Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Συνταγματική προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και κοινωνία της πληροφορίας. Σχέσεις σύγκρουσης ή παραπληρωματικότητας; ΤοΣ 2003

 

Σε διεθνές επίπεδο διεξάγεται σήμερα μια έντονη συζήτηση για τον ρόλο της πνευματικής ιδιοκτησίας στη σύγχρονη εποχή, όπου οι νεες ψηφιακές τεχνολογίες και το διαδίκτυο καθιστούν τόσο την πρόσβαση, όσο και  την αναπαραγωγή των πνευματικών έργων ιδιαιτέρως εύκολη και με χαμηλό κόστος. Στα πλαίσια αυτά επανέρχεται στο προσκήνιο με νεα δεδομένα το γνωστό επιχείρημα ότι η πνευματική ιδιοκτησία περιορίζει το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση και δημιουργεί φραγμούς στην πολιτιστική και ευρύτερη κοινωνική ανάπτυξη[i]

Η συζήτηση αυτή δεν είναι καινούργια. Διαρκεί τουλάχιστον δυο αιώνες, ήδη από την εποχή της καθιέρωσης της πνευματικής ιδιοκτησίας[ii]. Τις περισσότερες όμως φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης[iii] δημιουργούνται ανεπίτρεπτες συγχύσεις που οφείλονται περισσότερο στην τάση διαμόρφωσης νομοθετικών πολιτικών με κριτήριο την βαρύτητα των ομάδων πίεσης αντικρουόμενων συμφερόντων (lobbies) παρά με κριτήριο την ποιότητα των επιχειρημάτων που διατυπώνονται. Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια συνεισφορά στα πλαίσια αυτής της συζήτησης έτσι ώστε να τεθούν και στην Ελλάδα οι όροι μιας πιο νηφάλιας αντιπαράθεσης ισχυρισμών.

Τα ερωτήματα που πρέπει να προσεγγισθούν για να επαναδιατυπωθεί η συζήτηση με καθαρούς όρους είναι: α) προστατεύεται η πνευματική ιδιοκτησία με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος και εάν ναι ποιο είναι το περιεχόμενο και η έκταση αυτής της προστασίας, β) υφίσταται ένα πεδίο έντασης μεταξύ της πνευματικής ιδιοκτησίας και των ελευθεριών της έκφρασης και της πληροφόρησης ή έχει αποτυπωθεί ήδη μια ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, γ) η ρητή καθιέρωση στο άρθρο 5Α του αναθεωρημένου Συντάγματος ενός δικαιώματος στην κοινωνία της πληροφορίας ανατρέπει την υφιστάμενη ισορροπία και δ) ποια είναι τα πλαίσια άσκησης νομοθετικής πολιτικής για τη ρύθμιση των σχετικών αντικρουόμενων συμφερόντων ;

 

1. Η κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος

 

Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται μέσω μιας σειράς διεθνών συμφώνων που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και έχουν αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ: Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 1§1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/74)[iv].   Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 15§1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα (ν.1532/1985), τα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν σε όλους το δικαίωμα (…) να ωφελούνται από την προστασία των ηθικών και υλικών συμφερόντων τα οποία προκύπτουν από κάθε επιστημονικό, φιλολογικό ή καλλιτεχνικό έργο τους.   Αντίστοιχα η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εμπεριέχεται ρητώς τόσο στο άρθρο 27§2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948, όσο και στο άρθρο 17§2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης του 2000. Πρωτίστως όμως υφίστανται ad hoc Διεθνείς Συμβάσεις οι οποίες προστατεύουν την πνευματική ιδιοκτησία: από τη Διεθνή Σύμβαση Βέρνης-Παρισίων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας (η τελευταία αναθεώρηση της οποίας κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν.100/1975) και τη Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης για την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων (ν. 2054/92) μέχρι τις δυο Συνθήκες WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία και τις ερμηνείες-εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα, καθώς και τη Διεθνή Συμφωνία TRIPS (ν. 2290/95)[v].

Αντιστοίχως δεν αμφισβητείται ότι η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται τόσο μέσα στα πλαίσια της κατοχύρωσης της οικονομικής ελευθερίας βάσει του άρθρου 5§1,3 του Συντάγματος, όσο και κατά   την   ορθότερη   άποψη[vi] μέσα στα πλαίσια της κατοχύρωσης της  ελευθερίας  της ιδιοκτησίας βάσει του άρθρου 17§1 Σ., λόγω του απόλυτου και αποκλειστικού χαρακτήρα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας που προσδίδει εμπράγματη φύση στο δικαίωμα.

Πέρα όμως από την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ως δικαιώματος περιουσιακής φύσεως, προστατευόμενου από τα άρθρα 5§1 και 17§1 Σ., δεν θα πρέπει να αποσιωπάται η ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος που συνδέεται ακριβώς με την πνευματική εργασία του δημιουργού ως έκφραση όχι μόνο της προσωπικότητάς του (που θα μπορούσε να βρεί το συνταγματικό της θεμέλιο στο δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθένα –άρθρο 5§1 Σ.), αλλά αυτής καθεαυτήν της δημιουργικότητάς του[vii].  Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, τόσο το περιουσιακό, όσο και το ηθικό, με τις ιδιαίτερες επιμέρους εξουσίες που το συναπαρτίζουν, «απονέμεται» (ορθότερα αναγνωρίζεται) στο δημιουργό ακριβώς επειδή συμβάλλει στην παραγωγή πολιτιστικού έργου. Η ρίζα της πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει συνεπώς να αναζητηθεί στο άρθρο 16 του Συντάγματος[viii].

Το Σύνταγμά μας,όπως είναι γνωστό κατοχυρώνει την ελευθερία της τέχνης,   την  ελευθερία  της   καλλιτεχνικής   δημιουργίας[ix]. Απαγορεύει λοιπόν κατ'αρχήν στις κρατικές αρχές να  επέμβουν  στο  έργο του κάθε καλλιτέχνη επιβάλλοντας περιορισμούς στη μορφή  και το περιεχόμενο του έργου του (π.χ.  μέσω  μορφών  λογοκρισίας), τους τρόπους παραγωγής και κυκλοφορίας που επιλέγει ο καλλιτέχνης  ή ακόμα επιβάλλοντας  περιορισμούς που  να  καθιστούν  αδύνατη  την καλλιτεχνική   έκφραση  (π.χ.  μέσω   μορφών   στέρησης   της προσωπικής ελευθερίας του καλλιτέχνη ή κατάσχεσης των πρώτων υλών)[x].

     Πέραν  όμως  από  την  ατομική   προσωπική   ελευθερία   του καλλιτέχνη, το Σύνταγμα μας κατοχυρώνει  και  την  ελευθερία  της  τέχνης ως κοινωνικού θεσμού, κατοχυρώνει μια  εγγύηση  θεσμού  για την τέχνη. Ο συντακτικός  νομοθέτης  αναγνώρισε  ότι  υπάρχει  ένα ευρύτερο  κοινωνικό  συμφέρον  για  την  ελεύθερη  προαγωγή   και ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας αυτής καθεαυτήν, πέρα  και ανεξάρτητα  από  τη  βούληση  των  συγκεκριμένων   καλλιτεχνών. Το συνταγματικό κείμενο είναι σαφές: “η  ανάπτυξη  και  προαγωγή  της τέχνης αποτελούν υποχρέωση του Κράτους”.Η τέχνη ανάγεται  έτσι  σε ειδικά  προστατευόμενο  συνταγματικό  αγαθό.  Η  προστασία   αυτή συνίσταται στη θεμελιώδη υποχρέωση του Κράτους να διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες, έτσι ώστε ο προστατευόμενος θεσμός, η  τέχνη,  να αναπτύσσεται ελεύθερα[xi]. Ελεύθερη  σίγουρα  και από τις πολιτικές επιδιώξεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Αλλά όχι μόνο: σήμερα που έχει συντελεσθεί η  εμπορευματοποίηση  του  έργου τέχνης δημιουργούνται νέοι φραγμοί στις δυνατότητες ανάπτυξης της καλλιτεχνικής έκφρασης. Φραγμοί  που  προέρχονται  από  ιδιωτικούς φορείς και φραγμοί που πηγάζουν από τις ίδιες τις συνθήκες ζωής.

     Το Κράτος δεν  καλείται πια να  απέχει  μόνο  από  τον  χώρο ελευθερίας του καλλιτέχνη,αλλά να επεμβαίνει με θετικές ρυθμίσεις (νομοθετικές, παροχικές) για να προωθείται η ελεύθερη προαγωγή της  τέχνης[xii].

   Στην εποχή της πλήρους εμπορευματοποίησης του έργου τέχνης, η κατοχύρωση της ιδιοκτησίας επί έργων του  πνεύματος αποτελεί το μοναδικό  μέσο  για  την  οικονομική  εξασφάλιση  των καλλιτεχνών[xiii].  Από    την    ειδικά προστατευόμενη θέση του δημιουργού σύμφωνα με  το  άρθρο  16  του Συντάγματος και την ιδιαίτερη φύση  του  πνευματικού  δικαιώματος που συνδυάζει την έκφραση της προσωπικότητας  του  δημιουργού  με τον αποκλειστικό  και  απόλυτο  χαρακτήρα   της   ιδιοκτησίας, προκύπτει  ένα  εγγυητικό  πλέγμα  εξαιρετικά  χρήσιμο  για   την  ερμηνεία και εφαρμογή των  επιμέρους  νομοθετικών  ρυθμίσεων, αλλά και για την διαπραγματευτική ισχύ του καλλιτέχνη. Εάν ο πνευματικός δημιουργός δεν διέθετε το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας θα ήταν έρμαιος στη βούληση των οικονομικών παραγόντων που προβαίνουν στην εκμετάλλευση του έργου. Το Κράτος συνεπώς υποχρεούται να διαμορφώσει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο έτσι  ώστε  να  εξασφαλίζονται  πρωτίστως   τα   δικαιώματα   των πνευματικών δημιουργών, τόσο το περιουσιακό, όσο και τα ηθικό[xiv].   Η  ευρεία  κατοχύρωση  των   πνευματικών   δικαιωμάτων   του δημιουργού αποτελεί λοιπόν συνταγματική υποχρέωση του νομοθέτη.

Βασικό περιεχόμενο του αποκλειστικού και απόλυτου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας είναι αφενός το δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την εκμετάλλευση του πνευματικού του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και αφετέρου το δικαίωμα του να προστατεύει τον προσωπικό του δεσμό με αυτό (ηθικό δικαίωμα)[xv]. Προστατευόμενο αγαθό αποτελεί κάθε πρωτότυπο πνευματικό έργο[xvi]. Αλλωστε, η  έννοια της τέχνης στο άρθρο 16 Σ. καλύπτει κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας, κάθε πνευματικό έργο[xvii]. Η προστασία αυτή δεν μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος του τεχνολογικού μέσου της εκμεταλλεύσεως. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή του έργου του με ψηφιακά μέσα ή/και την πρόσβαση σε αυτά με οικονομικό αντάλλαγμα είναι κατοχυρωμένο τόσο συνταγματικά, όσο και μέσω διεθνών συνθηκών.

 

2. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισορροπία μεταξύ πνευματικής ιδιοκτησίας και ελευθερίας της πληροφόρησης

 

Τίθεται συνεπώς το ερώτημα εάν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέψει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή ενός έργου του ή/και την πρόσβαση σε αυτό με οικονομικό αντάλλαγμα, έρχεται σε σύγκρουση με την επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης.

Η ελευθερία της έκφρασης και η πνευματική ιδιοκτησία παρότι βρέθηκαν εν τη γεννέσει τους σε αντιπαράθεση, απέκτησαν στη συνέχεια παράλληλες ιστορικές διαδρομές. Το σύστημα της πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) στην αρχική του μορφή (του κρατικά απονεμόμενου διπλώματος εκμετάλλευσης πνευματικού εργου) απετέλεσε μορφή ελέγχου της έκφρασης και λογοκρισίας[xviii]. Με την επιρροή των διαφωτιστικών προγραμμάτων η ελευθερία του λόγου και η κατοχύρωση της πνευματικής ιδιοκτησίας συμβαδίζουν. Ετσι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας κατοχυρώθηκε στην Αγγλία το 1709 με την Queen Anne Act (λίγο μετά το Bill of Rights του 1689), στη Γαλλία με τoυς νόμους του 1791 (loi Le Chapelier) και του 1793 (loi Lacanal -λίγο μετά από την καθιέρωση της ελευθερίας της έκφρασης με την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1789), στις ΗΠΑ με την υιοθέτηση της copyright clause στο Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 (λίγο πριν την υιοθέτηση της πρώτης τροποποίησης του 1791)[xix].

Υποστηρίζεται ορθώς ότι η ελευθερία του λόγου δεν περιέχει μόνο μια ενεργητική όψη (ελευθερία της έκφρασης), αλλά και μια παθητική (ελευθερία της πληροφόρησης), η οποία είναι απολύτως απαραίτητη έστι ώστε να μπορεί να διαμορφώνει ο πολίτης την γνώμη που είναι ελεύθερος να εκφέρει[xx]. Όπως γίνεται συνεπώς ευρέως δεκτό το άρθρο 14§1 Σ. κατοχυρώνει όχι μόνο την ελευθερία της γνώμης και την ελευθερία του πληροφορείν, αλλά και την ελευθερία του πληροφορείσθαι, υπό την έννοια της ελευθερίας πρόσβασης στις γενικά προσιτές πηγές της πληροφορίας[xxi]. Τα ερωτήματα που τίθενται σχετικά είναι δυο: α) ποια είναι η συνταγματική έννοια της πληροφορίας στο άρθρο 14; Καλύπτει μόνο γεγονότα και ειδήσεις ή επεκτείνεται σε κάθε είδους γνώση;, β) το περιεχόμενο της ελευθερίας πληροφορήσεως είναι μόνο αμυντικό (υπό την έννοια της υποχρέωσης του Κράτους να μην προβάλει εμπόδια κατά την πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία) ή ενέχει και μια θετική όψη (υπό την έννοια της υποχρέωσης του Κράτους να διαμορφώνει το κατάλληλο πλαίσιο έτσι ώστε να αίρονται τα τυχόν εμπόδια κατά την πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία ή πολύ περισσότερο υπό την έννοια της καθιέρωσης αξιώσεως των πολιτών να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες);

Αν και είναι σαφές ότι υπό την έννοια της πληροφορίας καλύπτεται κάθε αντικείμενο γνώσης (άρα και τα πνευματικά έργα)[xxii] η ελευθερία της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 14§1 Σ., δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να νοηθεί ως αξίωση πρόσβασης (πολλώ δε μάλλον δωρεάν πρόσβασης) σε κάθε είδους πληροφορία-πηγή γνώσης, ανεξάρτητα από την βούληση του κατόχου της πληροφορίας, ιδίως εάν ο κάτοχος της πληροφορίας είναι ιδιώτης[xxiii]. Οπου ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει μια αγώγιμη αξίωση δωρεάν πρόσβασης  σε δημόσια αγαθά το όρισε ρητά (βλ. π.χ. το άρθρο 16§4 εδαφ. Α Σ. για το δικαίωμα δωρεάν εκπαίδευσης). Η πληροφορία δεν καθίσταται δια του Συντάγματος ένα δημόσιο αγαθό καθ’υπέρβαση των δεδομένων κοινωνικών ορίων. Παραμένει (και μάλιστα καθίσταται ολοένα και περισσότερο) εμπορευματικό αγαθό και προϊόν εκμετάλλευσης. Ετσι, η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας δεν αποτελεί απλώς ένα όριο (περιορισμό) της ελευθερίας πληροφόρησης υπέρ της προστασίας δικαιωμάτων τρίτων (όπως π.χ. προβλέπεται στο άρθρο 10§2 ΕΣΔΑ). Η ίδια η ελευθερία της πληροφόρησης –εννοιολογικά- δεν εκτείνεται στην αξίωση ελεύθερης πρόσβασης σε κάθε είδους πληροφορία, αλλά μόνο στις γενικά προσιτές[xxiv]. Αυτό που πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται είναι ο πλουραλισμός στα μέσα πληροφόρησης, δηλαδή να αποφεύγεται η καθιέρωση μονοπωλίου  που θα εξανάγκαζε κάποιον να ασκήσει την ελευθερία έκφρασής του μόνο μέσω του συγκεκριμένου μέσου πληροφόρησης[xxv].

Είναι βέβαια προφανές ότι εάν κανείς αντιμετωπίσει την πνευματική ιδιοκτησία και την πληροφόρηση ως δυο μεγέθη ανιστορικά και χωρίς ειδικότερους νομικούς προσδιορισμούς θα εμφανισθούν σημεία σύγκρουσης μεταξύ τους.
Ετσι, εάν κάποιος έπρεπε να ζητήσει την άδεια του δημιουργού (και να καταβάλλει το αντίστοιχο αντίτιμο) για να έχει πρόσβαση σε (ή και να επαναχρησιμοποιήσει) μια πρωτότυπη ιδέα ή για να αναφερθεί σε ένα έργο, έτσι ώστε να το υποβάλει σε κριτική ή και να το παρωδήσει πράγματι θα περιοριζόταν υπέρμετρα η δυνατότητα να παραχθούν νεα έργα. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γ. Κουμάντος: «κάθε πνευματική δημιουργία στηρίζεται στην αξιοποίηση στοιχείων που προέρχονται από προηγούμενες πνευματικές δημιουργίες, αυτό που ονομάζεται πνευματική κληρονομιά ή πνευματική παράδοση. Ακόμα και τα δημιουργήματα με την πιο ριζοσπαστική πρωτοτυπία περιέχουν μέσα τους, έστω σαν ερέθισμα της άρνησης, στοιχεία από το πνευματικό παρελθόν και τον πνευματικό περίκοσμο. Αν η πνευματική ιδιοκτησία έδινε στον δικαιούχο την εξουσία να δεσμεύει όλα τα στοιχεία του έργου, έτσι ώστε να αποκλείει κάθε μελλοντική αξιοποίησή τους από άλλους δημιουργούς, με άλλους τρόπους στο πλαίσιο έργων με άλλο νοηματικό ή αισθητικό περιεχόμενο, τότε θα κατέληγε να λειτουργεί σαν φραγμός σε κάθε συνέχιση της πνευματικής δημιουργίας»[xxvi]. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν θα προσβαλλόταν και στις περιπτώσεις αυτές το δικαίωμα στην πληροφόρηση κατά κύριο λόγο, αλλά η ίδια η δυνατότητα ανάπτυξης της πολιτιστικής παραγωγής (μέσο για την οποία είναι και η πρόσβαση σε προγενέστερα πολιτιστικά έργα).

Ακριβώς όμως επειδή αυτός ο προβληματισμός είναι παρών από την εποχή της κατοχύρωσης της πνευματικής ιδιοκτησίας η ίδια συγκρότηση του θεσμού τον έχει λάβει υπ’όψη και έχει προβεί σε στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων με στόχο ακριβώς να εξυπηρετήσει την ανάπτυξη της πολιτιστικής παραγωγής.

Ετσι, παρατηρούμε ότι σε όλα τα νομοθετικά επίπεδα (εθνικό, κοινοτικό και διεθνές) η πνευματική ιδιοκτησία έχει συγκεκριμένα όρια:

1. Αντικείμενο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί η μορφή του πρωτότυπου πνευματικού έργου, δηλαδή η συγκεκριμένη διαμόρφωσή του, η οποία είναι αντιληπτή από τις αισθήσεις του ανθρώπου και όχι η πρωτότυπη τυχόν ιδέα επί της οποίας αυτή η μορφή ερείδεται[xxvii]. Ακριβώς έτσι ώστε να διευκολύνεται η ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών και να καθίσταται δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη της πνευματικής παραγωγής το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας θεμελίωνει μια διάκριση ανάμεσα σε στοιχεία του έργου, που προστατεύονται ως αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας, και στοιχεία του έργου που βρίσκονται έξω από τον κύκλο της προστασίας. Η διάκριση αυτή, σύμφωνα με την σύνηθη ορολογία, εκφράζεται με την αντιδιαστολή της «μορφής» προς την «ιδέα» ή το «περιεχόμενο»[xxviii].

2. Η διάρκεια προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι απεριόριστη. Μετά την πάροδο ορισμένων ετών[xxix] το πνευματικό έργο παύει να αποτελεί αντικείμενο προστασίας και καθίσταται «κοινό κτήμα», πολιτιστικό αγαθό που είναι ελεύθερα προσιτό στον καθένα[xxx].

3. Στη Διεθνή Σύμβαση Βέρνης-Παρισίων (άρθρα 10, 10 δις) προβλέπεται η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να επιβάλλει περιορισμούς στην πνευματική ιδιοκτησία προκειμένου να εξυπηρετηθούν στόχοι επιστημονικοί (όπως η παράθεση αποσπάσματος από ξένο έργο για την υποστήριξη της γνώμης εκείνου που παραθέτει ή για την κριτική της γνώμης του άλλου[xxxi]), εκπαιδευτικοί (όπως η αναπαραγωγή σε εγκεκριμένα εκπαιδευτικά βιβλία ή για διδασκαλία ή εξετάσεις[xxxii]) ή επίκαιρης ενημέρωσης[xxxiii].

Μπορούμε συνεπώς να διακρίνουμε δυο κατηγορίες περιορισμών της πνευματικής ιδιοκτησίας: οι εννοιολογικοί περιορισμοί (δικαιώμα επί της μορφής, περιορισμένη διάρκεια) και οι κλασσικοί περιορισμοί οι οποίοι βάσει πολύχρονης διεθνούς εμπειρίας, έχουν θεμελιωθεί με διεθνείς συμβάσεις και αποτελούν sine qua non περιεχόμενο του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας[xxxiv].  Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις η υιοθέτηση αυτών των περιορισμών δεν προκύπτει κατά κυριο λόγο μέσω της στάθμισης δυο συγκρουόμενων συνταγματικών αγαθών (πνευματική ιδιοκτησία/ελευθερία πληροφόρησης), αλλά ως αποτέλεσμα αναστοχασμού εντός του άρθρου 16 Σ. 

Είναι ο νομοθέτης ελεύθερος να προβλέψει περαιτέρω περιορισμούς του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας; Είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πώς οι τεχνολογικές, αλλά και κοινωνικές εξελίξεις θα επηρεάσουν τις μορφές ανάπτυξης του θεσμού της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ηδη σήμερα η ανάπτυξη νεων κατηγοριών πνευματικών έργων (προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, πρωτότυπες βάσεις δεδομένων), αλλά και νεων μορφών εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων (π.χ. μέσω της παραγωγής μηχανημάτων και αποθηκευτικών μέσων που επιτρέπουν την αναπαραγωγή πνευματικών έργων από τον κάθε καταναλωτή ή μέσω του διαδικτύου) γεννά διαρκώς νεους προβληματισμούς. Η ίδια η Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης-Παρισίων προβλέπει στο άρθρο 9§2 αυτής ότι επιτρέπεται η νομοθετική επιβολή περιορισμών εφόσον οι περιορισμοί αυτοί εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέφθηκαν, η επιτρεπόμενη εκμετάλλευση δεν βλάπτει την κανονική εκμετάλλευση του έργου, ούτε προκαλεί αδικαιολόγητη βλάβη στα συμφέροντα του πνευματικού δημιουργού (three steps test)[xxxv]. Ετσι π.χ.  με την οδηγία 91/250/ΕΚ (άρθρα 5,6 -ήδη άρθρα 42,43 ν.2121/93) προβλέφθηκαν ειδικοί περιορισμοί στο δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή να επιτρέπει ή απαγορεύει την αναπαραγωγή του προγράμματος: έτσι επιτρέπεται στο νόμιμo χρήστη αφενός μεν να αναπαράγει ένα εφεδρικό αvτίγραφo τoυ πρoγράμματoς στo μέτρo πoυ αυτό είvαι απαραίτητo για τη χρήση (backup), αφετέρου δε να αvαλύσει τo πρόγραμμα από τη μoρφή τoυ κώδικα μηχαvής στηv αρχική τoυ μoρφή, με σκoπό ληφθούν οι αναγκαίες πληροφορίες για τη διαλειτουργικότητα του προγράμματος με άλλα και εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να αποκτηθούν εύκολα και γρήγορα από τον δημιουργό του προγράμματος (αποσυμπίληση). Επίσης βάσει της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (άρθρο 5§1)  επιβάλλεται περιορισμός του δικαιώματος του δημιουργού για προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής που πραγματοποιούνται στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, είναι απλώς υποβοηθητικές της χρήσης του έργου και δεν έχουν αυτοτελή οικονομική αξία (όπως οι πράξεις αναζήτησης και ηλεκτρονικού ξεφυλλίσματος ιστοσελίδων–browsing- και αποθήκευσης σε κρυφή μνήμη -caching- πάνω στις οποίες θεμελιώνεται όλη η λειτουργία του διαδικτύου)[xxxvi]. Με την ίδια λογική είναι δυνατή η ένταξη στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και περιορισμών του δικαιώματος προς όφελος προσώπων με ειδικές ανάγκες, εφόσον συνδέονται άμεσα με την αναπηρία των ατόμων αυτών[xxxvii] ή για την εξυπηρέτηση άλλων δημοσίων αναγκών (όπως π.χ. η χρήση σε νοσοκομεία ή σωφρονιστικά ιδρύματα). Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η επιβολή των περιορισμών αυτών στα πλαίσια του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας  αποτελεί νόμιμο περιορισμό για δημόσια ωφέλεια, οπότε και ο σχετικός περιορισμός θα βρίσκεται εκτός των ορίων που χαράζει το Σύνταγμα και οι προαναφερθείσες διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος εαν δεν συνοδεύεται από την καθιέρωση κάποιου δικαιώματος εύλογης (σύμφωνα με το άρθρο 1 Π.Π. ΕΣΔΑ) αποζημίωσης του δημιουργού[xxxviii].

Το σύστημα του three steps test (ως σύστημα περιορισμού των περιορισμών) εντάσσει άμεσα στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και κατά το στάδιο της άσκησης νομοθετικής πολιτικής τις αρχές της αναλογικότητας και του προστατευτέου πυρήνα του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας[xxxix]. Η πέραν των ορίων αυτών αναζήτηση της στάθμισης μεταξύ πνευματικής ιδιοκτησίας και ελευθερίας της πληροφόρησης αποτελεί πλεονασμό, ο οποίος αναγκαστικά θα καταλήγει στην κρίση ότι η άσκηση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δεν αποτελεί δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας της πληροφόρησης[xl].

Συμπερασματικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία πληροφόρησης δεν τελούν υπό καθεστώς έντασης, αλλά συμπληρώνουν η μία την άλλη προς την εξυπηρέτηση του ίδιου στόχου: της καθολικής ανάπτυξης της πολιτιστικής δημιουργίας. Ο συντακτικός νομοθέτης, αλλά και οι συντάκτες των διεθνών συμβάσεων έχουν ήδη λάβει υπόψη τους την ελευθερία της πληροφόρησης όταν κατοχύρωσαν την πνευματική ιδιοκτησία[xli]. Στα πλαίσια μάλιστα του ίδιου του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν συμπεριληφθεί οι αναγκαίοι και ικανοί κανόνες που επιτυγχάνουν την μετεξέλιξη του θεσμού σύμφωνα με τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στα ατομικά συμφέροντα του δημιουργού και στο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου (ή/και επιμέρους κοινωνικών ομάδων που χρήζουν ειδικής προστασίας).

 

3. Το νέο δικαίωμα στην κοινωνία της πληροφορίας

 

Μήπως όμως αυτή η ισορροπία ανατρέπεται από την τεχνολογική επανάσταση που έχει επιφέρει η πληροφορική στη σύγχρονη κοινωνία;

Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η πληροφορική και πρωτίστως το διαδίκτυο έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές τόσο στον τρόπο παραγωγής και διακίνησης πληροφοριών, όσο και ειδικότερα στον τρόπο αναπαραγωγής και διακίνησης πνευματικών έργων. Η ψηφιακή αναπαραγωγή των πνευματικών έργων έχει καταστήσει την ποιότητα του αντιγράφου όμοια με αυτή του πρωτοτύπου και έχει υπερπολλαπλασιάσει την ταχύτητα αναπαραγωγής με χαμηλό κόστος. Αυτή δε η ευκολία αναπαραγωγής δεν αφορά μόνο την περίπτωση της ανεύρεσης και «κατεβάσματος» των έργων στο χώρο του διαδικτύου (downloading), αλλά και την για πρώτη φορά ψηφιακή δημοσίευσή τους (uploading), μέσω των σαρωτών ή των ψηφιακών φωτογραφιών. Ταυτόχρονα η λειτουργία του διαδικτύου επιτρέπει την ακύρωση της λειτουργίας τεχνολογικών μέσων που επιτρέπουν την προστασία του πνευματικού έργου (όπως π.χ. η αφαίρεση-σπάσιμο των ηλεκτρονικών κλειδαριών-«hacking» και η παράκαμψη μιας προστατευμένης ιστοσελίδας με την απευθείας σύνδεση με το περιεχόμενό της μέσω άλλης ιστοσελίδας- deep linking[xlii]. Από τη συνεχή χρήση των δυνατοτήτων αυτών για πρόσβαση σε πνευματικά έργα διαμορφώνεται η αίσθηση ότι το διαδίκτυο αποτελεί ένα χώρο «ελευθερίας» πέρα και έξω από νομικές δεσμεύσεις. Οι συνέπειες για τους πνευματικούς δημιουργούς είναι τέτοιες που πολλοί να αναρωτιούνται σήμερα εάν επήλθε το τελος της πνευματικής ιδιοκτησίας[xliii].

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τι αλλάζει ως προς τη φύση της ελευθερίας πληροφόρησης;

Είναι προφανές ότι η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5Α του αναθεωρημένου Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως ορίζει ο νόμος, δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα και το περιεχόμενο του δικαιώματος εν σχέσει με την προγενέστερη ερμηνευτική συναγωγή του από το άρθρο 14§1 Σ.[xliv]. Αντίθετα μάλιστα ρητά αναφέρεται πλέον στο εδάφιο β του άρθρου αυτού ότι «περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους (…) προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων», εντός των οποίων υπάγονται σαφώς και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

Η διάταξη του νεου άρθρου 5Α §2 του αναθεωρημένου Συντάγματος, η οποία στο εδάφιο β αυτής επιτάσσει την υποχρέωση του Κράτους να διευκολύνει την πρόσβαση στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και την παραγωγή, ανταλλαγή και διάδοσή τους θα μπορούσε να οδηγήσει στην υποστήριξη της άποψης ότι το άρθρο αυτό καθιερώνει μια αγώγιμη αξίωση του καθένα να έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που διακινείται στον κυβερνοχώρο. Μια τέτοια αξίωση θα ερχόταν φυσικά σε πλήρη σύγκρουση με τον θεσμό της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και με την ως άνω παράγραφο 1 του άρθρου 5Α.

Στην πραγματικότητα, το εδάφιο β της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α πρέπει να κατανοηθεί υπό το φώς του καθιερωμένου δια της παραγράφου αυτής δικαιώματος στο σχετικό εδάφιο α: «καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας». Το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας δεν έχει ως στόχο να επιτρέψει την πρόσβαση στην ίδια την πληροφορία (διαφορετικά και η προαναφερθείσα παράγραφος 1 θα στερείτο κάθε νοήματος), αλλά στην κοινωνία της πληροφορίας αυτής καθεαυτήν, ήτοι στο χώρο εκείνο όπου τελείται η ψηφιακή παραγωγή, διάδοση και ανταλλαγή πληροφοριών[xlv] (με χαρακτηριστικότερη μορφή σήμερα το διαδίκτυο). Η §2 του άρθρου 5Α εντάχθηκε στο Σύνταγμα για να αντιμετωπίσει μια νεα μορφή κοινωνικού αποκλεισμού: τον ψηφιακό αναλφαβητισμό, ο οποίος και απειλεί το μεγάλο εκείνο μέρος του πληθυσμού, που στερείται των μέσων πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας ή πολλώ δε μάλλον στερείται της κατάλληλης εκπαίδευσης έτσι ώστε να έχει πρόσβαση στην κοινωνία της πληροφορίας (και κατ’αυτό τον τρόπο στερείται της δυνατότητας να έχει λόγο σε ένα νέο δημόσιο χώρο)[xlvi]. Η διευκόλυνση που υποχρεούται να παρέχει το Κράτος αφορά συνεπώς τα μέσα για την πρόσβαση στη νεα δημόσια αγορά πληροφόρησης και όχι στην πληροφορία καθεαυτήν. Το δε δικαίωμα συμμετοχής εμπεριέχει πολλαπλές όψεις: από την αμυντική όψη της αξίωσης προς το Κράτος να απέχει από την δημιουργία εμποδίων στην πρόσβαση αυτή μέχρι την αξίωση παροχής των ελάχιστων αναγκαίων μέσων (εκπαιδευτικών και υλικών) έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή αυτή η πρόσβαση[xlvii].

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ένταξη στο συνταγματικό κείμενο του άρθρου 5Α Σ. δεν μεταβάλλει την προαναφερθείσα ισορροπία μεταξύ δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ελευθερίας πληροφόρησης. Αντίθετα η ανάπτυξη νεων μορφών εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων μέσω της πληροφορικής είναι αυτή που πολλαπλασιάζει τις διακινδυνεύσεις στη νόμιμη χρήση του πνευματικού έργου και καθιστά αναγκαία την νομοθετική παρέμβαση για την αποκατάσταση της ισορροπίας υπέρ των πνευματικών δημιουργών.

 

4. Νομοθετικές δυνατότητες προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας στον κυβερνοχώρο

 

Το ζήτημα της αντιμετώπισης των τεχνολογικών εξελίξεων στο χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται. Ηδη στο παρελθόν η παραγωγή μηχανημάτων και μέσων αποθήκευσης που καθιστούν ευχερή την ιδιωτική αναπαραγωγή τόσο οπτικοακουστικών έργων (μαγνητόφωνα, άγραφες κασέτες, βίντεο και βιντεοταινίες), όσο και εντύπων (φωτοτυπικά μηχανήματα) απείλησαν την δυνατότητα του πνευματικού δημιουργού να προβαίνει στην εκμετάλλευση του έργου του, καθώς η έκταση της αναπαραγωγής (σε κάθε σπίτι), αλλά και η δυσχέρεια συλλογής αποδεικτικών στοιχείων για την παράνομη αναπαραγωγή καθιστούσαν σχεδόν αδύνατο το δικαστικό έλεγχο των πράξεων και παρήγαγαν μεγάλες απώλειες στα εισοδήματα των δημιουργών, αφού οι ιδιώτες προτιμούσαν να αναπαράγουν ιδιωτικώς τα πνευματικά έργα από το να αγοράσουν νόμιμα αντίγραφά τους.  Το κόστος για τον έλεγχο και την δικαστική δίωξη των παράνομων αναπαραγωγών γινόταν απαγορευτικό όχι μόνο για τον κάθε δημιουργό ξεχωριστά, αλλά ακόμα και για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων.  Στην ψηφιακή εποχή τα φαινόμενα αυτά πολλαπλασιάζονται[xlviii].

Διεθνώς δυο τρόποι έχουν μέχρι σήμερα προβλεφθεί για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Ο πρώτος τρόπος στηρίζεται στις αυξανόμενες σήμερα δυνατότητες των ίδιων των τεχνολογικών μέσων[xlix]. Ετσι, αναπτύσσονται τόσο μηχανήματα, όσο και λογισμικό που  επιτρέπουν είτε να κλειδώνεται η χρήση ενός μηχανήματος ή μιας ιστοσελίδας εάν ο χρήστης δεν γνωρίζει το password, που δίδεται μόνο στον νόμιμο χρήστη, είτε να κρυπτογραφείται το πνευματικό έργο, έτσι ώστε να μην επιτρέπεται η αναπαραγωγή αντιγράφων με υψηλή ανάλυση, είτε να καταγράφεται η χρήση των κυκλοφορούντων έργων στο διαδίκτυο και των αναπαραγωγών που πραγματοποιούνται (π.χ. μέσω υδατογραφημάτων)[l]. Στον κυβερνοχώρο μπορούν να χρησιμοποιηθούν προγράμματα που έχουν την δυνατότητα να αποστέλλουν on line  αναφορές για αναπαραγωγές στον πνευματικό δημιουργό[li].Τα συστήματα αυτά και η διαδικασία ανάπτυξής τους καλύπτονται υπό τον όρο–ομπρέλλα DRM (digital rights management).

Η αποτελεσματικότητα αυτών των τεχνικών μέτρων  τα οποία θα ελέγχουν την πρόσβαση και θα εμποδίζουν την παράνομη αναπαραγωγή των πνευματικών έργων εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη ή μη ενός πλέγματος νομικών κανόνων που θα εξασφαλίζουν την ποινική δίωξη των πράξεων εξουδετέρωσης ή παράκαμψης των μέσων αυτών, αλλά και των πράξεων παραγωγής και εμπορίας τεχνολογικών μέσων ικανών να οδηγήσουν στην εξουδετέρωση ή παράκαμψη των μέσων προστασίας[lii].

H ανάπτυξη και χρήση τεχνολογικών μέσων προστασίας έχει προκαλέσει διεθνώς αντιπαραθέσεις, ιδίως από τη μεριά των χρηστών[liii].

Τα περισσότερα από τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται δεν ευσταθούν: η ίδια η χρήση των τεχνολογικών μέσων κατά την διαδικασία της αδειοδοτήσεως επιτρέπει να τηρηθούν οι νόμιμοι περιορισμοί της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά και να ελεγχθεί εαν η χρήση που πραγματοποιείται γίνεται μέσα στα πλαίσια που χαράζουν οι περιορισμοί των περιορισμών. Ακόμα άλλωστε και στην περίπτωση που κάποιος δικαιούχος πνευματικού δικαιώματος αρνείται να επιτρέψει (τεχνολογικά) την δωρεάν χρήση έργου, εφόσον αυτό επιβάλλεται από τους νόμιμους περιορισμούς της πνευματικής ιδιοκτησίας (π.χ. διότι έχει λήξει η διάρκεια προστασίας του έργου[liv]), είναι προφανές ότι ουδέποτε θα απαγορευθεί δικαστικώς η χρήση και αναπαραγωγή του έργου.

Εχει υποστηριχθεί επίσης ότι η χρήση των τεχνολογικών αυτών μέσων που μπορούν να παρακολουθούν τις ψηφιακές αναπαραγωγές του έργου δημιουργούν κινδύνους για τα προσωπικά δεδομένα και το απόρρητο του ιδιωτικού βίου του χρήστη[lv]. Πλην όμως αυτός ο κίνδυνος δεν προκύπτει από το ίδιο το τεχνολογικό μέσο, αλλά από τον τρόπο αποθήκευσης και χρήσης των στοιχείων που συλλέγονται. Ετσι, ο νομοθέτης μπορεί να προβλέπει π.χ. ότι τα στοιχεία που συλλέγονται πρέπει να καταστρέφονται εαν οι αναπαραγωγές είναι νόμιμες ή ότι πρέπει να προειδοποιείται ο χρήστης για τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει η συλλογή και η επεξεργασία των στοιχείων του (κατ’εφαρμογή και της οδηγίας 95/46/ΕΚ για τα προσωπικά δεδομένα[lvi]).

Στην πραγματικότητα το βασικότερο μειονέκτημα αυτού του συστήματος προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας έγκειται πρωτίστως στα τεχολογικά μειονεκτήματά του: μέχρι στιγμής δεν έχει αναπτυχθεί κάποιο σύστημα προστασίας (είτε μηχανολογικό είτε λογσιμικού) που να είναι απρόσβλητο από επιθέσεις, έτσι ώστε να συμφέρει τον δημιουργό (ή τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης) να επενδύσουν για την απόκτησή του[lvii]. Η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει άλλωστε ότι σύστημα το οποίο να είναι απολύτως απρόσβλητο δεν θα είναι καθόλου εύκολο να αναπτυχθεί. Παραταύτα, εαν η αυξανόμενη παραγωγή τέτοιων μέσων προστασίας μειώσει το κόστος που είναι απαραίτητο για την απόκτησή τους, είναι πιθανόν οι δημιουργοί να προτιμήσουν να χειρισθούν αυτά τα μέσα, έστω με τον κίνδυνο να χάσουν κάποιο μέρος του εισοδήματός τους από πειρατικές αναπαραγωγές, παρά να αρκεσθούν σε συστήματα εύλογης αμοιβής που οπωσδήποτε οδηγούν σε πολύ μεγαλύτερες απώλειες εισοδήματος.

Το δεύτερο σύστημα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας από παράνομες ιδιωτικές αναπαραγωγές αποτελεί επί της ουσίας ένα αναγκαστικό ημίμετρο: ο νομοθέτης προβλέπει ότι επιτρέπεται η ιδιωτική αναπαραγωγή ενός πνευματικού έργου (αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση), χωρίς την άδεια του δημιουργού, προβλέποντας όμως ταυτόχρονα  την εύλογη αποζημίωση των δημιουργών, μέσω ενός συστήματος εύλογης αμοιβής που επιβάλλεται επί των μέσων που μπορούν να χρησιμεύσουν  για την ιδιωτική αναπαραγωγή των έργων[lviii]. Το σύστημα αυτό που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1965 για την ιδιωτική αναπαραγωγή οπτικοακουστικών έργων έχει σήμερα εξαπλωθεί [lix].

Σε ορισμένες βέβαια περιπτώσεις τυχόν καθιέρωση της ελεύθερης ιδιωτικής αναπαραγωγής, ακόμα και με καθιέρωση ανταλλάγματος εύλογης αμοιβής, θα έβλαπτε άμεσα την κανονική εκμετάλλευση του έργου, παραβιάζοντας την αρχή του three steps test. Αυτή είναι η περίπτωση των έργων που λειτουργούν αποκλειστικά σε ψηφιακό περιβάλλον και δεν μπορούν να τύχουν εκμεταλλεύσεως έξω από αυτό, όπως τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών ή οι ψηφιακές βάσεις δεδομένων. Γι’αυτό και με τις οδηγίες 91/250/ΕΚ και 96/9/ΕΚ η Ε.Ε απέκλεισε ρητώς την ελευθερία ιδιωτικής αναπαραγωγής για τα έργα αυτά[lx].

Ποια είναι η δημόσια ωφέλεια προς χάρην της οποίας καθιερώνεται η ελεύθερη  ιδιωτική αναπαραγωγή; Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται η ελεύθερη ιδιωτική αναπαραγωγή θεμελιώνεται στα προβλήματα που δημιουργεί για την αγορά πνευματικών έργων η παραγωγή των τεχνολογικών μέσων αναπαραγωγής. Ο νομοθέτης μπροστά στην αδύναμια του να εξασφαλίσει την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είχε να επιλέξει μεταξύ εύλογης αμοιβής ή καθόλου αμοιβής[lxi]. Ετσι  προκειμένου να επανοριοθετηθεί η διαταραχθείσα ισορροπία στην αγορά και να ανταποκριθεί το κράτος στην υποχρέωσή του να προωθεί την καλλιτεχνική και επιστημονική δημιουργία εισήγαγε το σύστημα της εύλογης αμοιβής[lxii].

Βέβαια με αυτό τον τρόπο ο νομοθέτης παράγει μια νεα ισορροπία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των χρηστών: το σύστημα της εύλογης αμοιβής οπωσδήποτε δεν αντισταθμίζει τις απώλειες που υφίσταται ο πνευματικός δημιουργός από την ελεύθερη ιδιωτική αναπαραγωγή. Λειτουργεί αντίθετα υπέρ των καταναλωτών που, καταβάλλοντας ένα χαμηλό αντίτιμο, αποκτούν ελεύθερη πρόσβαση σε ένα τεράστιο πολιτιστικό πλούτο (την ίδια την πληροφορία). Ταυτόχρονα λειτουργεί προς όφελος των παραγωγών μηχανημάτων και υλικών φορέων μέσω των οποίων γίνεται η αναπαραγωγή, καθώς ο καταναλωτής αποκτά ένα επιπλέον κίνητρο για να αγοράσει τα μηχανήματα αυτά, αφού γνωρίζει πλέον ότι αποκτά και το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία. Συνεπώς η καθιέρωση συστήματος εύλογης αμοιβής δεν έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας[lxiii]. Αντίθετα η καθιέρωση της ελεύθερης ιδιωτικής αναπαραγωγής στον ψηφιακό χώρο εξασθενίζει ακόμα περισσότερο το δικαίωμα του δημιουργού, αφού σε αντίθεση με τις αναλογικές αναπαραγωγές η ποιότητα του ψηφιακά αναπαραχθέντος αντιτύπου  είναι εφάμιλλη με το πρωτότυπο[lxiv].

Με βάση τα ανωτέρω, η προβλεπόμενη ως αντιστάθμισμα της ελεύθερης ιδιωτικής αναπαραγωγής εύλογη αμοιβή  αποτελεί εύλογη αποζημίωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 Π.Π. ΕΣΔΑ[lxv] για τον επιβληθέντα εκ του νόμου περιορισμό στο απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας του δημιουργού.

Από τα ανωτέρω εξάγονται τα κάτωθι συμπεράσματα:

1. Παρότι η δυνατότητα παρέμβασης του νομοθέτη στον κυβερνοχώρο αμφισβητείται[lxvi], οι εξελίξεις σήμερα καθιστούν σαφές ότι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εξακολουθεί να απαιτεί την νομοθετική παρέμβαση, όσο και αν ο τόπος παραγωγής της νομοθετικής ρύθμισης αποκτά κατ’ανάγκην διεθνικά χαρακτηριστικά.

2. Ο νομοθέτης μπορεί και πρέπει να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του κάθε συστήματος, ανάλογα και με το βαθμό τελειοποιήσεως των τεχνολογικών μέσων προστασίας, αλλά και το στάδιο ανάπτυξης της τεχνολογίας σε κάθε χώρα[lxvii]. Δεν μπορεί όμως να αφήσει απροστάτευτα τα δικαιώματα του δημιουργού στην ψηφιακή εποχή, επικαλούμενος είτε το δικαίωμα στην πληροφόρηση, είτε το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας και πρωτίστως δεν μπορεί να καθιερώσει την ελευθερία της ιδιωτικής αναπαραγωγής, χωρίς να προβλέψει σύστημα εύλογης αμοιβής[lxviii]. Διαφορετικά βλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα των δημιουργών σε αντίθεση με όσα ορίζουν το άρθρο 9 της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης και το άρθρο 5§2 στ.  της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ[lxix].

 

Αντί επιλόγου

 

Υποστηρίζεται τέλος ότι μέσω του διαδικτύου και των τεχνολογικών μέσων προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων ο κάθε δημιουργός μπορεί να προσφέρει μόνος του τα έργα τέχνης στο κοινό, χωρίς να δεσμεύεται από τους μηχανισμούς εμπορίας και έτσι να καταστεί πραγματικά ελεύθερος[lxx]. Όπως προαναφέρθηκε, το σύστημα της πνευματικής ιδιοκτησίας διαμορφώνει αναμφισβήτητα μια ισορροπία που επιτρέπει στους πνευματικούς δημιουργούς να αντιμετωπίζουν την γενικευμένη εμπορευματοποίηση του έργου τέχνης, απονέμοντάς τους τα δικαιώματα εκείνα που βελτιώνουν τη διαπραγματευτική τους θέση στην αγορά. Δεν αίρει όμως αυτή την εμπορευματοποίηση. Οσο και αν οι νεες ψηφιακές αγορές επιτρέπουν θεωρητικά ακόμα και την ατομική διαχείριση και εκμετάλλευση του πνευματικού έργου, στην πραγματικότητα διαμορφώνονται απλώς μέσω του διαδικτύου νεες αγορές κλίμακος και διαμόρφωσης της αισθητικής της κοινής γνώμης (ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία, ISP κλπ). Η δράση των οργανισμών συλλογικών διαχειρίσης πνευματικών δικαιωμάτων μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην μειωμένη διαπραγματευτική ισχύ που έχει ο κάθε πνευματικός δημιουργός στην αγορά. Εξακολουθεί συνεπώς να είναι επίκαιρο (και ερμηνευτικά επίκαιρο[lxxi]) το ζήτημα της συλλογικής δράσης των καλλιτεχνών.

 

 

 

 

* Ευχαριστώ την Καθηγήτρια Πνευματικής Ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κα Διονυσία Καλλινίκου για τις παρατηρήσεις της και τις συναδέλφους Μ.Γκάνα και Δ.Κυρζοπούλου για την πολύτιμη βοήθεια τους.

[i] Βλ. σχετικά Η.Bernd Hugenholz, Copyright and freedom of expression in Europe, in N.Elkin&N.W.Νetanel (eds) The communication of information σ. 239-263 http: //www.ivir.nl/publications/hugenholtz/PBH-Engelberg.doc, Λ.Κοτσίρη, Κοινωνία της πληροφορίας και πνευματική ιδιοκτησία στο ομότιτλο συλλογικό έργο των Γ.Κουμάντου,Λ.Κοτσίρη,Μ.Μαρίνου, Π.Κοριατοπούλου και Σ.Σταυρίδου, Αθήνα-Κομοτηνή 2001 σ.16-7, A. Fujita, The great internet panic: How digitization is defrorming copyright law, Journal of Technology Law & Policy Vol. 2 1996, R.Gross-K.Bishop, An “Odd Bird” – A case of balance in  copyright law in cyberspace, http://www.jurisnotes.com/articles/balance_in_cyberspace_ copyright.htm

[ii] Βλ. σχετικά Γ.Κουμάντου, Πνευματική Ιδιοκτησία 7η εκδ. Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ.5

[iii] Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συζήτηση που διενεργήθηκε στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση του άρθρου 14 ν.3049/2002 περί του οποίου βλ. αναλυτικά κατωτέρω υποσημ. 58

[iv] Βλ. τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 14-1-98 (Aral,Tekin,Aral vs Turkey) και 11-1-94 (AD vs The Netherlands), Κ. Γεωργιάδη, Η έννοια και η προστασία της ιδιοκτησίας κατά την ΕΣΔΑ, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, ειδικό τεύχος επισκόπηση νομολογίας ΕΣΔΑ 2002 σ.28.

[v] Για τις διεθνείς συνθήκες πνευματικής ιδιοκτησίας βλ. Κουμάντου, ο.π.  υποσ. 2 7η εκδ. σ.63 επ., Μ.Μαρίνου, Πνευματική Ιδιοκτησία Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ.323 επ., Δ.Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, Αθήνα 2000 σ.259 επ., Λ.Κοτσίρη, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Θεσσαλονίκη 1995 σ.212 επ.

[vi] Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 7η εκδ. σ.37 επ., Γ.Κασιμάτη, Η  προστασία των καλλιτεχνών  και  η  συνταγματικότητα των νόμων 1064 και 1075/1980 ΝοΒ 1981, Θ.Λιακόπουλου, Βιομηχανική Ιδιοκτησία Ι, Αθήνα 1985, σ.128. Σύμφωνα όμως με την κρατούσα  άποψη η προστασία  του άρθρου 17 Σ. περιορίζεται στα εμπράγματα δικαιώματα επί υλικών αγαθών βλ. κριτικά Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα β’, Αθήνα-Κομοτηνή 1991 σημ. 1199. Για την σχετική προβληματική βλ. επίσης ενδεικτικά Α. Μάνεση-Α. Μανιτάκη, Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα ΝοΒ 1981 σ.1199, Α. Γαζή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου τ. Β Αθήναι 1973 §12 σ.101, Κ. Χορομίδη, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, Αθήνα 1975 §5 σ.18 επ., Γ. Κασιμάτη, Η συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και η διεύρυνση αυτής, ΕΔΔΔ 1974, σ.205 επ., Απ. Γεωργιάδη, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου δικαίου τ.Γ’, Αθήνα 1983, σ.236, Α.Τάκη, Μερικές ενοχές για τα ενοχικά δικαιώματα, ΤοΣ 1996, σ.901 επ., Γ. Δρόσου, Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση, Αθήνα 1997 σ. 99 επ., Γ.Κασιμάτη, Η απόφαση 40/98 ΟλΑΠ. Οι βάσεις εφαρμογής της αρχής σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της εγγύησης της ιδιοκτησίας ΝοΒ 1999 σ. 705 επ., Τζ.Ηλιοπούλου-Στράγγα, Η προστασία της ιδιοκτησίας δεν πρέπει να θυσιασθεί χάριν της Ολυμπιάδας, εφημ «Καθημερινή» 2-12-2000, Γ.Κατρούγκαλου-Δ.Σαραφιανού, Θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες σε Γ.Παπαδημητρίου (επιμ.) Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών 2000 σ. 82-3.  Oπωσδήποτε μετά την ένταξη στην ελληνική έννομη τάξη του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και των ενοχικών δικαιωμάτων έχει αναβαθμισθεί και προσομοιάζει με την προστασία που παρέχει το άρθρο 17§1 Σ (βλ. και ΟλΑΠ 40/1998, ΝοΒ 1999 σ.753 επ., ΑΠ 1400/2000, 43/2002, 510/2002). Πλην όμως η διάκριση έχει πρακτική σημασία ιδίως εν σχέσει προς το ύψος της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικάζεται στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης του δικαιώματος για δημόσια ωφέλεια (εάν θα είναι πλήρης ή εύλογη).

[vii] Η προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας δεν αρκεί για να καλύψει την ιδιαίτερη υπεραξία που προσθέτει τόσο στο έργο, όσο και στη ίδια τη διαδικασία παραγωγής του έργου, η δημιουργικότητα του καλλιτέχνη. Ετσι παρότι και η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας και η ελευθερία της τέχνης αποτελούν δικαιώματα του καθένα, φορέας του δικαιώματος της ελευθερίας της τέχνης είναι όποιος δραστηριοποίεται ή επιθυμεί όπως δραστηριοποιηθεί καλλιτεχνικά. Για την ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας βλ. Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2  7η εκδ. σ. 28 επ.

[viii] Συνεπώς η πνευματική ιδιοκτησία σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να κατανοηθεί συνταγματικά ως απλό αντιστάθμισμα στην οικονομική επένδυση του δημιουργού για την παραγωγή του έργου. Για την άποψη αυτή βλ. σχετικά Τh.Dreier ,The influence of economical, moral and information considerations upon the notion of the protected work, in Copyright, Related Rights and Media Convergence in the Digital Context, ALAI Nordic Study days 2000

[ix]  "Η τέχνη (…) είναι ελεύθερη" (άρθρο 16§1 εδαφ.α Σ.1975/1986/2001)

[x]  Για την ελευθερία της τέχνης βλ. σχετικά Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα Α’, Αθήνα-Κομοτηνή 1991 σημ. 915 επ.., Κ.Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα- Κομοτηνή 2002 σ.304 επ., Δ.Ι. Κόρσου, Η ελευθερία της τέχνης, της επιστημονικής ερεύνης και της διδασκαλίας κατά το σχεδιον του νέου Συντάγματος ΕΔΔΔ 1975 σ. 117 επ., Α.Μανιτάκη, Συνταγματικές ελευθερίες (παραδόσεις) Θεσσαλονίκη 1985-6 σ. 80 επ., Ladeur, Freiheit der Kunst in Reihe Alternativkommentare. Kommentar zum Grundgesetz fuer die Bundesrepublik Deutschland Band 1 1984 σ.630 επ., Β.Pieroth-B.Schlink, Grundrechte Staatsrecht II Schwerpunkte b. XIV Heidelberg 1988 σημ. 694 επ., Α.Bleckmann, Staatsrecht II-Die Grundrechte, Koeln-Berlin-Bohn-Muenchen 1989 σ. 741 επ., R.Scholz, Art. 5 Abs.III in Maunz-Duerig-Herzog, Grundgesetz  Kommentar Band I Rdnr.16 επ., Ι.v.Muench, Grundgesetz-Kommentar Bd. 1 Muenchen 1985 σ. 311 επ. Σύμφωνα μάλιστα με την νομολογία του BVerfG φορέας της ελευθερίας της τέχνης δεν είναι μόνο ο δημιουργός, αλλά και ο δευτερογενής δικαιούχος των πνευματικών δικαιωμάτων, όπως ο εκδότης βιβλίων (BVerfG 50, 173 (191)) και ο παραγωγός δίσκων (BVerfG 56, 321 (331)).

11. Για την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5§3 ΘΝ βλ. Sholz, ο.π. Rdnr. 3,5. Για την έννοια της εγγύησης θεσμού βλ. C.Schmitt, Verfassungsrechtliche Aufsaetze aus den Jahren 1924-1954 Berlin 1958 σ.160 επ. Για μια ανάπτυξη του σχετικού προβληματισμού στη σημερινή εποχή βλ. Γ.Κατρούγκαλου-Δ.Σαραφιανού,ο.π. υποσ.6  σ. 53 επ.,όπου και σχετική βιβλιογραφία

[xii] Για το ευρύτερο αυτό θέμα και την κρατική υποχρέωση προς ενίσχυση της καλλιτεχνικής δημιουργίας βλ. Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 10 Α’ σημ.920, Scholz, ο.π. υποσ.10  Rdnr. 40, Δ.Σαραφιανού, "Ελευθερία της Τέχνης και Προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας", Κυριακάτικη Αυγή 30-7-95

[xiii] Για άλλα συστήματα χρηματοδότησης της πνευματικής δημιουργίας που ιστορικά (σε διαφορετικές κοινωνικοικονομικές συνθήκες) έχουν εφαρμοσθεί, όπως οι ιδιωτικοί ή δημόσιοι μαικήνες βλ. ενδεικτικά Κουμάντου, 7η εκδ. ο.π. υποσ. 2  σ.7

[xiv] Βλ. και Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 10 σημ. 918,920. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση το VIII Τμήμα του πρώτου άρθρου του αμερικανικού Συντάγματος προβλέπει ότι το Κονγκρέσσο έχει την εξουσία να ενθαρρύνει την προαγωγή της επιστήμης και των χρήσιμων τεχνών, εξασφαλίζοντας για περιορισμένο χρονικό διάστημα στους συγγραφείς και εφευρέτες, αποκλειστικό δικαίωμα πάνω στα κείμενα και τις εφευρέσεις τους (copyright clause). Bλ. Κ.Μαυριά-Α.Παντελή, Συνταγματικά Κείμενα, ελληνικά και ξένα, Αθήνα-Κομοτηνή 1990 σ.585, A.Goldman, The concept of the law of copyright, in Reprography and copyright law 1964 σ.11-2, Fujita, ο.π. υποσ.1  σ.12

[xv] Άρθρο 1 ν.2121/93. Βλ. και άρθρα 3 και 4 για τις επιμέρους εξουσίες που περιλαμβάνει το περιουσιακό και το ηθικό δικαίωμα

[xvi] Για την έννοια της πρωτοτυπίας στην πνευματική ιδιοκτησία βλ. Κουμάντου, ο.π. υποσ.2 7η έκδοση σελ 105 επ., Καλλινίκου,ο.π. υποσ. 5 σ.23 επ.,  Μαρίνου, ο.π. υποσ.  5  σ. 69 επ., Κοτσίρη,ο.π. υποσ.5 σ.63 επ.,  A.Bertrand, Le droit dauteur et les droits voisins, Paris-Milan-Barcelone-Bonn 1991  σ.104 επ, C.Colombet, Propriete litteraire et artistique et droits voisins, Paris 1992  n.31 επ., R.Dumas σ.26, Francon σ.154, P-Y.Gautier, Propriete litteraire et artistique, Paris 1991 n.24, Κ.Ασπρογέρακα Γρίβα «Θέματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Νομολογιακή Ερευνα αυτών εν Ελλάδι, Αθήνα 1975 σελ 13.  Σύμφωνα και με την εν Ελλάδι διαμορφωθείσα νομολογία, το πνευματικό δημιούργημα πρέπει να παρουσιάζει δημιουργικό ύψος (ΑΠ 525/1985 ΝοΒ 34, σ.195, MΠρωτΑθ 13760/1988, ΕΕμπΔ 1989 σ.665 με παρατ. Μαρίνου, ΜΠρωτΑθ 2519/1997, ΕΕμπΔ 1997 σ. 358 με παρατ. Μηνούδη), μία ορισμένη ατομικότητα, οφειλόμενη στη δημιουργική πνευματική εργασία του δημιουργού (ΕφΑθ 3403/1988 ΕΕμπΔ 1990 σ.162 με παρατηρ. Μαρίνου ), διακρίνεται από το πλέγμα των διανοητικών προϊόντων της ανθρώπινης καθημερινότητας  και  απέχει από το καθημερινό και κοινότυπο, από το προϊόν ρουτίνας (Εφ Αθ 448/1981 ΕΕμπΔ 1982 σ. 322, ΕφΑθ 3403/1988, ΕΕμπΔ 1990 σ. 162 με παρατ. Μαρίνου, ΜΠρωτΑθ 5538/1986, Αρμ 1988 σ. 833). Πρωτοτυπία δεν υπάρχει εκεί όπου τρίτος οφείλει κατά υποθετική κρίση να καταλήξει στο «δημιουργικό αποτέλεσμα» (ΑΠ 113/1989, ΝοΒ 1989 σ.1987). Το βούλευμα του Α.Π 267/1995 (ΝοΒ 1995 σ., 893) συνδυάζει με επιτυχία τα ανωτέρω κριτήρια, όταν ορίζει ότι «ως έργο (…) νοείται το δημιούργημα που έχει μορφή προσιτή στις αισθήσεις, απορρέει από την προσωπικότητα του δημιουργού και χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, δηλ. παρουσιάζει ατομική ιδιομορφία που κρίνεται με το μέτρο της στατιστικής μοναδικότητας ή άλλως παρουσιάζει δημιουργικό ύψος, δηλαδή απόσταση από τα ήδη «γνωστά και αυτονόητα».

[xvii] Δαγτόγλου, ο.π. υποσ  10 σημ.915 και συνεπώς υπερβαίνει την έννοια που προσδίδει στον όρο το άρθρο 2  ν.2121/93 και το οποίο διακρίνει τα πρωτότυπα πνευματικά έργα σε έργα λόγου, τέχνης και επιστήμης. Οι αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν άλλωστε και για τα πρωτότυπα επιστημονικά έργα.

[xviii] Βλ. σχετικά Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 7η εκδ. σ.14-5, Mαρίνου, ο.π. υποσ. 5  σ.20 επ.

[xix] Κουμάντου, ο.π. υποσ.2 7η εκδ. σ. 15,  Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 43 επ., A.Lucas, Droit d’auteur et liberte d’expression dans la societe de l’information, Aνακοίνωση στην Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη που οργανώθηκε από την Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. στις 6-8/4/2003 με θέμα «Πολιτισμός, Πνευματική Ιδιοκτησία και Κοινωνία της πληροφορίας» σ.1 (υπό δημοσίευση).

[xx] A.Mάνεση, Η συνταγματική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων και η εφαρμογή της στην πράξη, in Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Θεσσαλονίκη 1980 σ. 634,638-9, Χρυσόγονου, ο.π. υποσ. 10 σ.271-3

[xxi] ΣτΕ 2209/77, τοΣ 3 σ.636, Δαγτόγλου,ο.π. υποσ. 10 σημ. 646 επ., Π.Παραρά, Σύνταγμα 1975-Corpus, Aθήνα-Κομοτηνή 1982 σ.228. Βλ. σχετικά και το άρθρο 19§2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατοομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν.2642/97).

[xxii] Αντιστοίχως, ως προς τη σχετική διάταξη του άρθρου 10§1 εδ.β ΕΣΔΑ το ΕΔΔΑ (χωρίς να οριοθετήσει όμως τη διάκριση μεταξύ πληροφορίας και ιδέας) έχει κρίνει ότι τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα μουσικής και διαφημίσεων υπάγονται στην προστασία της ελευθερίας πληροφόρησης (Groppera Radio AG and others vs Switzerland 28-3-90, γενικότερα περί της ραδτιοτηλεοπτικής μετάδοσης προγραμμάτων βλ και τις αναφορές της Επιτροπής: Αutronic AG vs Switzerland 8-3-89, Radio Χ and others vs Switzerland 17-5-84, A v Switzerland 5-3-85). Bλ. αντίθετα τον προβληματισμό των Lucas, ο.π. υποσ. 19 σ.14 και Δ.Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Internet, Aθήνα 2001 σ.39, της ιδίας, Η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία 2001/29 για το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας, ΧρΙΔ 2003 σ. 389. Αλλωστε και από το άρθρο 16§1 Σ. προκύπτει δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης του κάθε πολίτη στο έργο τέχνης, ιδίως εφόσον αυτό ανήκει στο δημόσιο, διαφορετικά με τις προϋποθέσεις που θέτει ο δημιουργός του –βλ. και Δαγτόγλου, ο.π. υποσ 10 σημ. 919.

[xxiii] Δαγτόγλου, ο.π. υποσ. 10 σημ. 651-2, Dreier, ο.π. υποσ.8 σ.12. Αντίστοιχα η σχετική γερμανική διάταξη του άρθρου 5§1 ΘΝ ρητώς προβλέπει ότι καθένας έχει δικαίωμα (…) να αντλεί ανεμπόδιστα πληροφορίες από κάθε γενικά προσιτή πηγή. Αλλωστε «Το make information freely available does not mean available free», όπως επισημαίνει στο Green Paper του 1994 η αμερικάνικη Information Infrastructure Task Force που συγκροτήθηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ για την άρθρωση και εφαρμογή της Εθνικής Πληροφοριακής Υποδομής. Στην ίδια κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει κρίνει με την από 6-7-1976 αναφορά της (De Geillustreerde Pers N.V. vs The Netherlands) ότι η ελευθερία της πληροφόρησης ανήκει σε αυτόν που είναι ο δημιουργός της πληροφορίας, ακόμα και εαν δεν πρόκειται για πνευματικό έργο (στην προκείμενη περίπτωση επρόκειτο για πληροφορίες επί των ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων) και συνεπώς μπορεί η πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες να υπαχθεί στους όρους που θέτει ο ιδιοκτήτης της πληροφορίας (σε κάθε περίπτωση η Επιτροπή έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση το κοινό είχε ούτως ή άλλως τη δυνατότητα να βρεί αυτές τις πληροφορίες από διάφορες νόμιμες πηγές).

[xxiv] Η περίπτωση είναι διαφορετική όταν τα δικαιώματα που βρίσκονται σε ένταση είναι το δικαίωμα του πληροφορείν (ελευθερία του τύπου και των ΜΜΕ) και το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας επί έργων που είναι γενικώς προσιτά. Και σε αυτή πάντως την περίπτωση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε στην απόφαση της France 2 vs France 15-1-1997 ότι η μη επιβολή από τον νομοθέτη περιορισμού στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας με τον οποίο θα επιτρέπεται η δημόσια ή ραδιοτηλεοπτική μετάδοση έργου που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή δεν προσβάλλει το άρθρο 10§2 ΕΣΔΑ, καθως αποτελεί θεμιτό περιορισμό της ελευθερία του πληροφορείν προς προστασία δικαιώματος τρίτου. Σημειώνεται πάντως ότι η Οδηγία 2001/29/ΕΚ αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη την επιβολή ή μη αυτού του περιορισμού (άρθρο 5§3 στ.η –βλ. και άρθρο 26 ν.2121/93).

[xxv] Βλ. και την από 24-11-93 απόφαση του ΕΔΔΑ (Informationsverein Lentia vs Austria)

[xxvi] Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 σελ 113-4

[xxvii] Βλ. άρθρο 2 παρ. 1 Ν.2121/1993, Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 σελ 113 επ, Καλλινίκου, ο.π. υποσ.5 σελ 20επ, Μαρίνου, ο.π. υποσ. 5 σελ 65 επ, Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 5 σ.60 επ., ΜΠρωτΑθ 16568/1998 ΔΕΕ 2/1999 (με σημείωμα Μ. Μαρίνου), Κ.Ασπρογέρακα-Γρίβα,ο.π. υποσ. 16 σ.23-26, Β.Μελά, Το έργον του πνεύματος ως αντικείμενον της υπό του νόμου παρεχόμενης προστασίας ΕΠΒΙ Β΄/1963, σ.1-45 ειδ. σ.1-33, Colombet, ο.π. υποσ. 16, n.24, ΕφΑθ 1410/1959 ΝΔ 1960 σ.134-135, ΠρΠρωτΑθ 5606/1963 ΕΠΒΙ Β΄1963 σ. 64-70, ΠολΠρωτΑθ 710/1971 ΕΕΝ 1971 σ.662-664, ΜονΠρωτΑθ 18539/1996 ΕΕμπΔ 1997 σ.132-136. Η αρχή της διχοτόμησης μεταξύ μορφής/έκφρασης και ιδέας αποτυπώνεται εξάλλου και στο άρθρο 2 παρ 3 εδ (γ) του ν.2121/93  σε σχέση με τα προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Με ιδιαίτερη επίσης σαφήνεια αναφέρεται στο άρθρο 9 παραγρ 2 της Διεθνούς Σύμβασης  TRIPS ότι «η προστασία των δικαιωμάτων δημιουργού καλύπτει τις δημιουργίες αλλά όχι τις ιδέες , τις διαδικασίες, τις μεθόδους λειτουργίας ή τις μαθηματικές έννοιες καθαυτές». Βλ. σχετικά και άρθρο 2 της συνθήκης WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία.

[xxviii] Η έννοια δε της μορφής έχει λάβει στη θεωρία και νομολογία ένα πλατύτερο περιεχόμενο και έχει διχοτομηθεί σε εξωτερική και εσωτερική μορφή. Και η μεν εξωτερική μορφή αντιστοιχεί στην συνηθισμένη έννοια του όρου, απαρτιζόμενη από τα εξωτερικά γνωρίσματα του έργου, π.χ. τη λεκτική διατύπωση, τη μελωδία, την ενορχήστρωση, το σχέδιο, τους χρωματικούς συνδυασμούς, τις διαστάσεις κλπ. Αντίθετα, στην εσωτερική μορφή κατατάσσονται η πλοκή, η υπόθεση του έργου, η αλληλουχία των σκέψεων ή των εικόνων, η διάρθρωση και η ανάπτυξη των μελωδιών κλπ. Αυτά τα στοιχεία εξακολουθούν να υπάρχουν στο έργο και μετά την οποιαδήποτε τυχόν διασκευή του ή μετάφρασή του, γι’ αυτό και όταν αυτές οι ενέργειες γίνουν χωρίς άδεια του δημιουργού προσβάλλεται η πνευματική ιδιοκτησία –Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 σελ 115.

[xxix] Τουλάχιστον 50 ετών μετά το θάνατο του δημιουργού κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, 70 ετών σύμφωνα με την οδηγία 93/98/ΕΕ -άρθρο 29§1 ν.2121/93

[xxx] Κουμάντου, ο.π. υποσ.2 σ.279-80, όπου και κριτική αντιμετώπιση της περιορισμένης διάρκειας,  Β.Μελά, Οι περιορισμοί του δικαιώματος του πνευματικού δημιουργού, Αρμεν. 1965 σ. 605, Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 5 σ.188-190, Μαρίνου, ο.π. υποσ.5 σ.208 επ., Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ. 159 επ.

[xxxi] Αρθρο 19 ν.2121/93, Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2. σ.289, Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 5 σ.187-8, Μαρίνου, ο.π. υποσ.5 σ.203 επ., Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ. 171, ΜονΠρωτΑθ 15951/1989 ΝοΒ 1990 σ.116-18, ΕφΑθ 3403/88 ΝοΒ 1989 σ.441-5, MoνΠρωτΑθ 6550/1993 Αρμεν. 1993 σ.824-7, ΜονΠρωτΑθ 1692/94 ΕεμπΔ 1990 σ. 534-5, ΒVerfG 29-6-2000, GRUR 2001 σ.149, Colombet,o.π. υποσ. 16 n.228-30, Gautier, o.π. υποσ 16 n.141, F.K.Fromm/W.Nordemann, Urheberrecht, Stuttgard-Berlin-Bohn 1998 § 51

[xxxii] Αρθρα 20,21 ν.2121/93, Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 σ.291 επ., Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 5 σ.185, Μαρίνου, ο.π. υποσ.5 σ.203 επ., Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ. 174-5.,  ΠολΠρωτΑθ 9456/95 ΕΕμπΔ 1996 σ. 620-4

[xxxiii] Αρθρο 25 ν.2121/93, Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2. σ.297 επ., Colombet,o.π. υποσ. 16 n. 231, Κοτσίρη, ο.π. υποσ. 5 σ.184, Μαρίνου, ο.π. υποσ.5 σ.206, Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ. 172.

[xxxiv] Για τη σχέση των περιορισμών της πνευματικής ιδιοκτησίας με την ελευθερία της πληροφόρησης βλ. και L.Guibault, Pre-emption issues in the digital environment: can copyright limitations be overriden by contractual agreements under european law? Molengrafica Series 1998 σ.4, Dreier, ο.π. σ. 12. Στις ΗΠΑ η fair use exception (US Copyright Act sec. 107) επιτρέπει τον περιορισμό της πνευματικής ιδιοκτησίας για σκοπούς κριτικής, σχολιασμού, ενημέρωσης, διδασκαλίας, μελέτης και έρευνας, εφόσον ο σκοπός και ο χαρακτήρας της χρήσης του έργου είναι μη εμπορευματικός και μη κερδοσκοπικός και εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τη φύση του έργου, τη σημασία και την έκταση του τμήματος που χρησιμοποιείται και την επιρροή που μπορεί η χρήση αυτή να έχει στην εκμετάλλευση ή την αξία του έργου βλ. Μ.Νimmer,P.Marcus,D.Myers,D.Nimmer, Cases and Materials on Copyright, St.Paul Minn. 1991 σ.470 επ., Fujita, ο.π. υποσ. 1 σ.3. Για μια ανάλυση της εφαρμογής της ρήτρας αυτής στο ψηφιακό περιβάλλον βλ. M.Sapherstein, Intelligent agents and copyright: internet technology outpaces the law… again 1997 http: //www.bc.edu/ bc_org/avp/ law/st_org/iptf/ articles/ content/1997102801.html

[xxxv] Η ίδια ρήτρα επαναλαμβάνεται και στη Διεθνή Σύμβαση TRIPS (άρθρο 13) και στις δυο συμβάσεις της WIPO  (άρθρο 10 σύμβασης για την πνευματική ιδιοκτησία και 16 για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα) βλ.Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2 σ.288, Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ.267, Π.Κοριατοπούλου-Αγγελή, Οι περιορισμοί και εξαιρέσεις των αποκλειστικών δικαιωμάτων στη νεα οδηγία 2001/29/ΕΚ in Κουμάντος-Κοτσίρης-Μαρίνος-Κοριατοπούλου-Σταυρίδου, ο.π. υποσ. 1 σ. 61-3. Για τους λοιπούς περιορισμούς των πνευματικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ βλ. Fujita, ο.π. υποσ. 1 σ.4 επ.

[xxxvi] Βλ. σχετικά Κοριατοπούλου, ο.π.. υποσ. 34 σ.64-5 και Μ.Μαρίνου, Απόλυτες και αποκλειστικές εξουσίες ως αντικείμενο εναρμόνισης κατά την οδηγία 2001/29/ΕΚ στο ίδιο σ.40-3

[xxxvii] Εφόσον βέβαια οι πράξεις αναπαραγωγής δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα –άρθρο 5§3 στ.β οδηγίας 2001/29/ΕΚ, που επιδιώκει πρωτίστως την προστασία τυφλών που χρησιμοποιούν το σύστημα Βraille – βλ Κοριατοπούλου, ο.π. υποσ. 34 σ. 72 υποσ. 150.

[xxxviii] Βλ. σχετικά και το άρθρο 5 §2 στ. ε της οδηγίας 2001/29/ΕΚ. Στα πλαίσια αυτά είναι ιδιαιτέρως εύχρηστη η διάκριση μεταξύ περιορισμών του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και εξαιρέσεων από το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ανάλογα με το αν υφίσταται ή όχι υποχρέωση καταβολής αμοιβής στο δημιουργό (βλ. σχετικά Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 22 σ. 63-4).

[xxxix] Η οδηγία 2001/29/ΕΚ περιλαμβάνει ένα εξαντλητικό κατάλογο των περιορισμών που επιτρέπεται να υιοθετήσουν  τα κράτη-μέλη και περιορίζει τις νομοθετικές επιλογές των κρατών-μελών. Πλην όμως ο κατάλογος αυτός είναι ιδιαιτέρως ευρύς και σε μεγάλο βαθμό καλύπτει τους περιορισμούς που ήδη είχαν υιοθετήσει οι νομοθεσίες των επι μέρους κρατών-μελών (Κοριατοπούλου, ο.π. υποσ. 34 σ. 82, Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 22 σ. 65 επ.). Η εξαντλητική παράθεση περιορισμών δεν καθιστά το σύστημα των περιορισμών ασφυκτικό (έτσι Hugenholtz, o.π. υποσ.1), αφού η εμφάνιση νεων τεχνολογικών εξελίξεων μπορεί να καταστεί αντικείμενο παρέμβασης του κοινοτικού νομοθέτη (όπως π.χ. συνέβη με το λογισμικό και τις βάσεις δεδομένων). Επί της ουσίας όμως μεταφέρεται η σχετική νομοθετική αρμοδιότητα στο επίπεδο των οργάνων της Ε.Ε. 

[xl] Βλ. σχετικά και την νομολογία επί μέρους κρατών-μελών της ΕΕ που παραθέτει ο Lucas, ο.π. σ.5. 

[xli] Bundesgerichtshof απόφαση 7-3-85 (Lili Marleen) GRUR 1987 σ.34, Lucas, ο.π. σ. 6 επ. Contra Guibault, ο.π. σ. 16,21

[xlii] Ηδη έχει κριθεί ότι και η πράξη αυτή αποτελεί παράνομη αναπαραγωγή στη Γερμανία (Mainpost vs Newsclub) και στη Δανία (Danish Newspapers Publisher’s Association vs Newsbooster.com).

[xliii] Λ.Μήτρου, Το δίκαιο στην κοινωνία της πληροφορίας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002 σ.35-6, D.J.Mason, Fixation on fixation: Why imposing old copyright law on new tecnology will not work 1997 (http://www.law.indiana.edu/ilj/v72/no2/masson.html).

[xliv] Βλ. και Κ.Χρυσόγονου, Μια βεβαιωτική αναθεώρηση, Αθήνα-Κομοτηνή 2000 σ.20-1, Τ.Βιδάλη, Νεα δικαιώματα στο Σύνταγμα: Ενας απολογισμός in Τσάτσου/Βενιζέλου/ Κοντιάδη, Το νέο Σύνταγμα, Πρακτικά Συνεδρίου 2001 σ.78-9

[xlv] Ο οποίος στην μεν Ευρώπη αναφέρεται ως κοινωνία της πληροφορίας (information society), ενώ στις ΗΠΑ λεωφόρος των πληροφοριών (information superhighway).

[xlvi] Σε μια νεα μορφής κοινωνικότητα Βλ. σχετικά Α.Τάκη, Κοινωνία της πληροφορίας και Σύνταγμα. Μια πρώτη προσέγγιση, ΝοΒ 2002 σ. 28 επ, ιδίως σ.44, Βιδάλη, ο.π. υποσ. 43  σ. 78, του ιδίου, Νεα δικαιώματα στην πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος Γ.Παπαδημητρίου (επιμ.) Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκσυγχρονισμός των θεσμών 2000 σ. 100

[xlvii] Βλ. Βιδάλη,  ο.π. υποσ. 43 σ. 78, Τάκη, ο.π. υποσ. 45 σ.44.

[xlviii] Ακόμα και ο δικαστικός έλεγχος δυσχεραίνει συνεχώς π.χ. με το πέρασμα από την εποχή της αντιγραφής μουσικών έργων μέσω κεντρικού server, όπως συνέβαινε με το Napster, στην εποχή των τεχνολογιών αντιγραφής peer to peer χωρίς τη διαμεσολάβηση  server- βλ. σχετικά Stan Liebowitz, Copyright and the internet http://www/utdallas.edu/~liebowit/knowledge_goods/chap9.pdf , καθώς και ευρύτερα Α.Παπαδοπούλου, Η πνευματική ιδιοκτησία στο χώρο και το χρόνο του διαδικτύου, ΔΕΕ σ. 1213-4.

[xlix] Εχει γίνει πλέον κλασσική η φράση του Charles Clark «The answer to the machine is the machine».

[l] Βλ. σχετικά  Σ.Σταυρίδου, Τα τεχνολογικά μέτρα στην υπηρεσία της διαχείρισης και προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας in Κουμάντος-Κοτσίρης-Μαρίνος-Κοριατοπούλου-Σταυρίδου, ο.π. υποσ.1 σ. 95 επ., Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 22 σ.75 επ., Παπαδοπούλου, ο.π. υποσ. 48 σ. 1220 επ.

[li] Π.χ. με τη χρήση software intelligent agents, αλλά όχι μόνο. Βλ. σχετικά Σταυρίδου, ο.π. υποσ. 49 σ.102,105, V.Grassmuck, Technological copyright enforcement and open access, 2003 http://waste.informatik.hu-berlin.de/Grassmuck/Texts/drm-oai.html

[lii] Σταυρίδου, ο.π. υποσ. 49 σ. 93. Βλ. σχετικά το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ με την Αudio Home Recording Act του 1992  επιβλήθηκε η χρήση τεχνολογικού μέσου που επιτρέπει μόνο τη δυνατότητα αναπαραγωγής ενός αντιγράφου από το πρωτότυπο (Serial Copy Management System). Πιο πρόσφατα με την Digital Millenium Copyright Act του 1998 αναπτύχθηκε ένα πλαίσιο προστασίας των τεχνολογικών μέσων που απαγορεύει τις πράξεις εξουδετέρωσης των μέσων αυτών, καθώς και την κατασκευή και πώληση συσκευών που αποσκοπούν στην εξουδετέρωση. Ηδη, παρά τις σχετικές αμφισβητήσεις, ο νόμος αυτός κρίθηκε συνταγματικός από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καλιφόρνια με την απόφασή του U.S. v. Elcom Ltd

[liii] Για μια κριτική ανάλυση αυτών των συστημάτων βλ. Grassmuck, ο.π. υποσ. 50. Για μια αναλυτικη απάντηση βλ  Liebowitz, ο.π. υποσ. 47

[liv] Βλ. Grassmuck, ο.π.. υποσ. 50, Παπαδοπούλου, ο.π. υποσ 48 σ.1225.

[lv] Βλ. Fujita, ο.π. υποσ. 1 σ. 7

[lvi] Ηδη ν.2472/97-βλ. Σταυρίδου, ο.π. υποσ.49 σ.105, αιτιολογική σκέψη 57 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ. 

[lvii] Βλ. αναλυτικά Grassmuck, ο.π. υποσ. 50

[lviii]  Με αυτό τον τρόπο ο νομοθέτης παραχωρεί εκ του νόμου άδεια στον χρήστη να προβεί στην ιδιωτική αναπαραγωγή (licence legal) και μετατρέπει το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει την αναπαραγωγή σε ενοχική εξίωση εύλογης αμοιβής (βλ. και Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ. 183. Δεν πρόκειται  συνεπώς περί απαλλοτριώσεως για δημόσια ωφέλεια, αλλά περί νομίμου περιορισμού της κυριότητας για την εξισσορόπηση της λειτουργίας του ίδιου του θεσμού της πνευματικής ιδιοκτησίας –βλ. και παρακάτω.

[lix] Εύλογη αμοιβή σε μέσα οπτικοακουστικής αναπαραγωγής έχει κατοχυρωθεί στην Αυστρια,το Βέλγιο, την Τσεχία, την Ελβετία, τη  Σουηδία, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία, την Ισλανδία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακια, τη Σλοβενια, την Ισπανία. Εύλογη αμοιβή σε μέσα φωτοτυπικής αναπαραγωγής καθιερώνουν τα άρθρα 42b§2 αυστριακού νόμου, 59 βελγικού νόμου,  54a§1 γερμανικού νόμου,  64  πορτογαλικού νόμου, 25§3 ισπανικού νόμου, 26§2 βουλγαρικού νόμου, 25§1 τσέχικου νόμου,  21§1 ουγγρικού νόμου, 20§1 πολωνικού νόμου, 109 ρουμανικού νόμου, 21§5c σλοβακικού νόμου,  37§3 σλοβενικού νόμου. Η γενική ρύθμιση του γερμανικού νόμου καλύπτει κάθε μέσο αναπαραγωγής και βάσει αυτής έχει γίνει δεκτό ότι υπάγονται στη ρύθμισή της τόσο οι σαρωτές, όσο και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές (βλ. και S.Winghart, Kopierverguetung fuer den PC, ZUM 2002 σ.349 επ.). Αντίστοιχα το άρθρο 18 ν.2121/93 κατοχυρώνει την ελευθερία της αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση (στην έννοια της οποίας δεν περιλαμβάνεται η αναπαραγωγή που πραγματοποιείται στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή μιας υπηρεσίας ή ενός οργανισμού §1) και εφόσον με την αναπαραγωγή αυτή δεν εμποδίζεται η κανονική εκμετάλλευση του έργου και δεν βλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα του δημιουργού (§2). Ως αντιστάθμισμα προβλέπεται στην §3 του ίδιου άρθρου ότι οι πνευματικοί δημιουργοί και οι δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων δικαιούνται εύλογη αμοιβή που προσδιορίζεται σε ποσοστό επί των μηχανημάτων, των τεχνικών μέσων και των υλικών φορέων που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την ιδιωτική αναπαραγωγή πνευματικών έργων.  Στην αρχική του μορφή ο νόμος προέβλεπε ενδεικτική αναφορά των μέσων αυτών, όπως με το άρθρο 14 ν.3049/2002 η αναφορά είναι πλέον περιοριστική. Στην αρχική επίσης μορφή του το άρθρο 18 προέβλεπε ποσοστό 6% επί των μηχανημάτων και των υλικών φορέων που είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την αναπαραγωγή οπτικοακουστικών έργων, 4% επί των φωτοτυπικών μηχανημάτων και του χαρτιού κατάλληλου για φωτοτυπία και 2% επί των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Όπως είχε κριθεί δικαστικώς στην έννοια του ηλεκτρονικού υπολογιστή υπάγονταν όλα τα μηχανήματα και οι υλικοί φορείς που επιτρέπουν την ψηφιακή αναπαραγωγή πνευματικών έργων (όπως η κεντρική μονάδα, οι οθόνες, τα πληκρολόγια, τα ποντίκια, οι εκτυπωτές, οι σαρωτές, οι δισκέτες – ενδεικτικά: Μον. Πρωτ. Αθ. 3860, 3393, 3394, 4302, 2433, 5639/2001). Με την ανωτέρω τροποποίηση του νόμου τα ποσοστά παρέμειναν τα ίδια για την αναλογική αναπαραγωγή, για δε την ψηφιακή αναπαραγωγή αναπροσδιορίσθηκαν σε 6% για συσκευές ή εξαρτήματα μη ενσωματωμένα ή ενσωματώσιμα στην κύρια μονάδα ηλεκτρονικών υπολογιστών που λειτουργούν σε συνάρτηση με αυτούς και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την ψηφιακή αντιγραφή ή για την ψηφιακή μετεγγραφή από ή προς αναλογικά μέσα (εξαιρουμένων των εκτυπωτών), μαγνητικές ταινίες ή άλλοι υλικοί φορείς πρόσφοροι για την αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, συμπεριλαμβανομένων των υλικών φορέων ψηφιακής αντιγραφής - όπως CD-RW, CD-R, φορητοί οπτικοί μαγνητικοί δίσκοι χωρητικότητας άνω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (άνω των 100 Mbytes), αποθηκευτικά μέσα/ δισκέτες κάτω των 100 εκατομμυρίων ψηφίων (κάτω των 100 Mbytes) και 4% για τους σαρωτές, καταργουμένων όλων των υπολοίπων (CPU, οθόνες, εκτυπωτές κλπ)

[lx] Βλ. ενδεικτικά Καλλινίκου, ο.π. υποσ. 5 σ. 50 επ.

[lxi] Κουμάντου, ο.π. υποσ. 2. σ. 238

[lxii]  Η ελεύθερη ιδιωτική αναπαραγωγή δεν συνιστά συνεπώς περιορισμό που επιβάλλεται στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιωτών (π.χ. του δικαιώματος τους στην πληροφόρηση), αλλά λόγω της αδυναμίας ελέγχου -contra Guibault, ο.π. υποσ.33  σ.5-7. Αυτή η αδυναμία ελέγχου δεν είναι μόνο οικονομική (λόγω του κόστους που θα είχε ένας τέτοιος έλεγχος), αλλά και νομική- τουλάχιστον ως προς τις αναπαραγωγές που γίνονται στην ιδιωτική οικία του χρήστη.  Είναι συνεπώς προφανές ότι δεν θα μπορούσαν –προκειμένου να επιτευχθεί ο έλεγχος της ιδιωτικής αναπαραγωγής- να επιβληθούν μηχανισμοί ελέγχου που θα παραβίαζαν το απόρρητο του ιδιωτικού βίου ακόμα και του νόμιμου χρήστη (βλ. π.χ. την από 29-5-64 απόφαση του Βundesgerichtshof ΝJW 1964 σ. 2157 επ. με την οποία κρίθηκε ότι θα έπληττε το απόρρητο του ιδιωτικού βίου τυχόν επιβολή υποχρέωσης στους πωλητές μέσων ιδιωτικής αναπαραγωγής να παραδίδουν στοιχεία των αγοραστών στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε αυτοί να μπορούν εν συνεχεία να ελέγχουν την νομιμότητα των αναπαραγωγών από τους αγοραστές των μηχανημάτων).  Αντίθετα τυχόν απογραφή των παράνομων αντιγράφων στην επαγγελματική κατοικία του χρήστη κατόπιν ex parte δικαστικής εντολής (Anton Piller Order) δεν θα προσέβαλε το απόρρητο στον ιδιωτικό βίο, όπως έκρινε και το ΕΔΔΑ στην από 30-3-89 απόφασή του (Chappel vs United Kingdom).  

[lxiii] Έτσι όμως Δ.Τσάτσου-Ξ.Κοντιάδη, αδημ. γνωμοδότηση

[lxiv] Κοριατοπούλου, ο.π. υποσ. 34 σ. 87

[lxv] Βλ. ενδεικτικά για την κατ’αρθρο 1 Π.Π. εύλογη αποζημίωση τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ: 6-12-01 (Yagtzilar κλπ κατά Ελλάδος), Εφαρμογές ΙΙ/2002 σ.638, με παρατηρήσεις Β.Κουτρούλη, 9-12-94 (Ιερές Μονές κατά Ελλάδος),  15-2-01 (Πιαλόπουλος κλπ. κατά Ελλάδος), 19-6-01 (Zwierzynski vs Poland) ,Κ. Γεωργιάδη, ο.π. υποσ. 4  σ.48 επ., Δρόσου, ο.π. υποσ. 5 σ.74 επ.

[lxvi] Βλ. για το σχετικό προβληματισμό Μήτρου, ο.π. υποσ.42  σ.65 επ.

[lxvii] Αυτή ακριβώς είναι η έννοια του άρθρου 5§2 στ. β της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης μπορεί να επιτρέψει την ελευθερία ιδιωτικής αναπαραγωγής με ψηφιακά μέσα για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, προβλέποντας ταυτόχρονα σύστημα εύλογης αμοιβής των δημιουργών, κατά συνεκτίμηση της εφαρμογής ή όχι τεχνολογικών μέσων προστασίας. Εαν υφίστανται αποτελεσματικά και διαδεδομένα μέσα προστασίας ο νομοθέτης δεν μπορεί να καθιερώσει την ελευθερία ιδιωτικής αναπαραγωγής.

[lxviii] Ούτε βέβαια μπορεί μέσα στα πλαίσια του άρθρου 1 Π.Π. ΕΣΔΑ να καταργήσει την εύλογη αμοιβή που καθιερώνεται ως αντιστάθμισμα του επιβληθέντος περιορισμού στο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι ως αποκατάσταση της εύλογης ισορροπίας που καθιερώνει το άρθρο 1 Π.Π. ΕΣΔΑ ! –βλ. σχετικά και Δρόσου, ο.π. υποσ. 6 σ.62 επ.  Ετσι, όμως με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 ν.3049/2002 ο νομοθέτης κατήργησε με αναδρομική ισχύ τις γενηθείσες αξιώσεις εύλογης αμοιβής επί των τεχνικών μέσων που δεν περιλαμβάνονται στη νεα διάταξη του άρθρου 18. Ηδη η διάταξη αυτή έχει κριθεί αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα το άρθρο 1 Π.Π. ΕΣΔΑ – ΜονΠρωτΑθ. 1999,2037,2226,2238/2003 contra 2392/2003

[lxix] Συνεπώς θα πρέπει να θεωρηθεί κατ’εφαρμογή και της παραγράφου 2 του άρθρου 18 ν.2121/93 ότι η καθιερωμένη με την §1 ελεύθερη ιδιωτική αναπαραγωγή που στην αρχική μορφή του άρθρου ήταν γενικής εφαρμογής, περιορίζεται σήμερα μόνο για τις αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση των περιοριστικά αναφερόμενων μηχανημάτων και υλικών φορέων.

[lxx] Μason, ο.π. υποσ. 43

[lxxi] Αυτό είναι το σταυρικό σημείο της  ίδιας  της  συνταγματικής ρύθμισης για την ελευθερία της τέχνης: το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία  της  τέχνης, αλλά δεν ορίζει τι είναι τέχνη. Υιοθετεί έναν ανοικτό  ορισμό  και  δεν αναθέτει  σε  κανένα  εξωτερικό  υποκείμενο,  την  κοινότητα  των καλλιτεχνών, τον  ίδιο  τον  καλλιτέχνη,  φυσικά  τα  κυβερνητικά όργανα, να οριοθετήσουν το τι πρέπει να θεωρείται  ως  τέχνη  και άρα να προστατεύεται συνταγματικά. Ουσιαστικά ο δικαστής καλείται να κρίνει με βάση μια δημόσια επικοινωνιακή συνθήκη, με βάση την  κοινωνική προφάνεια ορισμένων κριτηριων  συμπεριφοράς  και  δράσης  για  να χαρακτηρίσει  μια  ενέργεια  ως  καλλιτεχνική.  Η   βούληση   του καλλιτέχνη να παράξει ένα αισθητικό μήνυμα  δεν  είναι  παρά  ένα μονο από τα κριτήρια αυτά (υπάρχουν και άλλα: η πρωτοτυπία, η  γνώση  του  αντικειμένου). Αν  ο  ανοικτός  ορισμός   ενέχει   ένα σημαντικό  εγγυητικό  περιεχόμενο (το  Κράτος  δεν   μπορεί   να περιορίζει το δικαίωμα με βάση τη δική του  άποψη  περί  τέχνης),  ενέχει  και νεους κινδύνους: να  επικρατήσει  η  αντίληψη  ότι τέχνη είναι  ό,τι  προβάλλεται  ως  τέχνη  μέσα  από  ένα  σύνολο κυκλωμάτων, τόσο  εμπορικών,όσο  και  κρατικών:   ο,τι πουλάει ή ορθότερα ό,τι εξυπηρετεί τις  οικονομικές  ανάγκες  των εμπορικών κυκλωμάτων και τις νομιμοποιητικές ανάγκες των εκάστοτε κρατούντων.Αν λοπόν δεν αναπτύσσεται ευρύτερα μέσα στην  κοινωνία ένας  κριτικός  διάλογος  γύρω   από   την   ασθητική,   αν   δεν αντιπαρατίθενται κοινωνικές θεωρίες περί  τέχνης,  τότε  αυτός  ο εργαλειακός  λόγος   θα  επικρατησει   και   στις αντιλήψεις των δικαστικών οργάνων. Συνεπώς εδώ η πολιτική παρουσία  του καλλιτέχνη αποτελεί τον εκ των ων ουκ ανευ ορο για  την  ίδια την αναγνώρισή του ως υποκείμενο δικαιωμάτων.  Οπως   χαρακτηριστικά   τονίζει   ο   καθηγητής Μανιτάκης, δεν υπάρχει  σήμερα  για  το  αντικειμενοποιημένο  και πολυδιασπασμένο υποκειμένο των δικαιωμάτων άλλη διέξοδος παρά  η πολιτικοποίησή του- Α.Μανιτάκη, Το Υποκείμενο των Συνταγματικών Δικαιωμάτων (κατά το άρθρο 25§1 του Συντάγματος), Αθήνα-Κομοτηνή 1991 σ.267

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους