H απόφαση αφορά την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων του δημιουργού πνευματικού έργου.
Με τον ν.2121/93 προβλέφθηκε σειρά διατάξεων αναγκαστικού δικαίου που εξασφαλίζουν τα δικαιώματα και την διαπραγματευτική δύναμη του δημιουργού ως του ασθενέστερου μέρους κατά τη σύναψη συμβάσεων εκμετάλλευσης των έργων του. Δεν τίθεται αμφιβολία ότι καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών απαγορεύεται εφόσον υπερβαίνονται τα όρια του 281 ΑΚ.
Πλην όμως θα πρέπει κατά την εκτίμηση της προφανούς υπέρβασης των ορίων που θέτει η καλή πίστη και ιδίως ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να λαμβάνεται υπόψη και η φύση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Γ.Κουμάντος[i], κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος είναι η ανύψωση της πολιτιστικής στάθμης του κοινωνικού συνόλου με την εξασφάλιση των βασικών προϋποθέσεων στους πνευματικούς δημιουργούς και με την παρακίνηση των προσώπων που έχουν ικανότητες σε πνευματική δημιουργία και σε διάδοση των δημιουργημάτων τους.. Αυτή βέβαια η κοινωνική όψη του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν ανατρέπει το κέντρο βάρος του, μετατρέποντας το από δικαίωμα σε υποχρέωση: ο τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων του δημιουργού εξαρτάται από τη βούλησή του και όχι από την κοινωνική ωφελιμότητά του[ii]. Η ίδια η κατοχύρωση του δικαιώματος θεωρείται ότι συμβάλει στην πολιτιστική ανάπτυξη, καθώς στις σημερινές συνθήκες εμπορευματοποίησης του πνευματικού έργου, η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί το μοναδικό μέσο τόσο για την οικονομική εξασφάλιση των πνευματικών δημιουργών (περιουσιακό δικαίωμα), αλλά και για τον αποτελεσματικό έλεγχο του προσωπικού δεσμού τους με αυτό (ηθικό δικαίωμα), ιδίως όταν το περιουσιακό δικαίωμα ή η κυριότητα του υλικού φορέα του έργου έχει μεταβιβασθεί. Κατά τα λοιπά η στάθμιση μεταξύ των συμφερόντων του δημιουργού και των συμφερόντων της ολότητας έχει εγγραφεί εντός του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω μιας σειράς εννοιολογικών περιορισμών του δικαιώματος, αλλά και ενός αναπτυγμένου συστήματος εξαιρέσεων και περιορισμών[iii]
Συνεπώς, το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας αποσκοπεί στην προστασία της σχέσης του δημιουργού με το έργο του, έτσι ώστε να προάγεται η καλλιτεχνική δημιουργία. Γι’αυτό το λόγο κατοχυρώνεται και συνταγματικά[iv], αλλά και από μια σειρά διεθνών συμβάσεων και συμφώνων με υπερνομοθετική ισχύ[v].
Ο ν.2121/93 εξειδικεύοντας τη σχετική συνταγματική επιταγή διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο πλαίσιο προστασίας της σχέσης του δημιουργού με το έργο του. Σύμφωνα με τα άρθρα 13§5-6,15 ν.2121/93 ο δημιουργός δεν αποξενώνεται ποτέ από το έργο του, ακόμα και όταν μεταβιβάζει το σύνολο του περιουσιακού πνευματικού του δικαιώματος. Αφενός, η μεταβίβαση δεν περιλαμβάνει το σύνολο των μελλοντικών έργων του δημιουργού και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται και σε τρόπους εκμετάλλευσης που δεν ήταν γνωστοί κατά το χρόνο της κατάρτισης των σχετικών δικαιοπραξιών, ούτε εκείνος που αποκτά δικαίωμα εκμετάλλευσης μπορεί να το μεταβιβάσει σε τρίτο χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού[vi]. Αφετέρου, το ηθικό δικαίωμα του δημιουργού (εντός του οποίου ενδεικτικά περιλαμβάνονται η εξουσία αναγνώρισης της πατρότητας και προστασίας της ακεραιότητας του έργου –άρθρο 4 ν.2121/93) είναι αμεταβίβαστο μεταξύ ζώντων και περιέρχεται στους κληρονόμους, οι οποίοι οφείλουν να το ασκούν σύμφωνα με τη θέληση του δημιουργού (άρθρο 12 ν.2121/93).
Απόρροια αυτής της ίδιας της φύσης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελούν οι διατάξεις που εξασφαλίζουν τα επιμέρους δικαιώματα του δημιουργού. Ετσι, ακόμα και η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος (πολλώ δε μάλλον οι συμβάσεις και οι άδεις εκμετάλλευσης) μπορούν να είναι περιορισμένες από την άποψη των εξουσιών, του σκοπού, της διάρκειας, της τοπικής ισχύος και της έκτασης ή των μέσων εκμετάλλευσης (άρθρο 15§1 ν.2121/93), ενώ αν δεν καθορίζεται η έκταση και τα μέσα εκμετάλλευσης για τα οποία γίνεται η μεταβίβαση (ή συμφωνείται η σύμβαση ή η άδεια εκμετάλλευσης) θεωρείται ότι αυτές αφορούν την έκταση και τα μέσα, που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης ή της άδειας (άρθρο 15§4 ν.2121/93 [vii]).
Ακόμα και στην περίπτωση που αντισυμβαλλόμενος του δημιουργού είναι ο παραγωγός του οπτικοακουστικού έργου, ο οποίος αναλαμβάνει και το ρίσκο της οικονομικής εκμετάλλευσής του, οι εξουσίες που του μεταβιβάζονται πρέπει να είναι ορισμένες, σε αντίθετη δε περίπτωση η σύμβαση επιφέρει τη μεταβίβαση εκείνων μόνο των εξουσιών που είναι αναγκαίες για την εκμετάλλευση του έργου, σύμφωνα με το σκοπό της σύμβασης (άρθρο 34§1).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου, δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση εξουσιών από το περιουσιακό δικαίωμα, την ανάθεση ή την άδεια εκμετάλλευσης και την άσκηση του ηθικού δικαιώματος είναι άκυρες αν δεν καταρτισθούν εγγράφως. Την ακυρότητα μπορεί να επικαλεσθεί μόνο ο πνευματικός δημιουργός. Ο έγγραφος τύπος είναι κατ’αρχήν συνεπώς απαραίτητος και για την έκφραση της συναίνεσης του δημιουργού σε πράξεις ή παραλείψεις που αλλιώς θα αποτελούσαν προσβολή του ηθικού του δικαιώματος κατ’αρθρο 16 ν.2121/93[viii].
Καταχρηστική επίκληση της ακυρότητας υπάρχει όταν ιδίως η επίκληση αυτή δεν συνάδει με την μέχρι εκείνη τη στιγμή συμπεριφορά του δημιουργού[ix] ή όταν συνεπάγεται για το χρήστη αφόρητες συνέπειες που έρχονται σε αντίθεση με την έννοια της δικαιοσύνης, όπως όταν αρνείται να εκπληρώσει την παροχή, ενώ ο αντισυμβαλλόμενος έχει εκπληρώσει τη δική του [x]
Μια αυστηρή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ν.2121/93 θα μπορούσε πράγματι να οδηγήσει σε ανεπιεική αποτελέσματα για το χρήστη του έργου κατά παράβαση της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις συναλλαγές: εάν ο δημιουργός, παρά την εκτέλεση της συμβάσεως, επικαλεσθεί την ακυρότητα της συμφωνίας λόγω έλλειψης του έγγραφου τύπου θα μπορούσε να απαγορεύσει την εκμετάλλευση του έργου από τον χρήστη και να εκμεταλλευθεί ο ίδιος το έργο ή να εκχωρήσει ο ίδιος περαιτέρω άδειες σε τρίτους, ο δε χρήστης θα μπορούσε μόνο να αναζητήσει την καταβληθείσα αμοιβή με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Από την άλλη μεριά όμως ο χρήστης γνωρίζει ότι οφείλει να συμφωνήσει εγγράφως με το δημιουργό, άλλως κινδυνεύει να θεωρηθεί άκυρη η συμφωνία. Εάν ο χρήστης δεν απαιτεί την υπογραφή συμβάσεως, αυτό πολλές φορές συμβαίνει για να επικαλεσθεί στη συνέχεια ότι είχε αποκτήσει πολύ περισσότερες εξουσίες από αυτές που θα ήταν διατεθειμένος να εκχωρήσει ο δημιουργός. Αυτό ακριβώς θέλει να αποτρέψει το άρθρο 14 του νόμου.
Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις μπορεί να οριοθετηθεί η καταχρηστική επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εκμετάλλευσης λόγω της έλλειψης του έγγραφου τύπου: όταν αποδεικνύεται ότι ο δημιουργός με προφορική συμφωνία ανέλαβε την υποχρέωση να δημιουργήσει ένα πνευματικό έργο (όπως εν προκειμένω . διαφημιστική ταινία) και να την παραδώσει στον αντισυμβαλλόμενό του, αμείφθηκε δε γι’αυτήν κατά τα συμφωνηθέντα, η καταχρηστικότητα της επίκλησης της σχετικής ακυρότητας πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ήτοι να θεωρείται ότι αφορά τα ελάχιστα εκ του νόμου προβλεπόμενα όρια χρονικής και τοπικής έκτασης (πέντε έτη και αποκλειστικά για την Ελλάδα) και μόνο εκείνες τις εξουσίες που αν δεν μεταβιβασθούν καθιστούν άνευ νοήματος τη σχετική συμφωνία[xi]. Ο νομοθέτης σε καμία περίπτωση δεν ήθελε (γι’αυτό απαιτεί έγγραφο τύπο) να αποτελεί αντικείμενο εμμάρτυρης απόδειξης το περιεχόμενο της συμφωνίας του δημιουργού με τον αντισυμβαλλόμενό του. Κατά τα ανωτέρω, από την παραγωγή και δημιουργία μιας διαφημιστικής οπτικοακουστικής ταινίας που στηρίζεται σε προφορική συμφωνία ο χρήστης του έργου μπορεί να αποκτήσει μόνο την δυνατότητα προβολής της ταινίας αυτής στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο (ανάλογα με το είδος του υλικού φορέα στον οποίο έχει εγγραφεί και παραδοθεί το έργο) επί 5 έτη και μόνο για την Ελλάδα, υπό την έννοια ότι ο δημιουργός καταχρηστικά θα ασκούσε το δικαίωμα του να αντιταχθεί στην ως άνω δυνατότητα του χρήστη. Αλλοι τρόποι εκμετάλλευσης, όπως η προβολή ολόκληρης της ταινίας στο διαδίκτυο ή η απόσπαση ενός φανταστικού χαρακτήρα κινουμένων σχεδίων που πρωταγωνιστεί στην ταινία και η μετατροπή του σε διαφημιστικό σύμβολο της εταιρείας [xii] δεν δύνανται να θεωρηθούν ως τεκμαιρόμενο περιεχόμενο της συμφωνίας, ούτε κατά συνέπεια η σχετική άσκηση των δικαιωμάτων του δημιουργού να θεωρείται άνευ ετέρου καταχρηστική.
Πολλώ δε μάλλον στενά πρέπει να ερμηνεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος στην περίπτωση της προφορικής συναίνεσης για την εκτέλεση πράξεων ή παραλείψεων που αποτελούν προσβολή του ηθικού δικαιώματος του δημιουργού. Όταν ο δημιουργός δεν έχει συναινέσει εγγράφως, ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει δικαίωμα να αποσπά ένα κινούμενο σχέδιο-φανταστικό χαρακτήρα από την διαφημιστική ταινία και να τον μετατρέπει σε διαφημιστικό σύμβολο της εταιρείας, ούτε καν να αναθέσει σε άλλον δημιουργό τη δημιουργία νεων ταινιών με τον χαρακτήρα αυτό. Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προστασίας της ακεραιότητας του έργου από τη μεριά του δημιουργού θα συνιστούσε ίσως κατά τις συνθήκες της διαφημιστικής αγοράς η απαγόρευση της μεταδόσεως συντετμημένων μορφών της διαφημιστικής ταινίας (cut version) για το χρονικό διάστημα που η συμφωνία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί εν ισχύ. Επίσης η μη προβολή και του ονόματος του δημιουργού κατά την προβολή της διαφημιστικής ταινίας στην τηλεόραση μπορεί να δικαιολογείται από τη φύση του τρόπου εκμετάλλευσης, κάτι τέτοιο όμως δεν δικαιολογείται για άλλους τρόπους εκμετάλλευσης, όπως η προβολή στο διαδίκτυο ή η αναπαραγωγή του φανταστικού χαρακτήρα σε έντυπα.
Περαιτέρω, αποδυνάμωση του δικαιώματος του δημιουργού δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει η αντίδρασή του ένα έτος και τρεις μήνες μετά την παράδοση της διαφημιστικής ταινίας στον αντισυμβαλλόμενο, ακόμα και αν αποδειχθεί ότι ο αντισυμβαλλόμενος προέβη άμεσα στην χρήση του έργου με όλους τους δυνατούς τρόπους εκμετάλλευσης (πράγμα αδύνατο). Ως γνωστόν η πάροδος του χρόνου (και μάλιστα τόσο σύντομου) από μόνη της δεν στοιχειοθετεί αποδυνάμωση διαφορετικά ο θεσμός της παραγραφής θα υποκαθίστατο και πάντως θα καταστρατηγείτο[xiii]. Απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον προϋποθέσεις, όπως περιστατικά που αποδεικνύουν τη γνώση του δημιουργού για την έκταση της προσβολής και συναίνεσή του στην προσβολή αυτή. Η γνώση όμως του δημιουργού ότι η διαφημιστική ταινία που παρέδωσε στον αντισυμβαλλόμενό του προβάλλεται στην τηλεόραση (και για την οποία κατά τα ανωτέρω καταχρηστικά θα αντιδρούσε) δεν αποδεικνύει από μόνη της και τη γνώση των άλλων τρόπων εκμεταλλεύσεως (χρήση της ταινίας στο διαδίκτυο και των έντυπων αναπαραγωγών του φανταστικού χαρακτήρα).
Κατά τα ανωτέρω ο δημιουργός εξακολουθεί να δικαιούται από πλευράς δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας να χρησιμοποιεί τον φανταστικό αυτό χαρακτήρα για να δημιουργήσει νεα κινούμενα σχέδια ή κομιξ και εν γένει να προβαίνει στην εκμετάλλευσή του, καθώς και να απαγορεύει στον αντισυμβαλλόμενό του να προβαίνει σε πράξεις που παραβιάζουν τα πνευματικά του δικαιώματος, χωρίς αυτό να συνιστά καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων του. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι οι ανταγωνιστές της εταιρείας θα δικαιούνταν να χρησιμοποιήσουν τον χαρακτήρα αυτό για να διαφημίσουν τις δικές τους επιχειρήσεις, ακόμα και αν αποκτούσαν σχετική άδεια από το δημιουργό, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης (ιδίως ότι το σχέδιο δεν προϋπήρχε και δημιουργήθηκε στα πλαίσια της εκτελεσθείσας διαφημιστικής σύμβασης) τη διάταξη του άρθρων 1 του νόμου 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, ο δε δημιουργός θα νομιμοποιείτο παθητικά αυτοτελώς μαζί με τους ανταγωνιστές του αντισυμβαλλομένου του[xiv].
Τέλος, στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση δέχεται ότι ο δημιουργός είναι και παραγωγός του οπτικοακουστικού έργου, συνεπώς δεν τίθεται καν ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 34 και ιδίως της διάταξης του άρθρου 34§3 τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση των διαφημιστικών ταινιών μικρού μήκους ο δημιουργός δεν διατηρεί δικαίωμα χωριστής αμοιβής για κάθε τρόπο εκμετάλλευσης του οπτικοακουστικού έργου. Συνεπώς ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος απαγόρευσης άλλων τρόπων εκμετάλλευσης από τον χρήστη της ταινίας, σε κάθε περίπτωση ο δημιουργός θα διατηρούσε το δικαίωμα να ζητήσει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 65§3 ν.2121/93 περί αδικαιολόγητου πλουτισμού τουλάχιστον την καταβολή του ποσού κατά το οποίο ο υπόχρεος έγινε πλουσιότερος από την εκμετάλλευση του έργου και το οποίο ανέρχεται στο ποσό της χωριστής αμοιβής για κάθε διαφορετικό τρόπο εκμετάλλευσης που θα κατέβαλε ο χρήστης του έργου αν είχε πάρει τη σχετική άδεια από το δημιουργό[xv] (στις περισσότερες δε περιπτώσεις εφ’όσον πρόκειται για το σκηνοθέτη του έργου η αμοιβή αυτή θα είναι ποσοστιαία κατ’άρθρο 32 ν.2121/93 αμοιβής, αφού ως βάση υπολογισμού του ποσοστού μπορούν να λαμβάνονται τα έξοδα που καταβάλει ο αντισυμβαλλόμενος για την προώθηση της διαφημιστικής ταινίας).
[i] Πνευματική Ιδιοκτησία, 8η εκδ. Αθήνα-Κομοτηνή 2002 σ. 279
[ii] Στο βεβαια που δεν ασκείται πέρα από τα όρια που θέτει το άρθρο 17 του Συντάγματος. Για τη σχετική συζήτηση βλ. και C.Caron, Abus de droit et droit d’auteur, Paris 1998 σ.298 επ’αφορμή της από 6-4-1995 απόφασης του ΔΕΚ Magill. Συνεκδ. C-241/91, C-242/91, Συλλ.Νομ 1995 σ.743
[iii] Για το σχετικό προβληματισμό βλ. Δ.Σαραφιανού, Συνταγματική προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας και κοινωνίας της πληροφορίας, ΤοΣ 4/2003.
[iv] βάσει των άρθρων 5, 16, αλλά και 17 Σ, καθώς και από το άρθρο 1 ΠΠ ΕΣΔΑ. Βλ. σχετικά ΟλΑΠ 6/2007, ΔιΜΕΕ 2007, σ.239, Κουμάντου, ο.π. υποσ. 1 σ.36 επ., Γ.Κασιμάτη, Η προστασία των καλλιτεχνών και η συνταγματικότητα των νόμων 1064 και 1075/1980 ΝοΒ 1981, Θ.Λιακόπουλου, Βιομηχανική Ιδιοκτησία Ι, Αθήνα 1985, σ.128
[v] Για τις διεθνείς συνθήκες πνευματικής ιδιοκτησίας βλ. Κουμάντου, ο.π. υποσ. 1 σ.63 επ., Μ.Μαρίνου, Πνευματική Ιδιοκτησία Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ.323 επ., Δ.Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, 2η εκδ. Αθήνα 2005 σ.321 επ., Λ.Κοτσίρη, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Αθήνα-Θεσαλλονίκη 2005 σ.7 επ..
[vi] Κουμάντου,ο.π. υποσ. 1 σ. 322-323
[vii] Λ.Κοτσίρη, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 4η εκδ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005 σ. 198 επ., Κουμάντου, ο.π. υποσ. 1 σ. 327, Μ.Μαρίνου, Πνευματική Ιδιοκτησία 2η εκδ., Αθήνα-Κομοτηνή 2004 σ. 253 επ.
[viii] πρβλ. Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 7 σ. 122
[ix] Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 8η εκδ. 1961 αρ.138
[x] αναλυτικά. Γεωργιάδης/Σταθόπουλος ΕρμΑΚ υπό 281 σημ.36, Σημαντήρα, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 2η εκδ. 1976 αρ.687
[xi] Η τάση της νομολογίας να χαρακτηρίσει τη διαφημιστική σύμβαση ως σύμβαση έργου (ΑΠ 1678/2001) σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ν.2121/93, καθώς η διαφημιστική σύμβαση είναι κατ’εξοχήν μεικτή, περιέχει δε και εκχώρηση πνευματικών δικαιωμάτων. Η ακυρότητα της εκχώρησης των πνευματικών δικαιωμάτων δεν καθιστά και τη σχετική σύμβαση έργου άκυρη. Πρβλ. Μ.Μαρίνου, Η σύμβαση διαφήμισης- Ευθύνη διαφημιστή και προβλήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ΕλΔ 1999 σ.1658, 1666
[xii] character merchandising –Mαρίνου, ο.π. υποσ, 7 σ.88, ΜΠρΑθ 1154/97 ΕΕμπΔ 1997 σ.352 με παρατ. Ψάρρα
[xiii] ΑΠ 1512/2006, 62/1990 (Ολ) 457/69 ΝοΒ 18,277, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ 281 σημ.40
[xiv] Μαρίνου, ΕλΔ 1999 ο.π. υποσ. 11 σ. 1663-1664
[xv] η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, ακόμη και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (βλ. ΑΠ 349/2004 ΕΕργΔ 2004, 1216, ΑΠ 1239/1977 ΝοΒ 1978, 1032)