονομικής ανάγκης διαρρηγνύεται η κανονικότητα της συνταγματικής και νομικής ρύθμισης. Η εξαίρεση προβάλλει ως τρόπος κανονικής ρύθμισης και ως περιεχόμενο και ως μορφή (με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την κατάχρηση έκδοσης ΠΝΠ). Το αν όμως μια κρίση εκπροσώπησης θα μετατραπεί σε πολιτική κρίση ή πολλώ δε μάλλον σε κρίση του κράτους εξαρτάται από την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων. Τις περιόδους που εντείνονται οι συγκρούσεις εντείνεται και η καταστολή και η ανοικτή και διακηρυγμένη προσφυγή στην εξαίρεση. Εάν όμως οι αντιστάσεις αυτές δεν κλιμακώνονται σε εξεγερτικά γεγονότα ή δεν οξύνουν με καταλυτικό τρόπο τις αντιφάσεις της πολιτικής που ακολουθείται  (όπως παραδείγματος χάριν θα ήταν μια έξοδος των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης από το κοινό νόμισμα)  αποφεύγεται η επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, είτε με την αναστολή άρθρων του Συντάγματος (με κοινοβουλευτικό ή μη μανδύα), είτε με την παράδοση έκτακτων εξουσιών σε αδιαφανείς κρατικούς μηχανισμούς. Σε περιόδους ύφεσης των αντιστάσεων η μορφή της ρύθμισης μπορεί να επανακτά την κανονικότητά της χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το περιεχόμενο δεν κινείται στα πλαίσια της εξαίρεσης, πολλώ δε μάλλον αφού εντωμεταξύ έχει μεταβληθεί το νομικό πλαίσιο και έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ερμηνείας των κανόνων που επιτρέπουν την εξαίρεση να εμφανίζεται και να νομιμοποιείται ως  μέρος της κανονικότητας. Η ταύτιση όμως αυτού του καθεστώτος εξαίρεσης με το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι σε κάθε περίπτωση εσφαλμένη. Στο κράτος έκτακτης ανάγκης μεταλλάσσεται μεταξύ άλλων και ο τύπος νομικής ρύθμισης: εδώ δεν έχουμε απλώς εξαιρέσεις που αναιρούν τα όρια των θεσμισμένων ισορροπιών του πολιτικού συστήματος και του συστήματος των δικαιωμάτων (δηλαδή του συστήματος κοινωνικών συμβιβασμών). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πουλαντζάς εκείνο που χαρακτηρίζει το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν είναι τόσο ότι παραβιάζει τους κανόνες του δικαίου, αλλά το ότι δεν θέτει καν δικούς του «κανόνες» λειτουργίας, δεν θέτει καν δικά του όρια παιχνιδιού[4]. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Αλιβιζάτος ο συνδυασμός εξαιρετικών εξουσιών και κανονικών αρμοδιοτήτων καταργεί σε αυτή την περίπτωση κάθε διάκριση μεταξύ ομαλότητας και εξαιρετικής περίστασης[5]

Καίτοι είναι λάθος να μιλάμε σήμερα για καθεστώς έκτακτης ανάγκης, βρισκόμαστε σε κάθε περίπτωση σε μια συνθήκη έντασης μεταξύ συνταγματικών κανόνων και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, καθώς είναι οι ίδιες οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις που έρχονται σε σύγκρουση με τον πυρήνα των συνταγματικών διατάξεων[6]. Παρά την ύφεση των κοινωνικών αγώνων, η συνθήκη αυτή οξύνεται τόσο από μια διαρκή αναμονή της επόμενης οικονομικής κρίσης, όσο και από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της πανδημίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές και ρυθμοί προώθησης νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, που σχετίζονται με την διατύπωση διαφορετικών μοντέλων πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών διαθέσεων ή/και αιτημάτων. Τα όρια όμως του πολιτικού παιχνιδιού, ιδίως μετά την επιβολή της επιτροπείας των Θεσμών, είναι ιδιαζόντως περιορισμένα.  Το ερώτημα που τίθεται είναι, αν αυτή η ένταση οδηγεί στη διάβρωση των συνταγματικών εγγυήσεων, διαμορφώνει τους όρους ενός συνταγματικού μιθριδατισμού και συνακόλουθα διακινδυνεύει, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής. Γιατί αν μη τι άλλο, ένα από τα συμπεράσματα που πρέπει να αντλήσουμε από την μετεμφυλιακή ιδίως περίοδο είναι ότι η ύφεση των κοινωνικών συγκρούσεων δεν οδηγεί μαθηματικά σε μια ύφεση των αντισυνταγματικών πρακτικών, αλλά αντίθετα μπορεί να οδηγήσει στην παγίωσή τους. Ο Αλιβιζάτος αναδεικνύει μεταξύ άλλων με τον καλύτερο τρόπο το φόβο και τις ψυχώσεις που οδηγούσαν σε υποτίμηση της αξίας των συνταγματικών εγγυήσεων στο όνομα ενός ρεαλισμού και μιας αποτελεσματικότητας έναντι του στόχου της καταπολέμησης του κομμουνισμού[7].

Προτού εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα ζητήματα που τέθηκαν αυτή την περίοδο και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τη θεωρία και τη νομολογία, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ορισμένες ιδιαιτερότητες της συγκυρίας που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε αυτό που ονομάζω μετέωρο βήμα. Μια από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που αντιμετώπισαν ιδιαίτερες αντιστάσεις ήταν η μεταρρύθμιση των Πανεπιστημίων και κυρίως η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, την οποία άλλωστε ρητώς απαγορεύει το Σύνταγμα. Αν σε μια πιο αργόσυρτη διαδικασία, κυρίως μέσω της νομολογίας του ΔΕΕ[8], οι σχετικές συνταγματικές εγγυήσεις έχουν διαβρωθεί, η ανοιχτή προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος διαμόρφωσε τις συνθήκες για το ξέσπασμα του πιο μαζικού φοιτητικού κινήματος μετά το 1979. Κινήματος που αντιμετώπισε τη βίαιη καταστολή και ριζοσπαστικοποίησε μια ολόκληρη γενιά. Ήταν ενδεικτικό ότι η εμπλοκή προσωπικού των Ειδικών Φρουρών, αλλά και των πολλαπλασιαζόμενων ειδικών σωμάτων ασφαλείας στην καταστολή αυτού του κινήματος, οδήγησε σε φαινόμενα ακραίας εξωθεσμικής βίας (όπως η προβολή όπλων κατά διαδηλωτών), έτσι ώστε η δολοφονία Γρηγορόπουλου την επόμενη χρονιά να γίνει αντιληπτή ως άμεσο πλήγμα στα στοιχειώδη δικαιώματα και αυτής της γενιάς και της επόμενης. Η εξέγερση του Δεκέμβρη οδήγησε στο πρώτο κύμα φόβου για την κυρίαρχη τάξη, που έφτασε λίγα χρόνια αργότερα να φοβηθεί ακόμα και για την απώλεια ουσιωδών όρων αναπαραγωγής της με τη διακύβευση των όρων ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στη νομισματική ένωση. Αν και η ανοιχτή προσφυγή σε ένα δίκαιο της ανάγκης (salus euro suprema lex) και κυρίως στην εθελοδουλεία της επιτροπείας  χρησιμοποιήθηκαν ως οπλοστάσιο για την κοινωνική σταθεροποίηση χωρίς να διακυβευθεί ο στόχος της διατήρησης της θέσης της χώρας στην ΟΝΕ (μαζί βέβαια με την άκρατη καταστολή του κινήματος των αγανακτισμένων), ο φόβος και η ψύχωση, ιδίως στη μεταδημοψηφισματική εποχή, ήτοι ακόμα και όταν φάνηκε ότι δεν υπήρχε μαζική πολιτική δύναμη διατεθειμένη να συγκρουστεί με αυτό το στόχο, οδήγησε σε σημαντικές ιδεολογικές μετατοπίσεις που διακινδυνεύουν πραγματικά τη διάβρωση των συνταγματικών εγγυήσεων στο όνομα ενός ρεαλισμού της κρίσης.

Οι ιδεολογικές αυτές μετατοπίσεις αποτυπώνονται με ενάργεια στο βιβλίο του Ν.Αλιβιζάτου, Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση εκδ. Πόλις 2013.

To πρώτο ζήτημα, που άλλωστε έλκει τον προβληματισμό του από την εποχή της επιβολής της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας (PatriotAct, AΠ 2002/475 της ΕΕ, άρθρα 187§1, 187Α ΠΚ), είναι κατά πόσο επιτρέπονται περιορισμοί στα κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου προς την επίτευξη του σκοπού καταπολέμησης της τρομοκρατίας και που σήμερα εκτείνεται στην καταπολέμηση αυτού που ονομάζεται βίαιη ριζοσπαστικοποίηση.  Η αιτιολογική έκθεση της Α-Π είναι σαφής: η δημοκρατία νοείται μόνο μέσω του διαλόγου εντός των θεσμών.  Όποιος δεν περιορίζει τη δράση του σε αυτά τα πλαίσια τίθεται αυτομάτως εκτός δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολιτικό έγκλημα δεν δύναται να υπάρξει, κάθε πολιτική πράξη βίας στα πλαίσια κράτους όπου διενεργούνται εκλογές είναι τρομοκρατική πράξη. Η λογική αυτή μεταφέρεται από τον Αλιβιζάτο με σμιττιανό τρόπο στο θεωρητικό επίπεδο: «όσοι μετέρχονται την βία, αλλά και όσοι την καλύπτουν πολιτικά δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί ως συνομιλητές σε μια συζήτηση για τη δημοκρατία[9]». Αντιπαραθέτει δε τη βία προς τις μεταρρυθμίσεις, αντιπαρερχόμενος του γεγονότος ότι πολλές από τις ίδιες τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις προκαλούν βίαιες μεταβολές τουλάχιστον στα περιουσιακά δικαιώματα στα όρια ή και πέρα από τα όρια των υπερνομοθετικών διατάξεων, ενώ επίσης ακόμα και ήπιες, αλλά επίμονες κινητοποιήσεις εναντίον αυτών των μεταρρυθμίσεων αντιμετωπίζονται ιδιαίτερα βίαια. Το βασικό σε κάθε περίπτωση είναι ότι η αντίληψη αυτή έρχεται να υπονομεύσει  όχι μόνο το φιλελεύθερο χαρακτήρα του ποινικού συστήματος, αλλά την ίδια τη δομή του πολιτεύματος. Οι συνταγματικές προβλέψεις της απαγόρευσης έκδοσης αλλοδαπού για την υπέρ της ελευθερίας δράση του, της συμμετοχής λαϊκών δικαστών στις δίκες που αφορούν πολιτικά εγκλήματα[10] και κυρίως η ίδια η καθιέρωση του δικαιώματος αντίστασης θεμελιώνουν ένα πλαίσιο αναγνώρισης της βίας ως στοιχείου άσκησης της πολιτικής και πολύ περισσότερο αναγνώρισης της σε τελευταία ανάλυση ως μέσου επίτευξης της ελευθερίας και της δημοκρατίας[11]. Οι συντάκτες  των φιλελεύθερων συνταγμάτων, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη και την ιστορική εμπειρία των ανελεύθερων καθεστώτων που παρουσιάζονται υπό τον μανδύα του δημοκρατικού καθεστώτος, φαίνεται πως είχαν πολύ μεγαλύτερη επίγνωση της βίας που ασκείται και μέσω του ίδιου του κράτους αλλά και μέσω μιας σειράς κοινωνικών καταναγκασμών, ώστε να θεωρούν ότι η δημοκρατία δεν αποτελεί ένα τόπο έξω και πέρα από τη βία, αλλά θεμελιωμένο σε αυτή[12]. Εάν θεωρήσουμε ότι ο διάλογος καθεαυτόν αποτελεί το μοναδικό (νόμιμο στην δημοκρατία) μέσο της πολιτικής σύγκρουσης και απωθήσουμε την πολιτική βία άνευ άλλου τινός ως το Άλλο, το Ξένο (aliud) της δημοκρατίας, στην πραγματικότητα δεν οδηγούμαστε παρά στην ανεξέλεγκτη χρήση της κρατικής βίας και την αυτοκατάργηση της δημοκρατίας

Βέβαια ο Αλιβιζάτος, παρότι στέκεται υπερασπιστής των μεταρρυθμίσεων, ποτέ δεν απέφυγε κατά τη γνώμη μου να πάρει θέση στα κρίσιμα ερωτήματα[13] και έτσι με ενάργεια θέτει τα προκύπτοντα από την κολοβή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προβλήματα, που αυτή άλλωστε είναι που θέτει σε κίνδυνο και την νομισματική ένωση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει, ένωση χωρίς ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει και η ενότητα δεν είναι μόνο ζήτημα θεσμών, αλλά και αλληλεγγύης[14]. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η αλληλεγγύη αυτή, που προϋποθέτει αύξηση του προϋπολογισμού της Ένωσης και ιδίως των μεταβιβαστικών πληρωμών για την εξισορρόπηση των διαφορών παραγωγικότητας, θα οδηγούσε σε υπερπολλαπλασιασμό των συνεισφορών των αναπτυγμένων κρατών σε ποσοστά του ΑΕΠ που δεν είναι διατεθειμένα να καταβάλλουν, ιδίως σε μια περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας όπου ακόμα και επενδυτικές χρηματοδοτικές ροές αντιστρέφονται από την περιφέρεια προς το κέντρο. Έτσι όμως το διακύβευμα της διατήρησης της νομισματικής ένωσης, χάριν της οποίας επιβλήθηκαν τα μνημόνια, οι δανειακές συμβάσεις και τα μέτρα που τα συνοδεύουν, είναι εγγενώς υπονομευμένα. Άρα πόσο αντίκρισμα έχουν οι επιβαλλόμενες θυσίες τόσο στα οικονομικά μεγέθη, όσο και στα δικαιώματα; Η αντίφαση αυτή προσδιορίζει το πραγματικό πεδίο της συζήτησης. Ή κάποιος θα αποδεχθεί ακόμα και αυτή την κολοβή οικονομική ένωση με τις αντίστοιχες εκπτώσεις στο πεδίο του συνταγματικού εγγυητισμού στο όνομα ενός ρεαλισμού και με τις αντίστοιχες συνέπειες στη διάβρωση της ισχύος των συνταγματικών διατάξεων (είτε μέσω ενός δικαίου οικονομικής ανάγκης, είτε μέσω της μετατόπισης της συνταγματικής ερμηνείας σε όρια contra constitutionem[15] ή και ενάντια στις ίδιες τις συνθήκες της ΕΕ[16]) ή θα εμείνει στην ανάγκη υπεράσπισης των δικαιωμάτων.

Υπάρχει βέβαια και η πιθανότητα να προσπαθήσει κάποιος να διατηρήσει μια ερμηνευτική ισορροπία μεταξύ των δυο αυτών επιλογών. Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι μια τέτοια επιλογή φέρνει αποτελέσματα ας μου επιτραπεί εν προκειμένω η εξέταση ορισμένων ζητημάτων που σχετίζονται με θέματα δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο ορθά ο Αλιβιζάτος επεσήμανε ότι υπάρχει πρόβλημα συνταγματικότητας εκ της μη κύρωσης των δανειακών συμβάσεων από τη Βουλή (χωρίς αυξημένη πλειοψηφία)[17], καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 36§2 του Συντάγματος, όπως επίσης και ότι η αμετάκλητη και άνευ όρων παραίτηση από κάθε ασυλία στην περιουσία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει στο μέλλον το ελληνικό κράτος, καθώς και από όλες τις νομικές διαδικασίες (ενστάσεις) σχετικά με την εκτέλεση κατά των περιουσιακών του στοιχείων (άρθρο 14 (5) της Δανειακής Σύμβασης), δύναται να αφορά όχι μόνο την ιδιωτική περιουσία του Κράτους, αλλά και αυτή που έχει ταχθεί για δημόσιο σκοπό κατά παράβαση των αρ. 1 και 26 Σ. Από την άλλη προβληματική είναι κατά τη γνώμη μου η τοποθέτηση ότι δεν αποτελούν πρόβλημα ούτε οι περικοπές των αποδοχών, ούτε ο περιορισμός των κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς αυτό γίνεται δεκτό σε όλα τα μέρη του κόσμου όταν δεν υπάρχουν λεφτά στο δημόσιο ταμείο. Η βασική διαφορά είναι ότι το Μνημόνιο δεν παρενέβαινε μόνο σε ζητήματα κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά κυρίως σε περιουσιακά δικαιώματα και γεγενημένες αξιώσεις χωρίς αποζημίωση κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 17 Σ (που ως γίνεται πλέον δεκτό και νομολογιακά καταλαμβάνει και ενοχικές αξιώσεις) και 1§1 ΠΠ ΕΣΔΑ. Ως προς δε τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε την επιβολή αυτών των μέτρων κρίσιμες είναι εν προκειμένω οι έννοιες της προσφορότητας/ήτοι της πρόβλεψης για την αποτελεσματικότητα-καταλληλότητα του μέτρου που λαμβάνεται για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού και της εξέτασης εναλλακτικών λύσεων για τη λήψη μέτρων εξίσου αποτελεσματικών και ολιγότερο επιβαρυντικών για το προσβαλλόμενο δικαίωμα, καθώς και της στάθμισης/δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των επιδιωκόμενων σκοπών δημοσίου συμφέροντος και των δικαιωμάτων που περιορίζονται. Πλην όμως ουδεμία τέτοια εξέταση πραγματοποιήθηκε από τις τότε κυβερνήσεις, και ουδεμία σχετική μελέτη κατατέθηκε και στα πλαίσια της δίκης του Μνημονίου, όπως σωστά επισημάνθηκε από τη μειοψηφία της απόφασης Ολ.ΣτΕ 668/2012 (σκ.33)[18]. Εάν όμως κάτι ήταν πράγματι προβλέψιμο και σήμερα απόλυτα σαφές, είναι ότι ο δανεισμός από το ΔΝΤ και τα κράτη μέλη της ΕΕ και η επιβολή των όρων του Μνημονίου θα οδηγούσαν το Δημόσιο ακόμα πιο κοντά στη χρεωκοπία, καθώς διόγκωσαν το χρέος, βάθυναν την ύφεση, η ύφεση μείωσε τη δυνατότητα προσπορισμού εσόδων -με δεδομένο ιδίως ότι η μεγαλύτερη πηγή δημοσίων εσόδων στην Ελλάδα είναι η έμμεση φορολογία, όπως και η ίδια η απόφαση του ΣτΕ αναφέρει (σκ.9)- με αποτέλεσμα το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ήδη εισπραχθέντων δανείων να καταλήγει απλώς να ανατροφοδοτεί τα τοκοχρεωλύσια προηγουμένων δανείων. Τα μέτρα συνεπώς που ελήφθησαν με τα Μνημόνια ήταν  ακατάλληλα ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Στα πλαίσια της συζήτησης για μια νέα συνταγματική αναθεώρηση οι Ν.Αλιβιζάτος- Π.Βουρλούμης- Γ.Γεραπετρίτης- Γ.Κτιστάκις- Στ.Μάνος-Φ.Σπυρόπουλος υπέβαλαν μια πρόταση για ένα Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα.  Στο προοίμιο της σχετικής πρότασης αναφέρεται χαρακτηριστικά «το ισχύον Σύνταγμα άντεξε τη δοκιμασία των Μνημονίων. Για τη χρεοκοπία της Χώρας όμως, που έφεραν τα Μνημόνια, φταίει και το Σύνταγμα». Προτείνεται έτσι η αναθεώρηση μιας σειράς διατάξεων που έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα στον τρόπο άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών[19]. Έτσι, προς το σκοπό διασφάλισης της ορθολογικής διοίκησης και διαχείρισης, προτείνεται η εισαγωγή δημοσιονομικών κανόνων σε όλα τα επίπεδα της κρατικής οργάνωσης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και περιορισμένο δανεισμό. Η πρόταση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την θέση του Αλιβιζάτου ότι το ερώτημα του περισσότερου ή λιγότερου κράτους είναι από εκείνα που θα πρέπει να επιλύει ο λαός[20], καθώς θα καθιστούσε συνταγματική επιταγή την εσωτερική υποτίμηση και τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους (ιδίως σε μια περίοδο μείωσης της ζήτησης και των δημοσίων εσόδων λόγω της ύφεσης[21]). Κυρίως όμως θα ερχόταν σε αντίθεση ακόμα και με την πολιτική που ακολουθεί σήμερα η ΕΕ στα πλαίσια της πανδημίας, καταδεικνύοντας ότι το να υπερακοντίζει κανείς σε νεοφιλελευθερισμό δύναται να δημιουργήσει δυσεπίλυτα προβλήματα[22].

Όσον αφορά το νέο νόμο για τις συναθροίσεις (ν.4703/2020), ο Αλιβιζάτος παραδέχεται ότι ορθά ο νόμος θεωρεί νόμιμες τις μη γνωστοποιημένες συναθροίσεις, ενώ επίσης επισημαίνει ότι η διάταξη για την αστική ευθύνη του οργανωτή πρέπει να βελτιωθεί, ώστε να μη λειτουργεί τιμωρητικά[23]. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι ο ν.4703/2020 προβλέπει πράγματι την πραγματοποίηση αυθόρμητων ή έκτακτων δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων που δεν έχουν γνωστοποιηθεί, πλην όμως ορίζει ασφυκτικά το πλαίσιο τους (επέλευση συγκεκριμένου αιφνίδιου γεγονότος ή ένεκα απρόβλεπτου τρέχοντος ή επικείμενου γεγονότος) δίνοντας έτσι στην αστυνομία τη δυνατότητα να απαγορεύσει ή να διαλύσει την διαδήλωση, εάν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη μη γνωστοποίηση. Το ερώτημα λοιπόν είναι, ασχέτως αν αποτιμάται θετικά ή αρνητικά ο θεσμός του οργανωτή, εάν η προηγούμενη γνωστοποίηση και ο προηγούμενος ορισμός οργανωτή αποτελούν εννοιολογικά στοιχεία του δικαιώματος του συνέρχεσθαι (κάτι που ουδόλως προκύπτει από τη συνταγματική διάταξη) και συνεπώς αν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα ή όχι  ρυθμίσεις, όπως αυτές που προσθέτουν ως λόγους απαγορεύσεως ή διαλύσεως της συνάθροισης, την μη προηγούμενη γνωστοποίηση της συνάθροισης[24] (άρθρο 3§3 σε συνδυασμό με άρθρο 2§§4,5 ν.4703/2020) ή τον μη ορισμό οργανωτή[25] (άρθρο 3§3 ν.4703/2020)

Όσον αφορά τον νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία (ν. 4777/2021), σε αντίθεση με την κυβερνητική ρητορεία, αλλά και τις απόψεις άλλων συνταγματολόγων, ο Αλιβιζάτος απέφυγε να υιοθετήσει τις προτάσεις για την ανέλεγκτη παρουσία και δράση της ελληνικής αστυνομίας εντός των ΑΕΙ. Πρότεινε έτσι, προκειμένου να αποφευχθεί η αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων, να προβλεφθεί το δικαίωμα βέτο (όχι προηγούμενης αδείας) ενός πανεπιστημιακού σώματος που μπορεί να διατάξει την αστυνομία να αποχωρήσει από το χώρο του ΑΕΙ[26].  Το πρόβλημα είναι ότι, εάν το πανεπιστημιακό άσυλο ή η πανεπιστημιακή αστυνομική εξουσία αποτελεί αναγκαία εννοιολογική συνέπεια της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ (αλλιώς για ποιο λόγο να τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας;), τότε τίθεται και το ερώτημα: ποιος είναι αυτός που έχει αρχικά χορηγήσει στην αστυνομία την άδεια να εισέλθει στα ΑΕΙ, έτσι ώστε εν συνεχεία να τίθεται θέμα βέτο;  

Αποδεικνύεται δυστυχώς ότι το σύνορο μεταξύ εγγυητισμού και ρεαλισμού είναι εξ ορισμού σεισμογενές και η ισορροπία δύσκολα επιτυγχάνεται, με αποτελέσματα που αν μη τι άλλο επιδέχονται κριτικής. Έτσι το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι: ποιο πόδι μένει εν τέλει μετέωρο;

 

[1] βλ. και Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, εκδ. Πόλις 2011 σ.268

[2]Αλιβιζάτος 1983 σ. 24, 50-52, 74, 220 επ., 554, 600 επ., συνοπτικότερα Αλιβιζάτος 2011 σ.269-270, 288 επ. ιδίως 294, 340 επ., 366 επ., 387 επ., 396, 421

[3] Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αντιμετώπιση των μεταναστών και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρίς οποιαδήποτε εγγύηση δικαστικής προστασίας ή την επαναπροώθηση τους κατά παραβίαση του προσφυγικού δικαίου σε συνεργασία με τη FRONTEX

[4]Πουλατζάς, Φασισμός και Δικτατορία εκδ. Ολκός 1975 σ.441 και προσθέτει σωστά ότι αυτό είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό στην περίπτωση της φασιστικής  αρχής του Αρχηγού

[5]Αλιβιζάτος, 1983 σ. 334

[6]Ένα παράδειγμα που θα μπορούσε π.χ. εν προκειμένω να αναφερθεί είναι η κατάργηση του ν. 3869/2010 (νόμου Κατσέλη) και η αντικατάσταση του από ένα σύστημα αγοράς και επαναμίσθωσης (ν.4738/2020)  με τόσο περιοριστικά όρια εφαρμογής και χαρακτηριστικά που έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνι­κά και Μορφωτικά Δικαιώματα (κυρωθέν με τον ν. 1532/1985),  το οποίο κατοχυρώνει  δικαίωμα κατάλληλης κατοικίας, που αποκλείει την έξωση, αν το κράτος δεν διασφαλίζει εναλλακτική αξιοπρεπή κατοικία σε αυτόν που υφίσταται την έξωση (κατά τη γνώμη μου βέβαια αντίστοιχο δικαίωμα κατοχυρώνεται και από την συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 21§4, 5 και 2§1 Σ.)

[7]Αλιβιζάτος 1983 σ. 478-479 και ιδίως 582 επ.

[8] Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται και από τον Αλιβιζάτο, Πέρα από το 16, εκδ. Μεταίχμιο 2007 σ. 158-160

[9]Αλιβιζάτος 2013 σ. 31,34

[10] Την οποία με συνέπεια μεν, contraconstitutionem δε, απορρίπτει ο Ν. Αλιβιζάτοςhttps://www.cecl.gr/wp-content/uploads/2019/07/issue-53-Jan16.pdf, καθώς άλλωστε ακόμα και η πάγια άρνηση της νομολογίας να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις με καιροσκοπικά νομικοπολιτικά επιχειρήματα  (βλ. σχετικά Αλιβιζάτου, Ο πολιτικός εγκληματίας σε Πραγματιστές, Δημαγωγοί και Ονειροπόλοι, Πόλις 2015 σ.212 επ.) δεν αποτελεί επιχείρημα για την ερμηνευτική αφαίρεση των σχετικών διατάξεων από το συνταγματικό σύστημα

[11] Το επιχείρημα αυτό δεν ανατρέπεται, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η απαγόρευση έκδοσης αλλοδαπού εκ της υπέρ της ελευθερίας δράσης του αφορά μόνο τους αλλοδαπούς που αγωνίζονται κατά δικτατορικών καθεστώτων (περί αυτού βλ. Π.Ι. Παραρά, Το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Το Βήμα 13-1-2001). Η ρήτρα αυτή (που αφορά την υπέρ της ελευθερίας δράση και άρα καταλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τη δράση εναντίον κάθε ανελεύθερου καθεστώτος, ήτοι ακόμα και αυτά εντός των οποίων η δημοκρατική πλειοψηφία καταπιέζει με βίαια μέσα την μειοψηφία –βλ. π.χ. τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων, αλλά και την μετεμφυλιακή Ελλάδα) σε κάθε περίπτωση  αναγνωρίζει τη βίαιη δράση ως ένα από τα θεμέλια της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει με την καθιέρωση του δικαιώματος («δια παντός μέσου») αντίστασης και όχι απλώς ενός δικαιώματος –μη βίαιης- ανυπακοής.  Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι το δικαίωμα αυτό ακόμα και αν θεωρηθεί ότι αφορά τους πολίτες «που έχουν την αξίωση να πεισθούν με ορθολογικά επιχειρήματα ως προς τις επιλογές του δημοσίου χώρου» (έτσι Β.Βουτσάκης, Η αρχή του κράτους δικαίου και οι νέες διατάξεις περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ΝοΒ 2002 σ.27) επιτάσσει στους πολίτες αυτούς να βγουν έξω από το πεδίο του διαλόγου στο χώρο της βίαιης πράξης. Άλλωστε η Πολιτεία που οικοδομείται κατά τις συνταγματικές αρχές είναι αυτή που αναγνωρίζει το δικαίωμα (και δη το καθήκον) αντιστάσεως. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί να αφαιρεθεί από το σύνολο των πολιτειακών θεσμών για να ερμηνευθεί εκ των υστέρων.  Το θεσμικό γεγονός ότι πολιτικά εγκλήματα μπορεί να διεξαχθούν και εντός της δημοκρατίας αναγνωρίζεται άλλωστε άμεσα και από την διάταξη του άρθρου 97 του Συντάγματος που προβλέπει την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων από μεικτά ορκωτά δικαστήρια εντός της θεσπισμένης δια του Συντάγματος δημοκρατίας.

[12] Για την εγγενή σχέση Συντάγματος και βίας (αλλά  και για τη σημασία που αποκτά υπό αυτό το φως η ερμηνεία του Συντάγματος) βλ. χαρακτηριστικά RobertCover, The bonds of constitutionalinterpretation: of the world, the deed and the role, inGeorgia Law Review 1986 σ. 817 επ., του ιδίου, Violence and the World in M.Minow-M.Ryan-A.Surat, Narrative, Violence, and the Law - The essays of R.Cover, 1992 σ. 204 υποσ.2 Αντίστοιχα, στο συνταγματικό κείμενο αποτυπώνεται ένας θεσμικός φόβος για τις δυνατότητες που παρέχει στους κρατικούς μηχανισμούς το μονοπώλιο της οργανωμένης βίας και αυτό εκφράζεται μέσα και από τις ρυθμίσεις περί πολιτικού εγκλήματος.

[13] Βλ. τις κρίσιμες παρεμβάσεις του για τη Χρυσή Αυγή, τη μη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, το κλείσιμο της ΕΡΤ κ.α.

[14]Αλιβιζάτος 2013 σ.68

[15] Ας περιοριστούμε πχ σε περιπτώσεις που αναφέρει και ο ίδιος ο Αλιβιζάτος 2013 σ.142: στην ανοχή της επιβολής διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές παρά τη διάταξη του άρθρου 16 που καθιερώνει το δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και την αναγνώριση της δυνατότητας εγκατάστασης ανεμογεννητριών σε αναδασωτέες περιοχές παρά το ότι το άρθρο 24 ορίζει ότι αποκλείεται η διάθεσή τους για άλλο προορισμό και ας προσθέσουμε την ανοχή της εκλογής μη μελών στη διοίκηση των ΑΕΙ παρά την ρητή πρόβλεψης της πλήρους αυτοδιοίκησης (ΣτΕ 519-24/2015 Ολ. ΤοΣ 2015.σ 280 παρατ. Φουντεδάκη)

[16] τα μέτρα τα οποία εκλήθη να λάβει η ελληνική κυβέρνηση στα πλαίσια των μνημονίων ήταν πολύ λεπτομερειακά και εισέρχονταν σε τομείς ρύθμισης της οικονομίας (εισοδηματική, κοινωνική και φορολογική πολιτική) για τους οποίους δεν διέθετε ούτε καν συντρέχουσα αρμοδιότητα η ΕΕ όταν υπεγράφησαν τα πρώτα μνημόνια και οι αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις (άρθρα 2,3 Σ.Λ.Ε.Ε)

[17] http://www.eanda.gr/teyxos-eanda/teyxos-3o?page=1%2C1, https://www.haniotika-nea.gr/71132-suntagmatiko-to-mnimonio/, http://elawyer.blogspot.com/2011/03/blog-post_27.html. βλ. και Αλιβιζάτος 2011 σ. 568-569

[18] Βλ. και ΟλΣτΕ 2287/2015, Α.Αργυρός, Το δίκαιο της ανάγκης-εξαιρετικών περιστάσεων «Η δημοσιονομική κρίση και η κατάσταση υγειονομικής έκτακτης ανάγκης», ΝοΒ 2020 σ. 1191 επ.

[19] Ενδιαφέρον θα παρουσίαζε βέβαια και η εξέταση συγκεκριμένων αντιφάσεων που σχετίζονται με την οργάνωση και τη δομή του πολιτεύματος, πρωτίστως δε την παροχή ευρείας εξουσιοδοτήσεως προς τη Διοίκηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων Για τα προβλήματα που αυτές οι εξουσιοδοτήσεις παρήγαγαν υπό τα Σ. 1864/1911, 1952 βλ. Αλιβιζάτου 1983 σ.74-75, 78 επ.,204 επ.

[20]Αλιβιζάτος 2013 σ.140-141

[21] Άλλωστε στην ίδια πρόταση επισημαίνεται ότι μετά την τραυματική εμπειρία της εποχής των Μνημονίων, κρίνεται ότι σκοπιμότερη η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω της γενικής ρήτρας του κοινωνικού κράτους (ή κράτους πρόνοιας), παρά με την εξαγγελία δικαιωμάτων, που την πραγμάτωσή τους το Κράτος δεν μπορούσε κατ’ ουσίαν ποτέ και ειδικά σήμερα να εγγυηθεί.

[22] Η πρόταση περιέχει και πολλές άλλες διατάξεις συγκεκριμένης ιδεολογικής στόχευσης, όπως η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της ανταπεργίας. Αμφιλεγόμενη τουλάχιστον μετά και την ΟλΣτΕ 460/2013 αποτελεί και η έμμονη της πρότασης στην έννοια του Έθνους ως πηγής των εξουσιών, καθώς ναι μεν έτσι, όπως και η ίδια η πρόταση τονίζει, καταργείται ο δυισμός λαού και έθνους, πλην όμως και υπό τα Συντάγματα του 1864/1911 και 1952, που δεν περιείχαν αυτό τον δυισμό, η αναφορά στην έννοια του Έθνους επιχειρήθηκε να ερμηνευθεί ως διάφορη από την έννοια του Λαού (βλ. σχετικά Αλιβιζάτου, 2015 σ. 218 επ.)

[23] https://www.kathimerini.gr/politics/1086028/apopsi-dikaioma-toy-synerchesthai-i-ora-tis-alitheias/

[24] Βλ. Σπυρόπουλου-Κοντιάδηκλπ (επιμ), ΕρμΣυντ 2017, α.11/12/Τσιφτσόγλου, Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα τ. Β’ Αθήνα-Κομοτηνή 1991 σ.741, Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της συνάθροισης Αθήνα 1988 σ.132-3, Μπακόπουλου, Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο Ελληνικό, Γαλλικό και Αγγλικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 1995 σ.157 επ., Βαλάκου-Θεοδωρούδη, Το δικαίωμα της συναθροίσεως στη νομολογία ΕΔΔΔΔ 1982, σ.73, ΜΠλΑθ 13005/76 Ποιν.Χρ. 1976 σ.259 επ..

[25]Βλ και Σβώλου-Βλάχου Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τ.Α’ Αθήνα 1954σ.197, Τσίρηο.π. σ.130

[26] https://www.kathimerini.gr/society/561255430/giati-prepei-na-ypostirichthei-to-nomoschedio-gia-ta-panepistimia-k/

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους