Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Προς μια οδηγία για τη συλλογική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων; ΔΙΜΕΕ 2005

 

Εισαγωγή: Η διαχείριση των δικαιωμάτων, τρίτος πυλώνας της πνευματικής ιδιοκτησίας

 

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι αν η οριοθέτηση των εξουσιών και των περιορισμών του δικαιώματος (το ουσιαστικό δίκαιο) της πνευματικής ιδιοκτησίας και οι κανόνες που αφορούν την  επιβολή κυρώσεων  και τα μέσα έννομης προστασίας αποτελούν τους δυο βασικούς πυλώνες της πνευματικής ιδιοκτησίας, ο τρίτος πυλώνας είναι η διαχείριση των δικαιωμάτων. Στους δυο πρώτους πυλώνες η Ε.Ε. έχει ήδη παρέμβει επιχειρώντας την εναρμόνιση των επιμέρους νομοθετικών πλαισίων των κρατών-μελών στους τομείς όπου τα διαφορετικά ρυθμιστικά πλαίσια δημιουργούσαν επιπτώσεις στην κοινή αγορά. Όπως είναι γνωστό η Ε.Ε. έχει εκδόσει επτά οδηγίες για την εναρμόνιση του ουσιαστικού δικαίου (91/250 για τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, 92/100 για το δικαίωμα εκμίσθωσης και δημόσιου δανεισμού, 93/83 για τις δορυφορικές και καλωδιακές μεταδόσεις, 93/98 για τη διάρκεια του δικαιώματος, 96/9 για τις βάσεις δεδομένων, 2001/29 για την κοινωνία της πληροφορίας και 2001/84 για το δικαίωμα παρακολούθησης) και μια οδηγία για την επιβολή κυρώσεων και τα μέσα έννομης προστασίας (2004/48 enforcement directive).

Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση για την αναγκαιότητα παρέμβασης και στον τομέα της διαχείρισης των δικαιωμάτων. Στις 27 Φεβρουαρίου 1999 δημοσιεύθηκε η παραγγελθείσα από την Επιτροπή έρευνα που διενήργησε η Deloite & Touche για τον τρόπο λειτουργίας και τα συστήματα εποπτείας των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Στις 13-14 Νοεμβρίου 2000 πραγματοποιήθηκε σχετική ακρόαση φορέων στις Βρυξέλλες. Το  Κοινοβούλιο, κατόπιν σχετικής έκθεσης της Επιτροπής Νομικών υποθέσεων και εσωτερικής αγοράς εξέδωσε Resolution την 11/12/2003 καλώντας την Επιτροπή να προβεί σε έκδοση ανακοίνωσης. Την 16η/4/2004 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση  (communication) απευθυνόμενη στο Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με την οποία υιοθετείται η ανάγκη ρύθμισης της συλλογικής διαχείρισης (COM/2004/0261). Από τις 21-4-2004 έως τις 21-6-2004 πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση επί του θέματος και πλήθος φορέων χρηστών-οργανισμών συλλογικής διαχείρισης-ενώσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και μεμονωμένοι δημιουργοί απέστειλαν τις απόψεις τους επί του θέματος. Ως επόμενο στάδιο αναμένεται η προετοιμασία πρότασης οδηγίας που θα τεθεί υπό τη νομοθετική διαδικασία της διαβούλευσης κατ΄ άρθρο 133 ΣυνθΕΟΚ[i]

Τα βασικά προβλήματα που κατά την επιτροπή χρήζουν προβληματισμού και αντιμετώπισης είναι κατά κύριο λόγο η αντιμετώπιση των σύγχρονων τρόπων εκμετάλλευσης του πνευματικού δικαιώματος:  το διαδίκτυο καταργεί τα σύνορα στην εκμετάλλευση των δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν ευρύτερα οι διασυνοριακές εκμεταλλεύσεις τόσο στις ψηφιακές, όσο και στις αναλογικές μορφές αναπαραγωγής και δημόσιας εκτέλεσης των δικαιωμάτων. Τίθεται συνεπώς ένα θέμα ως προς την ανάγκη ή μη κατοχύρωσης ή διευκόλυνσης της παροχής ευρωπαϊκών αδειών, ήτοι αδειών εκμετάλλευσης πνευματικών δικαιωμάτων με τοπική έκταση το σύνολο του εδάφους της Ε.Ε.. Δεύτερον η προστασία και διαχείριση των δικαιωμάτων μέσω της ανάπτυξης τεχνολογικών μέτρων προστασίας στο διαδίκτυο (DRM) θέτει το ζήτημα της διαλειτουργικότητας των μέτρων αυτών. Τρίτον, το ζήτημα της διαφανούς λειτουργίας των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Το παρόν άρθρο αποσκοπεί στο να παρουσιάσει το σχετικό προβληματισμό και να ψηλαφίσει κάποιες απαντήσεις στα θέματα που θέτει η Επιτροπή.

 

Μέρος πρώτο:  Η διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή

 

Η εκμετάλλευση των πνευματικών δικαιωμάτων αποκτά ολοένα αυξημένη σημασία για τις οικονομίες των χωρών-μελών της Ε.Ε., έχει δε φθάσει σήμερα να συνεισφέρει πάνω από 5,3% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Όμως η εκμετάλλευση των πνευματικών δικαιωμάτων δεν έχει μόνο, ούτε κυρίως οικονομικές επιπτώσεις. Η κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας αποσκοπεί πρωτίστως στην ανάπτυξη της ίδιας της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς στις συνθήκες της σύγχρονης εμπορευματικής παραγωγής η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί το μόνο μέσο για την εξασφάλιση της οικονομικής, αλλά και καλλιτεχνικής αυτοτέλειας του πνευματικού δημιουργού. Όμως, η διαπραγματευτική ισχύς του μεμονωμένου δημιουργού στην αγορά της εκμετάλλευσης των πνευματικών δικαιωμάτων είναι εξαιρετικά ισχνή. Γι’αυτό οι πνευματικοί δημιουργοί και δικαιούχοι των συγγενικών δικαιωμάτων έχουν συνασπισθεί σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων στους οποίους αναθέτουν είτε με παροχή πληρεξουσιότητας, είτε με καταπιστευτική μεταβίβαση τη διαχείριση των δικαιωμάτων τους. Με αυτό τον τρόπο η διαπραγματευτική ισχύς τους πολλαπλασιάζεται εξασφαλίζοντας ότι δεν θα μεταβιβάζουν τα δικαιώματά τους και δεν θα παρέχουν άδειες εκμετάλλευσης σε εξευτελιστικές τιμές[ii].

Το ερώτημα είναι: αλλάζουν σήμερα οι κοινωνικές συνθήκες κατά τρόπον ώστε να διαφοροποιούν το ρόλο των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης;

 

  1. DRM: η επιστροφή στην ατομική διαχείριση ;

 

Στην ψηφιακή εποχή, φαινόμενα που και στο παρελθόν είχαν παρουσιασθεί, όπως η αδυναμία ελέγχου αναπαραγωγών που γίνονται για ιδιωτική χρήση ή και η πειρατεία αντιτύπων πνευματικών έργων, ήτοι η παράνομη αναπαραγωγή αντιτύπων προς πώληση,  παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις[iii].

Σήμερα, ο πλέον σύγχρονος τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου στηρίζεται στις αυξανόμενες σήμερα δυνατότητες των ίδιων των τεχνολογικών μέσων[iv]. Ετσι, αναπτύσσονται τόσο μηχανήματα, όσο και λογισμικό που επιτρέπουν, κατά την ψηφιακή παρουσίαση στο κοινό ή την ψηφιακή αναπαραγωγή, να κλειδώνεται η χρήση ενός μηχανήματος ή μιας ιστοσελίδας εάν ο χρήστης δεν γνωρίζει το password, που δίδεται μόνο στον νόμιμο χρήστη, είτε να κρυπτογραφείται το πνευματικό έργο, έτσι ώστε να μην επιτρέπεται η αναπαραγωγή αντιγράφων με υψηλή ανάλυση, είτε να καταγράφεται η χρήση των κυκλοφορούντων έργων στο διαδίκτυο και των αναπαραγωγών που πραγματοποιούνται (π.χ. μέσω υδατογραφημάτων)[v]. Στον κυβερνοχώρο μπορούν να χρησιμοποιηθούν προγράμματα που έχουν την δυνατότητα να αποστέλλουν on line  αναφορές για αναπαραγωγές στον πνευματικό δημιουργό[vi].Τα συστήματα αυτά και η διαδικασία ανάπτυξής τους καλύπτονται υπό τον όρο–ομπρέλλα DRM (digital rights management).

Η αποτελεσματικότητα αυτών των τεχνικών μέτρων  τα οποία θα ελέγχουν την πρόσβαση και θα εμποδίζουν την παράνομη αναπαραγωγή των πνευματικών έργων εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη ή μη ενός πλέγματος νομικών κανόνων που θα εξασφαλίζουν την ποινική δίωξη των πράξεων εξουδετέρωσης ή παράκαμψης των μέσων αυτών, αλλά και των πράξεων παραγωγής και εμπορίας τεχνολογικών μέσων ικανών να οδηγήσουν στην εξουδετέρωση ή παράκαμψη των μέσων προστασίας[vii]. Η Ε.Ε. με την οδηγία 29/2001 αντιμετώπισε το θέμα αυτό (βλ. και άρθρο 66Α ν.2121/93).

H σημασία των DRM είναι πραγματικά μεγάλη. Tυχόν γενικευμένη εφαρμογή της μπορεί να αποκαταστήσει την ισορροπία που ανέτρεψε το διαδίκτυο καθιστώντας το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας (κυρίως το δικαίωμα ψηφιακής αναπαραγωγής και ψηφιακής παρουσίασης στο κοινό) από απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα σε δικαίωμα εύλογης αμοιβής. Ιδίως το πρόβλημα της χαμηλής διάδοσης και του περιορισμένου επιπέδου διαλειτουργικότητας των DRM θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αντικείμενο παρέμβασης της Ε.Ε., όχι σε επίπεδο νομοθετικής ρύθμισης, αλλά με την εκπόνηση προγραμμάτων χρηματοδότησης των μεμονωμένων δημιουργών και δικαιούχων, αλλά και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, έτσι ώστε να προμηθευθούν τέτοια συστήματα τεχνολογικής προστασίας.. 

Υποστηρίζεται η άποψη ότι μέσω του διαδικτύου και των τεχνολογικών μέσων προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων ο κάθε δημιουργός μπορεί να προσφέρει μόνος του τα έργα λόγου και τέχνης στο κοινό, χωρίς να δεσμεύεται αφενός μεν από τους μηχανισμούς εμπορίας και αφετέρου χωρίς να χρειάζεται να αναθέτει τη διαχείριση των δικαιωμάτων σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Όμως  η δυνατότητα του δημιουργού να προσφέρει απευθείας τα έργα του στο κοινό (εφόσον βέβαια διαθέτει τις γνώσεις και τους πόρους για να επενδύσει σε DRM), αφενός μεν δεν αίρει την γενικευμένη εμπορευματοποίηση του πνευματικού έργου τέχνης  (καθώς μέσω του διαδικτύου διαμορφώνονται απλώς νεες αγορές κλίμακος και διαμόρφωσης της αισθητικής της κοινής γνώμης -ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία, ISP κλπ), αφετέρου δε δεν αίρει την μειωμένη διαπραγματευτική ισχύ του δημιουργού μέσα στην αγορά του πνευματικού έργου. Το πρόβλημα δηλαδή της συλλογικής διαχείρισης δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, πρόβλημα της ικανότητας πρόσβασης του χρήστη στον δημιουργό[viii], όσο πρόβλημα διαπραγματευτικής ισχύος και μεγαλύτερης ικανότητας ελέγχου των χωρίς άδεια εκμεταλλεύσεων. Αν και μέσω των DRM είναι δυνατό να ελεγχθεί το νέο δικαίωμα ψηφιακής παρουσίασης στο κοινό, τα συστήματα αυτά δεν μπορούν από μόνα τους να αποτρέψουν ούτε την εν συνεχεία (εκτός διαδικτύου) αναπαραγωγή και θέση σε κυκλοφορία των αντιτύπων του έργου σε αναλογική μορφή, ούτε πολλώ δε μάλλον να ελέγξουν το αν ήταν νόμιμη ή παράνομη η εξ υπαρχής αναπαραγωγή των έργων αυτών εντός του διαδικτύου (π.χ. μεσω  σάρρωσης (scanning) χωρίς την άδεια του δημιουργού). Εξακολουθεί συνεπώς να είναι επίκαιρο το ζήτημα της συλλογικής δράσης των καλλιτεχνών μέσω των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και μάλιστα μέσω οργανισμών που είναι κατά τέτοιο τρόπο οργανωμένοι (π.χ. μέσω συμβάσεων αμοιβαιότητας με αντιστοίχους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης της αλλοδαπής) που να μπορούν να ελέγχουν το σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς.

 

  1. Η σημασία της συλλογικής διαχείρισης σήμερα

 

Η συλλογική διαχείριση σήμερα διατηρεί συνεπώς πλήρως τη σημασία της στο χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας ακόμα δε περισσότερο αφού η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του επενδεδυμένου στην αγορά πνευματικών έργων κεφαλαίου. Αλλωστε η συλλογική διαχείριση  δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένα φαινόμενο αποκλειστικά οικονομικό, αλλά κατά κυριο λόγο πολιτιστικό, αφού εξασφαλίζει την ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας. Εξάλλου οι οργανισμοί συλλογικης διαχείρισης παραδοσιακά εκπληρώνουν και άλλους ευρύτερους πολιτιστικούς σκοπούς, είτε έμμεσα, είτε άμεσα. Ετσι σε πολλές χώρες οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης παρακρατούν μέρος των εισπραχθέντων δικαιωμάτων όχι μόνο για την κάλυψη των διαχειριστικών τους εξόδων, αλλά και για την ενίσχυση της πολιτιστικής δημιουργίας, δημιουργώντας αποθεματικά ενίσχυσης οικονομικά ασθενέστερων πνευματικών δημιουργών. Με αυτό τον τρόπο και ενισχύεται η πνευματική δημιουργία[ix] και αναπτύσσεται και ενισχύεται η πολιτισμική διαφοροποίηση με την ενίσχυση της ανά χώρα πνευματικής παραγωγής (κατ’άρθρο 151 ΣυνθΕΕ).

 

  1. Ευρωπαϊκές άδειες και αρχή της εδαφικότητας

 

Ιδιαίτερους προβληματισμούς γεννά η πρόταση για την καθιέρωση συστήματος πανευρωπαϊκής αδειοδότησης.  Ας ξεκινήσουμε με μια θεωρητική παρατήρηση. Πέραν του γενικότερου θεωρητικού προβλήματος για την ισχύ ή όχι της αρχής της εδαφικότητας καθεαυτήν[x], δεν χωρεί αμφιβολία ότι εξάγεται τόσο από την Διεθνή Σύμβαση Βέρνης-Παρισίων (άρθρο 5§2 εδ.γ –ν.100/1975), όσο και από τη Συμφωνία TRIPS (άρθρο 3 –ν.2290/1995) ο κανόνας της εδαφικής μεταχείρισης: ήτοι ότι εφαρμοστέο δίκαιο όταν ζητείται η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι το δίκαίο της χώρας όπου γίνεται η χρήση ή η προσβολή του δικαιώματος[xi]. Ο κανόνας αυτός στηρίζεται στην εξ’αντικειμένου οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική διαφοροποίηση κάθε κράτους. Η διαφοροποίηση αυτή δεν μεταβάλλεται από μόνη την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς ούτε έχει επέλθει πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των χωρών μελών της Ε.Ε., ούτε πολλώ δε μάλλον των συνθηκών στην αγορά των πνευματικών έργων. Ακόμα άλλωστε και η διαδικασία εναρμόνισης του ουσιαστικού δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν έχει ολοκληρωθεί (υπάρχουν κράτη που δεν αναγνωρίζουν το ηθικό πνευματικό δικαίωμα, ενώ ακόμα και το υποκείμενο του δικαιώματος σε ορισμένες περιπτώσεις διαφοροποιείται –π.χ. το δικαίωμα του δημιουργού του οπτικοακουστικού έργου το οποίο έχει εισέλθει και αυτό σε διαδικασία εναρμόνισης[xii]). Για να μην αναφερθούμε στους τρόπους ρύθμισης του δικαιικού συστήματος κάθε χώρας. Η εφαρμογή αυτού του κανόνα και η αντίστοιχη πραγματική κατάσταση δικαιολογεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την ύπαρξη εθνικών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης που διαχειρίζονται τα ανατεθειμένα σε αυτούς δικαιώματα με βάση τις τοπικές συνθήκες της αγοράς (τόσο από πλευράς τιμών, όσο και από πλευράς όρων καταβολής της αμοιβής και υψους διαχειριστικών εξόδων). Ετσι χάρη στις συμβάσεις αμοιβαιότητας μεταξύ των οργανισμών ένας οργανισμός μπορεί να διαχειρίζεται και να χορηγεί άδειες τοπικής εμβέλειας (και με βάση τις τοπικές συνθήκες) που αφορούν όμως την εκμετάλλευση του παγκοσμίου ρεπερτορίου.

Παραταύτα εντός του διαδικτύου (για χρήσεις που πραγματοποιούνται εντός του διαδικτύου- ψηφιακές αναπαραγωγές, ψηφιακή παρουσίαση και μετάδοση) διαμορφώνεται μια νεα πραγματικότητα που αμφισβητεί τους παραδεδεγμένους κανόνες. Kατ’αρχήν ο κανόνας της εδαφικής μεταχείρισης μπορεί να βρεί πεδίο εφαρμογής και εντός του διαδικτύου. Μάλιστα θα μπορούσε ο χρήστης να ζητήσει και να λάβει άδεια περιορισμένη σε συγκεκριμένες εδαφικές περιφέρειες. Τίθεται  όμως το ερώτημα εάν είναι δόκιμο ή πιο ορθά αν έχει καν νόημα ένας χρήστης να αναζητήσει άδεια από κάθε έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης για μια γεωγραφικά προσδιορισμένη εκμετάλλευση του δικαιώματος (κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυξημένο κόστος για το χρήστη και σε μεγάλο βαθμό θα ενίσχυε την παράνομη χρήση των έργων). Γι’αυτό το λόγο άλλωστε ήδη μέσα από την αγορά έχουν διαμορφωθεί συμβατικές σχέσεις που οδηγούν στη χορήγηση διαδικτυακών αδειών. Το πρώτο παράδειγμα είναι η συμφωνία simulcasting[xiii] μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων σχετικά με τον τρόπο καταβολής των δικαιωμάτων των παραγωγών φωνογραφημάτων στην περίπτωση της ταυτόχρονης μετάδοσης από το διαδίκτυο των ηχογραφήσεων που περιλαμβάνονται στις επιμέρους μεταδόσεις των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σημάτων. Με αυτό το σύστημα ο χρήστης δύναται να επιλέξει από ποιον οργανισμό θα λάβει την διαδικτυακή άδεια. Μειονέκτημα του συστήματος (αν και θεωρείται μάλλον πλεονέκτημα από τους χρήστες και την Επιτροπή) είναι ότι με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών κατά τρόπον ώστε ο χρήστης να επιλέγει τον οργανισμό που του προσφέρει το ίδιο ρεπερτόριο με την χαμηλότερη τιμή. Με αυτό τον τρόπο υπονομεύεται η διαπραγματευτική ισχύς των οργανισμών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν οργανισμοί ανταγωνίζονται ο ένας των άλλων αναγκάζονται για να προσελκύσουν πελατεία να κατεβάσουν τα έξοδα διαχειρίσεως τους κάτω του κόστους και εν τέλει ένας από τους δυο να πτωχεύσει (ή ακόμα χειρότερα να αναζητήσει άλλες πηγές πόρων). Αυτό π.χ. συνέβη στην αγορά των πνευματικών δικαιωμάτων των εικαστικών καλλιτεχνών στη Γαλλία, όπου ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των αυτοδιαχειριζόμενων οργανισμών ADAGP  και SPADEM, οδήγησε στην πτώχευση της SPADEM. Γι'αυτό άλλωστε η ύπαρξη ενός οργανισμού κατά κατηγορία δικαιούχων θεωρείται ως στοιχείο της αποτελεσματικότητας που συνυπολογίζεται για την έγκριση άδειας του οργανισμού[xiv].

Το δεύτερο παράδειγμα είναι η συμφωνία του Σαντιάγκο με την οποία οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης  πνευματικών δικαιωμάτων στο χώρο της μουσικής έχουν επιτρέψει να χορηγεί ο κάθε ένας από αυτούς άδειες πολλαπλής εδαφικής κάλυψης για την ψηφιακή εκμετάλλευση δικαιωμάτων δημόσιας εκτέλεσης/παρουσίασης στο κοινό (webcasting,streaming). Με αυτό το σύστημα, ο χρήστης (πάροχος του περιεχομένου) υποχρεούται να απευθυνθεί στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της χώρας στην οποία είναι ο ίδιος ο χρήστης εγκατεστημένος[xv]. Ετσι θεωρητικά αποφεύγεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των οργανισμών χωρίς όμως να αποκλείεται και η περίπτωση της μετεγκατάστασης του χρηστη στη χώρα όπου μπορεί να αποκτήσει τα δικαιώματα με τους πιο συμφέροντες γι’αυτόν όρους (γεγονός που στο διαδίκτυο δεν είναι τόσο δύσκολο). Από την άλλη με αυτό τον τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει υπέρμετρη και αδικαιολόγητη κυρίως δέσμευση της οικονομικής ελευθερίας του χρήστη (ήδη η Επιτροπή στις 3-5-2004 προειδοποίησε τους οργανισμούς ότι η συμφωνία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού). 

Το τρίτο παράδειγμα είναι η συμφωνία OLA-OnLine Art με την οποία ρυθμίζεται η δυνατότητα ψηφιακής αναπαραγωγής (downloading) και παρουσίασης των έργων των εικαστικών τεχνών και των φωτογραφιών. Ο χρήστης αποκτά διαδικτυακή άδεια από οποιονδήποτε οργανισμό –ή και δημιουργό- έχει ενταχθεί στο σύστημα –στο συγκεκριμένο portal- (ο κάθε ένας για το εδαφικά προσδιορισμένο ρεπερτόριο του) αλλά με τους ίδιους όρους, αφού κάθε οργανισμός θέτει τις αμοιβές για το ρεπερτόριο των μελών του. Mε τον τρόπο αυτό αποφεύγεται ο ανταγωνισμός και μάλιστα καθίσταται αρκετά εύκολη και η χρηση DRM αφού η αναπαραγωγή του έργου γίνεται από ένα κεντρικό portal (πύλη).  Εν προκειμένω όμως πρόκειται επί της ουσίας για ατομική διαχείριση που πραγματοποιείται μέσω των οργανισμών, στον δε χρήστη συνήθως χορηγείται άδεια  downloading και όχι άδεια δημιουργίας μιας δικής του ιστοσελίδας μέσω της οποίας θα προσφέρονται περαιτέρω άδειες αναπαραγωγής ή παρουσίασης των έργων σε τρίτους.

Το πρώτο συνεπώς συμπέρασμα είναι ότι η φύση της εκμετάλλευσης του κάθε έργου (αν π.χ. προσφέρεται για ατομική ή stricto sensu συλλογική διαχείριση μέσω γενικών αδειών -blanket licenses) διαφοροποιεί τους τρόπους χορήγησης διαδικτυακών αδειών.  Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η ίδια η αγορά της ψηφιακής εκμετάλλευσης πνευματικών έργων φαίνεται να βρίσκει κάποιες (περισσότερο ή λιγότερο επιτυχείς) λύσεις.  Η μεταφορά όμως αυτών των συστημάτων στις μη διαδικτυακές (off-line) εκμεταλλεύσεις θα οξύνει αυτά τα προβλήματα.

Κατ’αρχάς η Επιτροπή χρησιμοποιώντας κυρίως παραδείγματα από το χώρο του διαδικτύου επιχειρεί να αναδείξει την αναγκαιότητα εφαρμογής ενός συστήματος πανευρωπαϊκής αδειοδότησης και σε διασυνοριακές αναλογικές εκμεταλλεύσεις.  Πλην όμως πρέπει να επισημανθεί κατ’αρχήν ότι το διαδίκτυο δεν είναι πανευρωπαϊκό-είναι παγκόσμιο. Το γεγονός ότι κάποιος μέσα από τις προπεριγραφείσες συμφωνίες μπορεί να λάβει άδεια εκμετάλλευσης περιορισμένη στις χώρες του ΕΟΧ δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να λάβει και άδεια για χώρες εκτός αυτού ή για συνδυασμό χωρών. Η ύπαρξη του διαδικτύου καθεαυτήν δεν δικαιολογεί απευθείας την καθιέρωση ενός συστήματος πανευρωπαϊκής αδειοδότησης που θα επεκτείνεται και στις αναλογικές εκμεταλλεύσεις. Αντίθετα θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει το γεγονός ότι ενώ μέσα από το διαδίκτυο είναι πλέον ευχερής ο κεντρικός έλεγχος των νόμιμων και παράνομων χρήσεων από τον οργανισμό που χορηγεί την άδεια, στις off line εκμεταλλεύσεις είναι αναγκαία η ύπαρξη τοπικών οργανισμών που θα τις ελέγχουν. Ακόμα δηλαδή και αν ζητηθεί από έναν οργανισμό η άδεια για την εκμετάλλευση σε άλλη εδαφική περιφέρεια από αυτήν που είναι εγκατεστημένος ο οργανισμός και πάλι θα πρέπει ο οργανισμός αυτός είτε να διατηρεί υποκατάστημα σε αυτή τη χώρα για να διενεργεί τους ελέγχους αυτούς (με αυξημένο συνεπώς διαχειριστικό κόστος) είτε να αναθέτει στον τοπικό οργανισμό τον έλεγχο (οπότε και παλι θα τεθεί το ζήτημα της αύξησης του κόστους αφού είναι λογικό ο οργανισμός αυτός να ζητήσει καταβολή δαπανών για τους ελέγχους που θα πραγματοποιεί, βάσει μιας συμφωνίας στην κατάρτιση της οποίας δεν έχει λάβει μέρος-ούτε αμοιβή). Το ίδιο (αν και σε μικρότερο βαθμό) ισχύει και για την απόδοση των εισπραχθέντων δικαιωμάτων προς τους δημιουργούς. Επιπλέον ένα σύστημα ελεύθερης επιλογής οργανισμού από τον χρήστη για τη λήψη πανευρωπαϊκής αδείας θα σήμαινε ότι κατά τον προσδιορισμό της αμοιβής υφίσταται ο κίνδυνος να μην συνυπολογισθούν οι ιδιαιτερότητες της τοπικής αγοράς που στον αναλογικό τομέα είναι ιδιαιτέρως σημαντικές.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η Επιτροπή προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα αναζητεί συστήματα που στην πραγματικότητα τείνουν να καταργήσουν τον ανά χώρα απόλυτο και αποκλειστικό χαρακτήρα του πνευματικού δικαιώματος, είτε καθιερώνοντας σύστημα υποχρεωτικής άδειας (compulsory license), είτε σύστημα κοινοτικής ανάλωσης του δικαιώματος (ήτοι αν δοθεί άδεια για μια χώρα της κοινότητας να θεωρείται ότι έχει δοθεί αυτομάτως για όλες), είτε σύστημα εύλογης αμοιβής. Πέραν όμως των μειονεκτημάτων αυτών των συστημάτων καθεαυτά (καθώς π.χ. το σύστημα της υποχρεωτικής άδειας δεν επιλύει το ποιος οργανισμός θα προσδιορίσει την καταβληθείσα αμοιβή) τα συστήματα αυτά έρχονται και σε σύγκρουση με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ε.Ε. όπως αυτές αποτυπώνονται στις συμβάσεις Βέρνης,Ρώμης (ν.100/1975), WCT-WPPT της WIPO (ν. 3184/2003). Aν μη τι άλλο δεν θα περνούσαν το τέστ των τριών σταδίων (three-step test)[xvi]. Τέλος η κατάληξη σε ένα μοντέλο simulcasting δεν θα κατορθώσει κατά τη γνώμη μας να εξυπηρετήσει ούτε τους λόγους για τους οποίους προωθείται αυτό το μοντέλο.

Ισως μια λύση θα ήταν το μοντέλο μιας διεθνούς συμφωνίας-πλαίσιο, όπως αυτή της IFPI (ένωση δισκογραφικών εταιρειών)-BIEM (οργανισμοί που διαχειρίζονται τα  δικαιώματα εγγραφής των μουσικοσυνθετών σε φωνογραφήματα) για τα μηχανικά δικαιώματα των δημιουργών μουσικής σε συνδυασμό προς τη Σύμφωνία των Καννών (μεταξύ οργανισμών της μουσικής και εκδοτών μουσικής) που προβλέπει και διαφορετικά ποσοστά διαχειριστικών εξόδων ανά κατηγορίες χώρων. Ενα τέτοιο σύστημα προϋποθέτει όμως τη συμβατική βούληση των ενδιαφερομένων μερών και όχι την όποια νομοθετική παρέμβαση.

 

Μέρος δεύτερο: Η εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης

 

Από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη αντιμετώπισης της εποπτείας των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης παραγόμενη από τις σύγχρονες συνθήκες ανάπτυξης της τεχνολογίας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνεται στην ανακοίνωση. Στην πραγματικότητα ο σχετικός διάλογος  αναπαράγει την παλαιότερη συζήτηση για την αναγκαιότητα επιβολής αυξημένων μέτρων εποπτείας στους οργανισμών. Η συζήτηση αυτή σχετίζεται με την de facto και σε ορισμένες περιπτώσεις de jure (π.χ. Ιταλία) μονοπωλιακή θέση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Για όλους όμως τους προαναφερθέντες λόγους η μονοπωλιακή θέση των οργανισμών είναι μια αναγκαιότητα. Παραταύτα, η μονοπωλιακή θέση γεννά και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, έτσι ώστε να μην οδηγεί σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης[xvii].

 

  1. Οι σχέσεις των οργανισμών με τους χρήστες

 

Οσον αφορά τη σχέση των οργανισμών με τους χρήστες, τα τυχόν προβλήματα έχουν αντιμετωπισθεί σε μεγάλο βαθμό ήδη με τις αποφάσεις του ΔΕΚ (Jean Loui Tournier, Lucazeau[xviii]), αλλά και με τις επιμέρους κρατικές νομοθεσίες. Οι οργανισμοί δεν μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση αδείας σε χρήστη χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος, ούτε να καθορίζουν μη εύλογες τιμές, ούτε μη εύλογα ποσοστά παρακράτησης διαχειριστικών εξόδων. Κάτι τέτοιο θα μείωνε την αποτελεσματικότητά τους στον τομέα της διαχείρισης. Μονοπωλιακή θέση των οργανισμών δεν σημαίνει, ούτε πρέπει να σημαίνει ήσυχη ζωη για τους οργανισμούς. Το εύλογο ή μη των τιμών και των εξόδων διαχείρισης  πρέπει να προσδιορίζεται κατά συγκριτική αξιολόγηση των τιμών και εξόδων που ισχύουν και στις άλλες χώρες, συνυπολογιζομένων βέβαια πάντα των ιδιαιτεροτήτων της κάθε αγοράς[xix].   Όμως ο προσδιορισμός του εύλογου ή μη του αμοιβολογίου δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους χρήστες, όπως ζητούν οι ενώσεις των χρηστών!

Εκεί που πρέπει σαφώς να υπάρχει νομοθετική ρύθμιση είναι στην διαφάνεια του τρόπου λειτουργίας με την καθιέρωση της υποχρεωτικής δημοσίευσης του αμοιβολογίου των οργανισμών (όπως απαιτεί και το άρθρο 56 ν.2121/93) και της πρόβλεψης συστημάτων ταχείας επίλυσης των σχετικών διαφορών. Ετσι π.χ. ο ν.2121 στο ίδιο άρθρο προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής των σχετικών προβλημάτων σε διαιτησία με συμφωνία των μερών (αναγκαστική διαιτησία θα ερχόταν σε σύγκρουση με τις συνταγματικές διατάξεις[xx]), καθώς και τη δυνατότητα του χρήστη, εφόσον επιθυμεί να προβεί σε εκμετάλλευση του έργου,  να ζητήσει με προσφυγή του στον Πρόεδρο Πρωτοδικών τον προσδιορισμό  ευλόγου τιμήματος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Παρατηρούμε ότι ο νόμος 2121/93 προβλέπει ήδη τις βασικές αρχές ορθής λειτουργίας της σχέσεως οργανισμών-χρηστών. Αντιμετωπίζονται όμως πράγματι τα προβλήματα; Στην πραγματικότητα ούτε τα μέρη υπάγουν τις διαφορές τους σε διαιτησία  (είτε συμβατική, είτε υπό την αιγίδα του ΟΠΙ), ούτε οι χρήστες θέτουν ενόψη του Προέδρου Πρωτοδικών τις αντιρρήσεις τους ως προς το εύλογο των αιτουμένων αμοιβών, ακριβως προκειμένου να αποφύγουν την καταβολή ακόμα και ευλόγου αμοιβής. Αντιθέτως προτιμούν να ακολουθούν την οδό της δικαστικής διαμάχης, που με τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης οδηγεί σε μακροχρόνιες διενέξεις (ιδίως τυχόν υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να οδηγήσει σε δεκαετή δικαστική διένεξη μέχρι και την έκδοση της τελικής απόφασης).

 

  1. Οι σχέσεις των οργανισμών  με τους δημιουργούς και με τους οργανισμούς της αλλοδαπής

 

Ακόμα σημαντικότερες υποχρεώσεις πρέπει να έχουν οι οργανισμοί ως προς τους δημιουργούς που εκπροσωπούν είτε μέσω συμβάσεων ανάθεσης, είτε μέσω συμβάσεων αμοιβαιότητας. Κατ΄αρχήν είναι αυτονόητο ότι οι οργανισμοί υποχρεούνται να εκπροσωπούν και δημιουργούς που δεν είναι κάτοικοι της εδαφικής περιφέρειας στην οποία δραστηριοποιούνται (απόφαση Επιτροπής GEMA I[xxi]) και πρέπει να συμπεριφέρονται με ισότιμο τρόπο σε όλους τους δημιουργούς κατοίκους της Ε.Ε. (αποφαση ΔΕΚ Phil Collins[xxii]). Περαιτέρω, η αρχή της διαφάνειας πρέπει να επικρατεί απολύτως, καθώς οι οργανισμοί λειτουργούν ως διαχειριστές δικαιωμάτων τρίτων (των δημιουργών που τους αναθέτουν τη διαχείριση). Κάθε παροχή του οργανισμού προς τους δικαιούχους πρέπει να διέπεται από ένα σαφή και δημοσιευμένο κανονισμό. Ταυτόχρονα ο κάθε οργανισμός οφείλει να προβαίνει σε λογοδοσία για τα εισπραχθέντα δικαιώματα και ιδίως ανά κατηγορία δικαιωμάτων εφόσον παρακρατεί διαφορετικά έξοδα διαχείρισης ανά κατηγορία δικαιώματος, καθώς και να επιτρέπει σχετικούς εσωτερικούς ελέγχους, κατά τρόπο που δεν θα δημιουργεί δυσχέρειες στη λειτουργία του οργανισμού[xxiii]. Επισης οι οργανισμοί θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ουσιαστική συμμετοχή των δικαιούχων στον καθορισμό του αμοιβολογίου και των κανονισμών παροχών, καθώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα (και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) που δικαιολογεί την ειδική αντιμετώπιση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού είναι ακριβώς ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των οργανισμών και η αυτοδιαχείρισή τους, που νομιμοποιεί και τη δράση τους.

Περαιτέρω, όπως έχει κρίνει και η Επιτροπή στις τρεις αποφάσεις GEMA[xxiv] οι οργανισμοί δεν πρέπει να επιβάλλουν στο δημιουργό υπέρμετρους συμβατικούς όρους που να δεσμεύουν την ανάθεση των δικαιωμάτων για υπέρμετρο χρονικό διάστημα κατά τρόπο ώστε να του απαγορεύουν την αλλαγή οργανισμού ή την ατομική διαχείριση ή που απαγορεύουν στο δημιουργό τη μερική ανάθεση των δικαιωμάτων του στον οργανισμό (μερισμός ή σπάσιμο των εξουσιών). Oι οργανισμοί δικαιούνται να αρνηθούν τον μερισμό μόνο με πλήρη και ειδική αιτιολογία που θα πιστοποιεί την δια του μερισμού μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας του οργανισμού έναντι των μεγάλων χρηστων (απόφαση ΔΕΚ SABAM[xxv], απόφαση Επιτροπής Daftpunk[xxvi]). Εδώ σαφώς θα πρέπει οι οριοθετηθείσες από τις αποφάσεις αυτές κατηγορίες να αναπροσαρμοσθούν στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα (βλ. χαρακτηριστικά την απόφαση της Επιτροπής Daftpunk) με την δημιουργία νεων κατηγοριών (όχι μιας που θα καλύπτει όλες τις ψηφιακές χρήσεις). Οι σχετικές αρχές συνεπώς προκύπτουν άμεσα από το δίκαιο του ανταγωνισμού και έχουν εν πολλοίς ενσωματωθεί σε κώδικες δεοντολογίας που έχουν συνταχθεί από κατά κλάδο συνομοσπονδίες οργανισμών[xxvii].  Στο βαθμό βέβαια που οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται η νομοθετική παρέμβαση είναι αναπόφευκτη

 

  1. Μηχανισμοί εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου

 

Η εποπτεία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης από κρατικά όργανα είναι αναμφίβολα αναγκαία στο βαθμό που ο νομοθέτης (και ο κοινοτικός νομοθέτης) έχει προβλέψει περιπτώσεις αναγκαστικής διαχείρισης δικαιωμάτων μέσω ΟΣΔ (οδηγία 93/83 για την καλωδιακή μεταδοση, άρθρα 18§3, 49, 54§2 ν.2121/93). Η εποπτεία πρέπει  κυρίως να αποσκοπεί στην ικανότητα του οργανισμού να εξασφαλίζει την βιώσιμη και αποτελεσματική διαχείριση των δικαιωμάτων, αλλά και να αποτρέπει την συμμετοχή προσώπων με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο στη διοίκηση των οργανισμών[xxviii].

Δεν χωρεί αμφιβολία βέβαια ότι κανείς θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εποπτεία των οργανισμών και ιδίως η επιβολή κυρώσεων από τα όργανα της διοίκησης. Η εποπτεία δεν είναι πανάκεια. Κι’αυτό γιατί η δυνατότητα επηρεασμού της διοίκησης από  τους μεγάλους χρήστες είναι πιστοποιημένη στη χώρα μας [xxix].

 

Συμπέρασμα: Είναι αναγκαία  μια οδηγία για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης;

 

Με βάση τα ανωτέρω μια οδηγία για τη συλλογική διαχείριση θα πρέπει να περιοριστεί να προβλέψει σύστημα εποπτείας κατά την ίδρυση και λειτουργία των ΟΣΔ και να επαναλάβει τα πορίσματα των σχετικών αποφάσεων της Επιτροπής και του ΔΕΚ.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό η Ελλάδα διαθέτει ήδη το κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση δυσλειτουργικών φαινομένων. Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι τόσο η δυσλειτουργία των οργανισμών, όσο η δυσλειτουργία της αγοράς. Σε πολλούς κλάδους δικαιωμάτων ούτε έχει γίνει συνείδηση στους δημιουργούς η αναγκαιότητα της συλλογικής διαχείρισης, ούτε έχει ομαλοποιηθεί η αγορά, με τους περισσότερους χρήστες να προσπαθούν να αποφύγουν την καταβολή αμοιβών. Μια λύση θα αποτελούσε η εφαρμογή συστημάτων συλλογικών συμβάσεων, όπως συμβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες. όμως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων. Μια δεύτερη κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η συντόμευση των σχετικών διαδικασιών επίλυσης των διαφορών με την εγκαθίδρυση ειδικού πινακίου εκδίκασης υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας στις μεγάλες πόλεις της χώρας[xxx] και της ιδιαίτερης εκπαίδευσης δικαστών που εκδικάζουν τις υποθέσεις αυτές. Σε κάθε περίπτωση για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν σχετίζονται πολύ περισσότερο με την εφαρμογή του νόμου και όχι με την ίδια τη διαδικασία νομοθετικής παραγωγής.

[xxxi]

 

[i] Ηδη στις 7/7/2005 εκπονήθηκε από την Επιτροπή μελέτη  για την διασυνοριακή συλλογική αδειοδότηση έργων της μουσικής μέσω του διαδικτύου. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτείται η έκδοση οδηγίας έτσι ώστε να επιτραπεί στους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων να επιλέγουν ελεύθερα τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης δια του οποίου θα χορηγούν σε χρήστες πανευρωπαϊκής ισχύος άδειες εκμετάλλευσης έργων της μουσικής μέσω του διαδικτύου.

[ii] Βλ. σχετικά Γ.Κουμάντου, Πνευματική Ιδιοκτησία 7η εκδ. Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ.353 επ., Μ.Μαρίνου, Πνευματική Ιδιοκτησία Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ.300 επ., Δ.Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, Αθήνα 2000 σ.221 επ, Λ.Κοτσίρη, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Θεσσαλονίκη 1995 σ.173

[iii] Ακόμα και ο δικαστικός έλεγχος δυσχεραίνει συνεχώς π.χ. με το πέρασμα από την εποχή της αντιγραφής μουσικών έργων μέσω κεντρικού server, όπως συνέβαινε με το Napster, στην εποχή των τεχνολογιών αντιγραφής peer to peer χωρίς τη διαμεσολάβηση  server- βλ. σχετικά Stan Liebowitz, Copyright and the internet http://www/utdallas.edu/~liebowit/knowledge_goods/chap9.pdf , καθώς και ευρύτερα Α.Παπαδοπούλου, Η πνευματική ιδιοκτησία στο χώρο και το χρόνο του διαδικτύου, ΔΕΕ σ. 1213-4.

[iv] Εχει γίνει πλέον κλασσική η φράση του Charles Clark «The answer to the machine is the machine».

[v] Βλ. σχετικά  Σ.Σταυρίδου, Τα τεχνολογικά μέτρα στην υπηρεσία της διαχείρισης και προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας in Γ.Κουμάντος-Λ.Κοτσίρης-Μ.Μαρίνος-Π.Κοριατοπούλου-Σ.Σταυρίδου, Κοινωνία της πληροφορίας και πνευματική ιδιοκτησία Αθήνα-Κομοτηνή 2001  σ. 95 επ., Δ.Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Internet, Aθήνα 2001 σ.75 επ., Παπαδοπούλου, ο.π. υποσ. 2 σ. 1220 επ.

[vi] Π.χ. με τη χρήση software intelligent agents, αλλά όχι μόνο. Βλ. σχετικά Σταυρίδου, ο.π. υποσ. 4 σ.102,105, V.Grassmuck, Technological copyright enforcement and open access, 2003 http://waste.informatik.hu-berlin.de/Grassmuck/Texts/drm-oai.html

[vii] Σταυρίδου, ο.π. υποσ. 49 σ. 93. Βλ. σχετικά το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ με την Αudio Home Recording Act του 1992  επιβλήθηκε η χρήση τεχνολογικού μέσου που επιτρέπει μόνο τη δυνατότητα αναπαραγωγής ενός αντιγράφου από το πρωτότυπο (Serial Copy Management System). Πιο πρόσφατα με την Digital Millenium Copyright Act του 1998 αναπτύχθηκε ένα πλαίσιο προστασίας των τεχνολογικών μέσων που απαγορεύει τις πράξεις εξουδετέρωσης των μέσων αυτών, καθώς και την κατασκευή και πώληση συσκευών που αποσκοπούν στην εξουδετέρωση. Ηδη, παρά τις σχετικές αμφισβητήσεις, ο νόμος αυτός κρίθηκε συνταγματικός από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καλιφόρνια με την απόφασή του U.S. v. Elcom Ltd

[viii] παρότι αυτό μπορεί να είναι το πρόβλημα όπως αντιμετωπίζεται από τη μεριά του χρήστη –γι’αυτό και αντιλαμβάνεται τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ως ένα one stop shop για την πρόσβαση σε πνευματικά έργα. Βλ. ενδεικτικά τις τοποθετήσεις των ενώσεων των χρηστών (Association of Commercial Television, Αssociation Europeenne de Radios) στα πλαίσια της διαδικασίας διαβούλευσης που ολοκληρώθηκε στις 21-6-2004

[ix] ιδίως σε χώρες όπως η δικιά μας που για μεγάλες κατηγορίες πνευματικών δημιουργών δεν υπάρχουν συστήματα ασφάλισης (βλ. ενδεικτικά Κ.Σπανού, Κοινωνική ασφάλιση εικαστικών καλλιτεχνών, ΔΕΝ 1992 σ.1 επ.)  η δημιουργία τέτοιων αποθεματικών θα μπορούσε να συμβάλλει στην προσέλκυση ατόμων να ασχοληθούν με την πνευματική δημιουργία

[x] για το σχετικό προβληματισμό βλ. Κουμάντος, ο.π. σ.65 επ. -Μαρίνος,ο.π. σ.327 επ.

[xi] Μαρίνος, ο.π. σ.332-3

[xii] βλ. σχετικά την έκθεση της Επιτροπής COM/2002/0691 Τελικό

[xiii] που υποβλήθηκε από την ένωση παραγωγών φωνογραφημάτων (IFPI) στην Ε.Ε. για εξαίρεση από το άρθρο 81-3 ΣυνθΕΕ –και πράγματι εξαιρέθηκε την 8-10-2002 υπόθεση COMP/C2/38.014

[xiv] βλ. για τη Γερμανία τις εισηγητικες εκθέσεις του νόμου: Begruendung zum Refentenentwurf eines Gesetzes ueber Verwertungsgesellschaften auf dem Gebiet des Urheberrechts, VI 3, σ. 298, Begruendung des Regierungsentwurfes UFITA 46 σ.273 

 

[xv] Αντίστοιχη είναι και η συμφωνία της Βαρκελώνης με την οποία οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης των μηχανικών δικαιωμάτων (στα πλαίσια της ΒΙΕΜ) επιτρέπουν την αδειοδότηση πολλαπλής εδαφικής κάλυψης για την ψηφιακή εκμετάλλευση των αναπαραγωγών (downloading) μέσω του διαδικτύου

[xvi] Η Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης-Παρισίων προβλέπει στο άρθρο 9§2 αυτής ότι επιτρέπεται η νομοθετική επιβολή περιορισμών  στο απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέφθηκαν, η επιτρεπόμενη εκμετάλλευση δεν βλάπτει την κανονική εκμετάλλευση του έργου, ούτε προκαλεί αδικαιολόγητη βλάβη στα συμφέροντα του πνευματικού δημιουργού (three steps test). Η ίδια ρήτρα επαναλαμβάνεται και στη Διεθνή Σύμβαση TRIPS (άρθρο 13) και στις δυο συμβάσεις της WIPO  (άρθρο 10 σύμβασης για την πνευματική ιδιοκτησία και 16 για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα) βλ.Κουμάντου, ο.π. υποσ. 1 σ.288, Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 1 σ.267, Π.Κοριατοπούλου-Αγγελή, Οι περιορισμοί και εξαιρέσεις των αποκλειστικών δικαιωμάτων στη νεα οδηγία 2001/29/ΕΚ in Κουμάντος-Κοτσίρης-Μαρίνος-Κοριατοπούλου-Σταυρίδου, ο.π. υποσ. 4 σ. 61

[xvii] Για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού στους ΟΣΔ βλ. Ε.Κινινή, Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας & Δίκαιο Ελεύθερου Ανταγωνισμού, Αθήνα 2001 passim, ιδίως σ. 67 επ., Α. Μικρουλέα: «Η Εφαρμογή του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού στο Δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Ειδικότερα Στους Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης Πνευματικών Δικαιωμάτων», ΕΕμπΔ 99, σελ. 452 επ., Ειρ. Σταματούδη, Οι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης κάτω από το πρίσμα του Ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού: το άδοξο τέλος μιας μακράς ιστορίας, ΚριτΕ 1998 σ.217 επ.   

[xviii] Εισαγγελική Αρχή κατά Jean Loui Tournier, υπόθεση 395/87, Συλλογή (1989) σ.2521, Lucazeau κατά SACEM υποθέσεις 110/88,241/88 και 242/88, Συλλογή (1989) σ.2811

[xix] βλ. και Κινινή, ο.π. υποσ. 16 σ.85 επ.

[xx] των άρθρων 8, 20§1 και 87§1 Σ. βλ. και Π.Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα τ. Β 1991 σημ. 1542

[xxi] απόφαση της 20-6-1971, ΕΕ L134/15

[xxii] Phil Collins κατά Imtrat Handels GmbH, υπόθεση C-92/92, Συλλογή Νομολογίας 1993 σ.5145 επ. Για την απόφαση αυτή βλ. αναλυτικά Π.Κοριατοπούλου, Ένα βήμα στην εξομοίωση των Ευρωπαίων (η απόφαση Phil Collins και οι επιπτώσεις της στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας) ΕεμπΔ 1995 σ.152 επ.

[xxiii] Σύλβια Σταυρίδου «Η Σύμβαση  Ανάθεσης Διαχείρισης στο Δίκαιο της Πνευματικής  Ιδιοκτησίας», Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1999, σελ.75 επ., ιδίως σ.86

[xxiv] GEMA I απόφαση της 20-6-1971, ΕΕ L134/15, GEMA II απόφαση της 6-7-1972, ΕΕ L166/22, GEMA III απόφαση της 4-12-1981, ΕΕ L94/12

[xxv] υπόθεση 127/73 Belgische Radio en Televisie and Societe Belge des auteurs, compositeurs et editeurs v. SABAM and NV Fonior [1974] ECR 313 ;[1974] 2 CMLR 238

[xxvi] Βanghalter και Homem Christo κατά SACEM, υπόθεση COMP/C2/37.219

[xxvii] βλ. π.χ. τους κώδικες δεοντολογίας της Association Internationale des Auteurs de l’ Audiovisuel (AIDAA) και της European Visual Artists (EVA)

[xxviii] εξάλλου μόνο σε Πορτογαλια-Ιρλανδία-Ηνωμένο Βασίλειο δεν υφίσταται καθεστώς προηγούμενης έγκρισης της λειτουργίας των οργανισμών

[xxix] κλασσικά παραδείγματα ι) η διάταξη του άρθρου 4 του νόμου 2173/1993, με την οποία προστέθηκε 6η  παράγραφος στο άρθρο 72 του νόμου 2121/1993, η οποία προβλέπει ότι "Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος  νόμου  και  μέχρι  την  έναρξη λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης που θα μπορούν να λαμβάνουν τις σχετικές με  δωρεές  αποφάσεις,οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος  νόμου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που οι υπόχρεοι  της  παραγράφου  2 του ιδίου άρθρου προβαίνουν σε δωρεά τουλάχιστον του τμήματος της αμοιβής τους που προέρχεται από τον μεταπωλητή,εφόσον: α) για  τη δωρεά αυτή η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει  απαλλαγή  από το  φόρο  δωρεάς,  β)  το  ποσό  της  δωρεάς  έχει  κατατεθεί  σε λογαριασμό,τον οποίο ο δωρεοδόχος  έχει  ανοίξει  ειδικά  για  το σκοπό αυτό στο Ταμείο Παρακαταθηκών  και  Δανείων  ή  σε  Τράπεζα νομίμως λειτουργούσα  στην  Ελλάδα  και  γ)  το  παραστατικό  της κατάθεσης φέρει: αα)τα στοιχεία του δωρητή  και  του  δωρεοδόχου, ββ) το ποσό της δωρεάς, γγ) την ημερομηνία της κατάθεσης και  δδ) την υπογραφή του δωρεοδόχου ή του νόμιμου εκπρόσωπου του" και ιι) η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 14 ν.3049/2002 με την οποία ο νομοθέτης κατήργησε με αναδρομική ισχύ τις γενηθείσες αξιώσεις εύλογης αμοιβής επί των τεχνικών μέσων που δεν περιλαμβάνονται στη νεα διάταξη του άρθρου 18 ν.2121/1993

[xxx] Ήδη με το άρθρο 2 του από 25-2-2005 κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας του Εφετείου Αθηνών  (ΦΕΚ Β τ.290/7-3-05) ιδρύθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 26α και β Ν. 2479/1997 ειδικό τμήμα για την εκδίκαση των υποθέσεων πνευματικής ιδιοκτησίας

 

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους