Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Ενδιαφέρουσες αποφάσεις

1333/2023 Εφετείο Αθηνών

Αγωγή περί κλήρου-Αξία πλασματικής και πραγματικής κληρονομιάς-Νόμιμη μοίρα-Ακύρωση διαθήκης-Απόδοση ακινήτου

.

Το κληρονομιαίο  ακίνητο η διαθέτης με την προαναφερόμενη διαθήκη της, κατέλειψε στον εναγόμενο. Συνεπώς η αξία της πραγματικής κληρονομιάς της ανέρχεται στο ποσό των 35.860 ευρώ. Περαιτέρω η κληρονομούμενη προέβη εν ζωή στις ακόλουθες προς τον εναγόμενο παροχές, οι οποίες προστίθενται στην πραγματική κληρονομιά της για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας : α)…….. αξίας κατά τον χρόνο της παροχής 82.808 ευρώ, β) ……. αξίας κατά τον χρόνο της παροχής του μεν ακινήτου 56.300 ευρώ και του ποσοστού 14.075 ευρώ, γ) ….. αξίας κατά τον χρόνο της παροχής του μεν ακινήτου 54.000 ευρώ και του εξ αδιαιρέτου ποσοστού  13.500 ευρώ και δ) …… συνολικής αξίας κατά τον χρόνο της παροχής 300.000 ευρώ και του εξ αδιαιρέτου ποσοστού 75000 ευρώ. Ως προς τα ανωτέρω …………. α,β,γ ακίνητα πρόκειται για παροχές της κληρονομούμενης προς τον μεριδούχο, που έγιναν κατά τα αναφερόμενα στο οικείο συμβόλαιο, χωρίς αντάλλαγμα προς εκπλήρωση ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος και ως  εκ τούτου είναι μη καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα (ΑΚ 1831 παρ.1) πλην όμως συνυπολογιστέες στην κληρονομιά προς σχηματισμό της ιδανικής κληρονομικής ομάδος, με βάση την οποία θα υπολογιστεί η νόμιμη μοίρα κατ’ άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ, που περιέχει διάταξη αναγκαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι η κληρονομούμενη δεν μπορεί να ορίσει διαφορετικά. Περί των τιμών των κληρονομιαίων ακινήτων προσκομίζονται από την ενάγουσα οι από 8-1-2021 εκτιμήσεις του πραγματογνώμονα ακινήτων …. Κατόπιν αυτών , για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας στην αξία της πραγματικής κληρονομιάς της μητέρας της που ανέρχεται στο ποσό των 35.860 ευρώ προστίθεται η αξία των πιο πάνω εν ζωή αυτής παροχών προς τον εναγόμενο, ήτοι 35.860+ 82.808 +14075+ 13500+75000 = 221243 ευρώ και προκύπτει αφενός μεν η αξία της πλασματικής κληρονομιάς της, ανερχόμενη στο ποσό των 221.243 ευρώ, αφετέρου δε η αξία της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας, ανερχόμενη, αφού η ίδια δεν είχε λάβει παροχές από την μητέρα της, στο ποσό των 36.873,83 ευρώ. Επειδή όμως η πραγματική κληρονομιά της μητέρας της ανέρχεται κατά τα ανωτέρω στο ποσό των 35.860 ευρώ, επαρκεί για την ικανοποίηση της νόμιμης μοίρας της και για το λόγο αυτό πρέπει να λάβει το ακίνητο αυτό της πραγματικής κληρονομιάς, το οποίο ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας της εφεσίβλητης έπρεπε να υπολογιστούν τα έξοδα συντήρησης, φορολόγησης και λειτουργίας των ανωτέρω ακινήτων καθώς και οι ιατρικές δαπάνες για την κληρονομούμενη και τα έξοδα κηδείας της που καταβλήθηκαν όλα από τον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος διότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1831 ΛΚ για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου και αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, ως προς δε τα τυχόν χρέη και τα έξοδα κηδείας που είναι νόμιμος είναι αόριστος αφού δεν προσδιορίζεται ούτε προκύπτει το ύφος αυτών.

Αναγνωρίζει την ακυρότητα της δημόσιας διαθήκης. Υποχρεώνει τον εναγόμενο να αποδώσει στην ενάγουσα, το ακίνητο που περιγράφεται παραπάνω…

301/2022 Μονομελές Εφετείο Θράκης

Αγωγή διανομής – Αυτούσια διανομή - Διαιρεμένη ιδιοκτησία – Νέες αποδείξεις στο Εφετείο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798, 799, 800 και 801 του ΑΚ και 480, 480 Α, 481 και 484 παρ.1 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1113 του ΑΚ, εφαρμόζονται
και επί διανομής κοινού ακινήτου, προκύπτει ότι αν δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 478 επ.). Ενάγων στην αγωγή αυτή μπορεί να είναι
κάθε κοινωνός συγκύριος και αν δεν είναι νομέας ή συννομέας, ενώ σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 478 ΚΠολΔ η αγωγή διανομής πρέπει να στρέφεται κατά όλων των κοινωνών, περαιτέρω δε, αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας που υπάρχει επί αυτού, ο δε τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή, το αν η λύση αυτή θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται αναγκαίως στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου στο οποίο επίσης εναπόκειται να κρίνει αν θα διαταχθεί ή όχι πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής του κοινού ακινήτου (ΑΠ 555/2017, ΑΠ 303/2013, ΑΠ 913/2011, ΑΠ 1309/2005, ΕφΠειρ 107/2016, ΕΦΔωδ 43/2015, ΕφΛαμ 139/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 799 και 800 του ΑΚ, καθώς και εκείνων των 480 παρ.1, 3 και 480 A του ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής, το Δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του αδυνάτου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής ή
αντιθέτως περί του δυνατού αυτής, είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γι΄ αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, προς τούτο, εκτός από τις μερίδες των κοινωνών, το είδος, τις διαστάσεις, το σχήμα, το εμβαδόν κλπ του διανεμητέου ακινήτου. Πρόδηλα αδύνατη ή ασύμφορη είναι η αυτούσια διανομή, όταν κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του και όταν τα μέρη στα οποία πρόκειται να διανεμηθεί καθίστανται άχρηστα στο κοινωνικό σύνολο ως οικονομικές μονάδες ή η αξία τους, λόγω ακριβώς της αδυναμίας τους να χρησιμεύσουν ως οικονομικές μονάδες, μειώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε το σύνολο των μερίδων να υστερεί της αξίας του διανεμητέου πράγματος ως ενιαίου (ΑΠ 170/2017, ΑΠ 735/2013, ΑΠ 256/2007, ΑΠ 1895/2009, ΕφΑΘ 1253/2010, ΕφΘεσ 299/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι για να οδηγηθεί το Δικαστήριο της ουσίας στην κρίση ότι η απαιτούμενη αυτούσια διανομή συγκεκριμένου κοινού ακινήτου, την οποία διώκει κατά κύριο λόγο και ευνοεί το δίκαιο, είναι εφικτή ή ανέφικτη, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ότι ερεύνησε όλες τις προϋποθέσεις και τις πιθανές περιπτώσεις αυτούσιας διανομής και ότι από την έρευνα αυτή κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι ή δεν είναι εφικτή, σύμφωνα με το νόμο και το συμφέρον των κοινωνών (ΑΠ 36/2018, ΑΠ 179/2017 ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με τον τρόπο της διανομής, λαμβανομένου υπόψη των άρθρων 480 και 484 ΚΠολΔ, η διανομή πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται αυτούσια και, μόνο εάν αυτή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, να επιλέγεται η πώληση σε πλειστηριασμό.
Τέλος, κατά το άρθρο 368 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στο Εφετείο, το οποίο δεν κωλύεται, προκειμένου να προβεί στην ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας του λόγου της εφέσεως, να διατάξει νέες αποδείξεις ή και συμπληρωματικές δια των αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων είναι και η πραγματογνωμοσύνη, ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, που διέταξε και αυτών που εκτίμησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η εκκαλουμένη απόφαση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως, ακολούθως δε, κατά την επιταγή του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εξαφανίσει τότε (εξ αρχής) την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον κατά την ορθή έννοια της εν λόγω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως της εκκαλούμενης απόφασης είναι η προηγούμενη από το Εφετείο διάγνωση της βασιμότητος του λόγου της εφέσεως, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται κυριαρχικά από το Εφετείο (ΟλΑΠ 1285/1982 ΕλλΔνη 24,220).

6965/2022 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ασφαλιστικά μέτρα)

Νόμιμη αίτηση αναστολής κατάσχεσης και πλειστηριασμού ακινήτου αρ.933ΚΠολΔ λόγω μη δυνατότητας τήρησης  των προθεσμιών του ΚΠολΔ πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού – Εφαρμογή αρ.731 ΚΠολΔ. Με την υπό κρίση αίτησή τους οι αιτούντες ιστορούν ότι έχουν ασκήσει κατά της καθ’ ης την αναφερόμενη στην αίτηση ανακοπή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για την ακύρωση της  από ...2022 επιβληθείσας κατάσχεσης, δυνάμει της οποίας εκπλειστηριάζεται ακίνητο που χρησιμεύει για την οικογενειακή στέγασή τους την ...2023 επί τη βάσει της …….2018 διαταγής πληρωμής…και μετά την κοινοποιηθείσα την …σχετική επιταγή προς εκτέλεση. Ότι η ως άνω ανακοπή τους που ερείδεται στο άρθρο  933 ΚΠολΔ έλαβε ΓΑΚ………... Ότι αφενός η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους θα τους προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη και αφετέρου πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενοι ότι δεν είναι δυνατό να τηρηθούν οι προθεσμίες του  ΚΠολΔ περί έκδοσης απόφασης επί της ασκηθείσης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ζητούν να ανασταλεί η σχετική εκτελεστική  διαδικασία … Με αυτό  το περιεχόμενο και  αίτημα η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ), τυγχάνει ορισμένη και παραδεκτή, καθώς και νόμιμη ως προς το κύριο αίτημά της (βλ. ΣυμβΑΠ:\110/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στηρίζεται δε στη διάταξη του άρθρου 731 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

5093/2022 Eφετείο Αθηνών

Διαφορές από συνιδιοκτησία -Αυτόνομη εγκατάσταση φυσικού αερίου. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 του π.δ. 420/1987, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ. 4 του ν. 3175/2003 και τροποποιήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 3661/2008 (Α 89), κι αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 127 του ν. 4495/2017 ορίζεται ότι: «5. Για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων τα οποία περιλαμβάνουν περισσότερες από μία οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των συνιδιοκτητών για την αλλαγή του συστήματος κεντρικής θέρμανσης και τη σύνδεση με το δίκτυο φυσικού αερίου ή την εγκατάσταση συστήματος τηλεθέρμανσης ή γεωθερμίας ή αντλιών θερμότητας ή άλλου συστήματος θέρμανσης λαμβάνονται, εφόσον προκύπτει ότι η πιο πάνω αλλαγή βελτιώνει την ενεργειακή αποδοτικότητα του κτιρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Ε.Ν.Α.Κ.). Με την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων του συνόλου των συνιδιοκτητών, ανεξαρτήτως αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Με την ίδια πλειοψηφία λαμβάνεται κάθε άλλη σχετική απόφαση για την υλοποίηση και ρύθμιση των παραπάνω αποφάσεων, ιδίως για την τροποποίηση ή αντικατάσταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων θέρμανσης, την αλλαγή εξοπλισμού, τις επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου, την όδευση σωληνώσεων και αγωγών, την τοποθέτηση καπναγωγών και καπνοδόχων και εν γένει για κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση, μεταβολή ή επέμβαση στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου, αφού ληφθούν υπόψη και τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2364/1995 (ΦΕΚ A 252). Με την ίδια πλειοψηφία και ανεξαρτήτως αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής λαμβάνονται και οι αποφάσεις για τη μόνιμη αποσύνδεση από το δίκτυο κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου κύριων μεμονωμένων ιδιοκτησιών στις οποίες οι ιδιοκτήτες τους προτίθενται να τοποθετήσουν ανεξάρτητη μόνιμη εγκατάσταση θέρμανσης με χρήση φυσικού αερίου ή να εγκαταστήσουν αυτόνομο σύστημα τηλεθέρμανσης ή γεωθερμίας ή αντλιών θερμότητας ή άλλο αυτόνομο σύστημα θέρμανσης. Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να προκύπτει ότι η ανεξάρτητη μόνιμη εγκατάσταση θέρμανσης βελτιώνει την ενεργειακή αποδοτικότητα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Ε.Ν.Α.Κ.). Η απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών δεν είναι αναγκαία, ανεξαρτήτως αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής, όταν η τοποθέτηση ανεξάρτητης μόνιμης εγκατάστασης θέρμανσης διενεργείται από κύριες μεμονωμένες ιδιοκτησίες σε υφιστάμενες οικοδομές οι οποίες δεν έχουν εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης».

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, σαφώς, ότι σκοπός της εισαγωγής τους είναι η επέκταση της χρήσεως του φυσικού αερίου, ως καύσιμης ύλης, στα ήδη υφιστάμενα συστήματα κεντρικής θερμάνσεως των οικοδομών και, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, διότι διατηρούνται οι επιφυλάξεις ή οι φόβοι της ως άνω ελάχιστης πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών, η διευκόλυνση της αποσυνδέσεως από τα εν λόγω συστήματα όσων ιδιοκτητών επιθυμούν να εγκαταστήσουν αυτοτελή [ατομική, αντί της κεντρικής] θέρμανση με χρήση φυσικού αερίου μόνο στη δική τους ιδιοκτησία. Η απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών δεν είναι αναγκαία, ανεξαρτήτως αντίθετης πρόβλεψης στον κανονισμό σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στην περίπτωση που η τοποθέτηση ανεξάρτητης μόνιμης εγκατάστασης θερμάνσεως με χρήση φυσικού αερίου διενεργείται από κύριες μεμονωμένες ιδιοκτησίες σε υφιστάμενες οικοδομές, οι οποίες δεν έχουν εγκατάσταση κεντρικής θερμάνσεως ή δεν λειτουργεί για οποιοδήποτε λόγο η υπάρχουσα εγκατάσταση κεντρικής θερμάνσεως (βλ.σχ. ΑΠ 241/2016, ΑΠ 1073/2013 δημ. σε Τ.Ν.Π. "Νόμος"). Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 2364/1995 ορίζεται ότι οι συγκύριοι ακινήτων υποχρεούνται να επιτρέπουν την εκτέλεση εργασιών και την τοποθέτηση εγκαταστάσεων παροχής φυσικού αερίου σε διακεκριμένη ιδιοκτησία καταναλωτή στους κοινόκτητους ή κοινόχρηστους χώρους και πράγματα της οικοδομής. Με την ως άνω ρύθμιση, με την οποία εισάγεται υποχρέωση των συνιδιοκτητών μίας οικοδομής, που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929, να επιτρέπουν την εκτέλεση εργασιών και την τοποθέτηση εγκαταστάσεων παροχής φυσικού αερίου στους κοινόκτητους ή κοινόχρηστους χώρους και πράγματα της οικοδομής, για την εξυπηρέτηση διακεκριμένης ιδιοκτησίας καταναλωτή, είναι προφανές ότι, προς διευκόλυνση της χρήσεως του φυσικού αερίου ως προϊόντος φιλικού προς το περιβάλλον και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας του κτιρίου, υποχωρούν οι τυχόν προσόψεις του κτιρίου για λόγους καλαισθησίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 2364/1995, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 του άρθρου 32 Ν.2992/2002, στις Εταιρείες Διανομής Αερίου (Ε.Δ.Α.) ή στη Δ.ΕΠ.Α. Α.Ε. παρέχεται, μεταξύ άλλων, το αποκλειστικό και μεταβιβαστό δικαίωμα του προγραμματισμού, μελέτης, σχεδιασμού, κατασκευής, κυριότητας και εκμετάλλευσης συστήματος Διανομής Φυσικού Αερίου στη γεωγραφική περιοχή δραστηριότητάς τους. Τα δικαιώματα δε αυτά, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 4 του ιδίου ως άνω νόμου επιτρέπεται να εισφερθούν μόνο σε Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Αερίου (Εταιρία Παροχής Αερίου - Ε.Π.Α. Α.Ε.) αποκαλούμενη εφεξής Ε.Π.Α., η οποία θα συσταθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου αυτού και θα έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον προγραμματισμό, την άσκηση και την εκμετάλλευση των ανωτέρω δικαιωμάτων. Η αρμόδια εταιρία παροχής αερίου (ΕΠΑ) είναι υπεύθυνη αφενός για την κατασκευή του μέρους της εγκατάστασης μέχρι τη στρόφιγγα εξόδου του μετρητή του καταναλωτή και αφετέρου για τον έλεγχο της κατασκευής του υπολοίπου μέρους της εγκατάστασης από τη στρόφιγγα εξόδου του μετρητή μέχρι το σημείο της κατανάλωσης του φυσικού αερίου (άρθρο 3 παρ. 8 και άρθρο 4 παρ. 3, 4 και 5 του ν. 2364/1995, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 32 Ν.2992/2002 και άρθρο 6 του π.δ. 420/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 παρ. 8 του ν. 3175/2003). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι αυτή καθεαυτή η σύνδεση με την παροχή φυσικού αερίου, χωρίς την επίκληση κάποιων συγκεκριμένων περιστατικών που συνιστούν παράβαση των νομίμων προδιαγραφών για την εγκατάσταση και χρησιμοποίηση της εν λόγω καύσιμης ύλης, δεν συνιστά, αφηρημένα, κίνδυνο για την ασφάλεια ενός οικοδομήματος ή των ενοίκων αυτού (βλ.σχ. Εφ.Λαρ. 87/2007 Δικογραφία 2007.117). Εφόσον στη συγκεκριμένη πολυκατοικία, δεν λειτουργούσε, όπως αποδείχθηκε, για τρία (3)
και πλέον έτη, η υπάρχουσα εγκατάσταση κεντρικής θερμάνσεως, ο εναγόμενος είχε το δικαίωμα να προβεί στην τοποθέτηση ανεξάρτητης (αυτόνομης) μόνιμης εγκατάστασης θερμάνσεως με χρήση φυσικού αερίου, χωρίς να απαιτείται προς τούτο, ανεξαρτήτως αντίθετης πρόβλεψης στον κανονισμό των σχέσεων των συνιδιοκτητών της οικοδομής, η απόφαση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών, συνάμα δε, οι κύριοι των λοιπών οριζοντίων ιδιοκτησιών της προαναφερομένης πολυκατοικίας ήταν υποχρεωμένοι να επιτρέπουν την εκτέλεση εργασιών και την τοποθέτηση εγκαταστάσεων παροχής φυσικού αερίου στους κοινόκτητους ή κοινόχρηστους χώρους και πράγματα της οικοδομής, για την εξυπηρέτηση διακεκριμένης ιδιοκτησίας καταναλωτή. Συνακόλουθα δε, καθίσταται προφανές ότι, προς διευκόλυνση της χρήσεως του φυσικού αερίου ως προϊόντος φιλικού προς το περιβάλλον και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας του κτιρίου, οι τυχόν προσθήκες ή
επεμβάσεις που έγιναν στις προσόψεις του κτιρίου για την εξυπηρέτηση μίας μεμονωμένης ιδιοκτησίας με την εγκατάσταση παροχής φυσικού αερίου και οι οποίες παραβλάπτουν ενδεχομένως την εμφάνιση της οικοδομής για λόγους καλαισθησίας και γενικότερης αισθητικής στη συγκεκριμένη περίπτωση υποχωρούν και δεν δημιουργούν κίνδυνο για την ασφάλεια ή την αισθητική εμφάνιση ενός οικοδομήματος ή των ενοίκων αυτού. Επομένως, οποιαδήποτε μεταβολή για την εγκατάσταση παροχής φυσικού αερίου σε μεμονωμένη ιδιοκτησία, με την οποία παραβλάπτεται η εμφάνιση (εξωτερική και εσωτερική) μίας οικοδομής, ως γενομένη πέραν της αρχιτεκτονικής κατασκευής του κτιρίου, δεν παραβλάπτει τη χρήση των άλλων οροφοκτητών και δεν καθίσταται εκ του λόγου μόνο αυτού ανεπίτρεπτη.

11061/2021 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Ασφάλιση σύμβασης επισκευαστικού δανείου. Ομαδικό ασφαλιστήριο. Ασφάλιση θανάτου από ατύχημα. Ιατρικό σφάλμα. Αγωγή κληρονόμων. Οιονεί πλαγιαστική αγωγή. Ορισμένο. Βάση της αγωγής. Αίτημα καταβολής του ασφαλίσματος στη λήπτρια της ασφάλισης Τράπεζα.

Κατάρτιση σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου. Οι δανειολήπτες υπήχθησαν σε ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που είχε συνάψει η δεύτερη εναγόμενη (τράπεζα) με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία. Ο πρώτος δανειολήπτης απεβίωσε εξαιτίας ιατρικού σφάλματος. Αν και οι ενάγοντες ανακοίνωσαν στη δεύτερη εναγόμενη (τράπεζα) το γεγονός του θανάτου του συγγενή τους και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτός έλαβε χώρα, η οποία με τη σειρά της το ανακοίνωσε στην πρώτη εναγόμενη κατά το χρόνο θανάτου, η τελευταία αρνείται να καταβάλει στη δεύτερη εναγόμενη το ασφάλισμα. Αν και το επίδικο ομαδικό ασφαλιστήριο ατυχημάτων, το οποίο σημειωτέον ακολουθεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 31 ΑσφΝ, διακρίνεται σαφώς από το ασφαλιστήριο ασθενειών, καθόσον μία ασθένεια δεν μπορεί να αποτελεί ατύχημα, (βλ. σχετικά Ι.Ρόκας, Δίκαιο ιδιωτικής ασφάλισης- Το συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο (2021), σελ. 1191 επ.), ωστόσο η αμελής συμπεριφορά τρίτων προσώπων, εν προκειμένω δε των ιατρών που με σειρά πράξεων και παραλείψεων, όπως αυτές εκτενώς αναφέρονται στην ανωτέρω ποινική απόφαση προκάλεσαν το θάνατο του ασθενούς, αποτελεί έκτακτο και εξωτερικό, ήτοι ξένο προς τη θέληση του αποβιώσαντος αίτιο, χωρίς να μπορεί να συναχθεί με εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ότι τα μέρη θέλησαν να περιορίσουν την έννοια του ατυχήματος αποκλειστικά στις φυσικές δυνάμεις που επιδρούν στον ασφαλισμένο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη.

Κατά το άρθρο 72 του ΚΠολΔ «οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία, ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του». Με τη διάταξη αυτή του ΚΠολΔ ρυθμίζεται αυτοτελώς η πλαγιαστική αγωγή, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι ότι δι’ αυτής διασφαλίζεται εμμέσως η απαίτηση του ασκούντος αυτήν δανειστή για της προάσπισης της περιουσίας του οφειλέτη. Η πλαγιαστική αγωγή προϋποθέτει ο αδρανών να είναι οφειλέτης του ασκούντος την πλαγιαστική αγωγή, κατά τη νομολογία όμως είναι δυνατή η άσκηση πλαγιασπκής αγωγής και όταν ο αδρανών είναι δανειστής του ενάγοντος και υπάρχει έννομο συμφέρον του τελευταίου, που λειτουργεί νομιμοποιητικά, καθιστώντας παραδεκτή τη μορφή αυτή δικαστικής προστασίας (οιονεί πλαγιαστική αγωγή). Στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον έγκειται στο ότι η ικανοποίηση του δανειστή θα έχει συνέπεια την απαλλαγή του ενάγοντος από αντίστοιχη ενδεχομένως οφειλή του έναντι του δανειστή, η οποία ευρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την κατά του εναγόμενου απαίτηση (ΠολΠρΘεσ 26064/2013, ΠολΠρΑΘ 1302/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συχνά απαντάται η άσκηση της οιονεί πλαγιαστικής αγωγής επί ασφαλιστικών συμβάσεων, οπότε και ο πλαγιαστικώς ενάγων δεν είναι δανειστής του ενδιάμεσου προσώπου, του οποίου πλαγιαστικώς ασκεί τα δικαιώματα, αλλά οφειλέτης του, ο ίδιος δε ο ενάγων δικαιολογεί το επιτελούν νομιμοποιητική λειτουργία έννομο συμφέρον του, λόγω του ότι αντλεί ανακλαστικώς οφέλη από την καταβολή της παροχής στον ανωτέρω (ΠΠρΘεσ  26064/2013, ΠΠρΑΘ 1302/2010, ΠΠρΑΘ 3779/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ 1039/1993 ΕΕμπΔ 1994.76). Η πλαγιαστική αγωγή στρέφεται μόνο κατά του οφειλέτη του αδρανούντος οφειλέτη του ενάγοντος ή του αδρανούντος δανειστή του ενάγοντος, στην περίπτωση της οιονεί πλαγιαστικής αγωγής. Δεν στρέφεται και κατά του αδρανούντος, ο οποίος τυπικά δεν είναι διάδικος, αλλά τρίτος, δικαιούμενος σε παρέμβαση (ΕφΠατρ 1153/2005 ΑχΝομ 2006. 437, ΕφΔυτΜακ 33/1997 ΕλλΔνη 1999. 654, ΕφΑΘ 10709/1991 ΕλλΔνη 1995. 381, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. I, υπό το άρθρο 72, στον αρ. παρ. 7). Το αίτημα της οιονεί πλαγιαστικής αγωγής συνίσταται κυρίως στο να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει ή να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό όχι στον ενάγοντα, αλλά στον δανειστή του ενάγοντος, με την ικανοποίηση του οποίου ικανοποιείται εν τέλει και η αξίωση του τελευταίου αυτού προσώπου σε βάρος του ενάγοντος. Πρόκειται για περίπτωση συντρέχουσας ή μη γνήσιας εξαιρετικής νομιμοποίησης του πλαγιαστικώς ενάγοντος, αφού εν προκειμένω η εξουσία διεξαγωγής της δίκης (για την καταβολή του ασφαλίσματος στη λήπτρια της ασφάλισης Τράπεζα) δεν αφαιρείται από τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, αλλά η νομιμοποίηση του πλαγιαστικώς ενάγοντος συντρέχει με αυτή του φορέα του δικαιώματος. Αν ο πλαγιαστικώς ενάγων ασκήσει την οιονεί πλαγιαστική αγωγή στην περίπτωση αυτή ως μη δικαιούχος διάδικος, ο φορέας της επίδικης έννομης σχέσης δύναται να παρέμβει στη δίκη υπέρ του πρώτου, οπότε και η παρέμβαση αυτή, κατ’ ορθότερη άποψη, έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (βλ. άρθρο 83 ΚΠολΔ και αναλυτικά Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 412 επ. και 423 επ., βλ. σχετικώς και ΑΠ 1485/2006 Δ. 2007. 235, ΑΠ 39/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 91/2005 ΕλλΔνη 2005. 742, ΕφΠατρ 70/2006 ΑχΝομ 2007.259, ΕφΑΘ  2374/2004 ΕλλΔνη 2006.229).

Εξάλλου, όπως, στην περίπτωση της θεσπιζόμενης στη διάταξη του άρθ. 72 ΚΠολΔ πλαγιαστικης αγωγής, έτσι και στην περίπτωση της οιονεί πλαγιαστικης αγωγής, αναγκαίο στοιχείο της βάσης της οικείας αγωγής, η έλλειψη του οποίου καθιστά την αγωγή νομικώς αόριστη, συνιστά και η αδράνεια του φορέα του ασκούμενου δικαιώματος (ΑΠ 928/2015, ΑΠ 1322/2013 ΤΝΠ Νόμος). Η αδράνεια συνίσταται στην (από αμέλεια ή αδιαφορία) παράλειψη άσκησης αγωγής κατά του πλαγιασπκώς εναγομένου οφειλέτη από τον φορέα του ασκούμενου δικαιώματος και αυτή δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του πλαγιασπκώς ενάγοντος (βλ. σχετικώς παρατηρήσεις Πλεύρη υπό την ΜΠρΘεσ 2005/2016 ΕλλΔνη 2016.1702      επ. και ιδία 1708). Περαιτέρω, το άρθρο 69 του ΚΠολΔ εισάγει απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 68, το οποίο ορίζει ότι προς άσκηση αγωγής απαιτείται η συνδρομή αμέσου εννόμου συμφέροντος, δηλαδή ανάγκης παροχής εννόμου προστασίας, που να είναι ενεστώσα. Με το άρθρο 69 συγχωρείται η άσκηση αγωγής και όταν ακόμη η ανάγκη παροχής εννόμου προστασίας δεν είναι ενεστώσα, αλλά μέλλουσα. Έτσι, ενώ κατ’ αρχάς θα έπρεπε το επίδικο δικαίωμα να είναι απαιτητό κατά τον χρόνο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, παρέχεται κατ’ άρθρο 69 ένδικη προστασία, μολονότι το επίδικο δικαίωμα θα καταστεί απαιτητό στο μέλλον. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις του άρθρου 69, με μόνη την επιφύλαξη του εδαφίου δ', προϋποτίθεται ότι ο γενεσιουργός λόγος του επίδικου δικαιώματος έχει ήδη λάβει χώρα κατά τον χρόνο της συζήτησης και απλώς δεν είναι ακόμη το δικαίωμα απαιτητό, ούτε θα είναι μέχρι την έκδοση της απόφασης (βλ. Μπέη: Πολιτική Δικονομία άρθρο 69 σελ. 375). Κατά δε τη διάταξη της παρ. 1 εδ δ' του άρθρου 69, είναι επιτρεπτή η παροχή έννομης προστασίας και πριν τη γέννηση του δικαιώματος και, ειδικότερα, όταν η γέννηση ή άσκηση του δικαιώματος, που θεσπίζεται από τον νόμο ή τη σύμβαση εξαρτάται από την έκδοση απόφασης, συνήθως διαπλασπκής, αλλά και καταψηφισπκής (βλ. Κεραμέα, Νίκα - Κονδύλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρου 69, σελ. 149).

Δέχεται και αναγνωριίζει ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στη δεύτερη εναγομένη, δικαιούχο του ασφαλίσματος, το ποσό, που συνίσταται στο, κατά το χρόνο θανάτου, υπόλοιπο του ληφθέντος ανωτέρω δανείου, με το νόμιμο τόκο,

2157/2021 Ειρηνοδικείο Αθηνών

Παραβίαση απαγόρευσης των διακρίσεων. Θέσπιση ανώτατου ηλικιακού ορίου για την πρόσληψη από Δήμο με μίσθωση έργου διδάσκοντος εικαστικών μαθημάτων συνιστά μη σύννομη ενέργεια αυτού, αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 6 ν. 2527/1997 και 26 ν. 3304/2005. Και τούτο διότι βάσει της διάταξης του άρθρου 6 ν. 2527/1997 ορίζεται ρητά ότι προκειμένου για τις ρυθμιζόμενες από τη διάταξη. αυτή περιπτώσεις καλλιτεχνών για την άσκηση, μεταξύ άλλων, διδακτικού ή εκπαιδευτικού έργου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2190/1994. Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται μια ειδική διαδικασία πρόσληψης, κατά την οποία δεν εφαρμόζονται όλες οι σχετικές διατάξεις για τη διαδικασία πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ. Ως εκ τούτου, μη εφαρμοζομένης της διαδικασίας πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ, δεν εφαρμόζονται και τα ανώτατα ηλικιακά όρια που το τελευταίο εφαρμόζει κατά τη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού και ορίζει ως γενικά τυπικά προσόντα. Η δε εφαρμογή των ανωτάτων ηλικιακών ορίων που ορίζονται από το παραπάνω ν.π.δ.δ. (ΑΣΕΠ) ως γενικά τυπικά προσόντα για τις προσλήψεις δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα κατ' αναλογία δικαίου και στις περιπτώσεις προσλήψεων βάσει του άρθρου 6 ν... 2527/1997, καθόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει κενό δικαίου, ώστε να γίνει αναλογική εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, αλλ' αντιθέτως ρητά ορίστηκε ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πρόσληψη μέσω της διαδικασίας του ΑΣΕΠ. Έτι περαιτέρω, η θέσπιση ορίου ηλικίας από την ηλικία των 18 ετών συμπληρωμένων έως την ηλικία των 65 ετών, ναι μεν καθίσταται εύλογη και ως προς το ανώτατο όριο ηλικίας, καθότι βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής η βιολογική κάμψη του ανθρώπου προκαλείται από το χρόνο, πλην όμως δεν καθίσταται εύλογη στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία πρόκειται για διδακτικά και εκπαιδευτικά καθήκοντα δασκάλου κεραμικής, η δε φύση της συγκεκριμένης εργασίας, καθώς και το πλαίσιο άσκησης της, δε συναρτάται απαρέγκλιτα, ούτε αποτελεί χαρακτηριστικό συνδεόμενο με τη φυσική κατάσταση των υποψηφίων, ούτε άλλωστε αποτελεί καθοριστική προϋπόθεση σε σχέση με την ικανότητα άσκησης αυτών των καθηκόντων. Ήτοι, σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης έργου για διδασκαλία σωματικής άσκησης οποιουδήποτε είδους, οι φυσικές ικανότητες και η ηλικία του υποψηφίου θα διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο ως προς την ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά, στη δε διδασκαλία κεραμικής η ηλικία του υποψηφίου δεν έχει τόσο ουσιώδους σημασίας ρόλο για την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας. Περαιτέρω, το γεγονός ότι σε προκηρύξεις του ΑΣΕΠ τίθεται το ηλικιακό όριο των 65 ετών ως τυπικό προσόν για τη συμμετοχή των υποψηφίων, συνιστά μεν εξυπηρέτηση θεσμικού σκοπού κοινωνικής πολιτικής,  διότι στην περίπτωση αυτή πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη μόνιμων θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα η πρόσληψη μόνιμου προσωπικού στην ηλικία των 65 και πλέον ετών θα συνεπαγόταν δυσμενή αποτελέσματα στην πολιτική της απασχόλησης και αγοράς εργασίας, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση η διαδικασία πρόσληψης υποψηφίων βάσει του άρθρου 6 ν. 2527/1997 αφορά την κατάρτιση συμβάσεων μίσθωσης έργου για μικρό χρονικό διάστημα, έως 1 έτος, με αποτέλεσμα η ηλικία των υποψηφίων να μην είναι τόσο κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα για την κοινωνική πολιτική και την αγορά εργασίας

 

8736/2021 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Παραβίαση διαδικασίας εσωτερικών εγκρίσεων φορέα και νομικών προβλέψεων για τη χρηματοδότηση αντισυμβαλλομένων αυτού δεν συνιστούν παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου, ιδίως δε αν δεν διευκρινίζεται εαν ο αντισυμβαλλόμενος συντέλεσε με οποιονδήποτε τρόπο στις ως άνω πράξεις ή ζητήθηκε η συμμετοχή του με κάποιο τρόπο και αρνήθηκε ή εν γένει παρέκαμψε τις διαδικασίες για να λάβει οποιαδήποτε παροχή που δεν δικαιούτο. Κατά τα λοιπά αόριστη τόσο η κύρια (πλημμελής εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων), όσο και η επικουρική  (αδικαιολόγητος πλουτισμός) βάση της αγωγής, καθόσον η επικουρική βάση προεβλήθη επί της έλλειψης των προϋποθέσεων της σύμβασης και όχι επί της ακυρότητάς αυτής.

48/2020 Ειρηνοδικείο Καλλιθέας

Οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας των ΑΕΙ δεν αποτελούν ΝΠΔΔ, έχουν όμως ιδίους πόρους, ίδια όργανα διοίκησης και διαχείρισης και ειδικώς προσδιοριζόμενες αρμοδιότητες του κυρίου διοικητικού οργάνου τους, της επιτροπής ερευνών. Υπό αυτά τα δεδομένα αποτελούν αποκεντρωμένες υπηρεσίες του ΑΕΙ και προσιδιάζουν σε αυτοτελή νομικά πρόσωπα, λόγω της διοικητικής και οικονομικής τους αυτοτέλειας. Συνακόλουθα έχουν τόσο την ικανότητα να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων

16193/2020 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Ο υπόχρεος σε διατροφή γονέας αποδείχθηκε ότι εργάζεται και από την εργασία του κερδίζει τουλάχιστον το ποσό των 2.000,00 ευρώ μηνιαίως σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής σε αντίθεση με το προσκομιζόμενο από τον ίδιο εκκαθαριστικό της εφορίας από το οποίο προκύπτει ότι εισπράττει μηδαμινά εισοδήματα, πλην όμως δεν προέκυψε ότι έχει ελεγχθεί η δήλωση του από το αρμόδιο φορολογικό όργανο για την ακρίβειά της, με αποτέλεσμα κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου η εργασία του, όπως ανωτέρω αναλύθηκε είναι ικανή να του επιφέρει το ως άνω εισόδημα.

11/2020 Ειρηνοδικείο Θήρας

 

Καταγγελία μίσθωσης κατοικίας – καταχρηστικότητα – νομιμοποίηση διαδίκων.  Μετά τη λήξη του Ν. 1703/1987 στις 30-06-1997, οι μισθώσεις ακινήτων που χρησιμοποιούνται ως κύρια κατοικία ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 1703/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 2235/1994, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και μετά την 01-07-1997 και η οποία ορίζει ότι η ελάχιστη διάρκεια της μίσθωσης είναι τριετής, και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρονικό διάστημα ή για αόριστο χρόνο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η μίσθωση έχει ορισμένο καταληκτικό σημείο, επομένως μόλις επέλθει αυτό μετατρέπεται σε αστική και λήγει χωρίς τίποτε άλλο (άρθρο 608 παρ. 1 Α.Κ.), χωρίς να απαιτείται όχληση ή καταγγελία. Δεν αποκλείεται βέβαια η, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 611 του Α.Κ., μετατροπή της μίσθωσης σε αορίστου χρόνου και ιδίως αν δεν αποδοθεί το μίσθιο μετά τη λήξη του νόμιμου χρόνου της τριετίας και ο μισθωτής παραμείνει στη χρήση του μισθίου χωρίς εναντίωση του εκμισθωτή. Τότε η μετατραπείσα πλέον σε αορίστου χρόνου μίσθωση λήγει με καταγγελία οποιουδήποτε από τους συμβαλλομένους (άρθρο 608 παρ. 2 Α.Κ.) μέσα σε προθεσμία που καθορίζεται ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα με τα οποία έχει προσδιορισθεί το μίσθωμα (άρθρο 609 Α.Κ.). Μετά την πάροδο δε της πιο πάνω προθεσμίας επέρχονται τα αποτελέσματα της καταγγελίας, η οποία είναι αζημία και για τους δύο συμβαλλόμενους (βλ. Παπαδάκη X., Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, τόμος 2, έκδ. 1997, No 2980 και 2983 - 2990). Η κατά τα άνω καταγγελία της μίσθωσης είναι μονομερής διαπλαστική δήλωση του μισθωτή ή του εκμισθωτή, απευθυντέα προς το άλλο μέρος, και παράγει τα αποτελέσματά της από την περιέλευση αυτής σε εκείνον (θεωρία της «παραλαβής» ή «λήψεως», άρθρο 167 Α.Κ., βλ. και ΕφΑΘ 2540/1988, ΑρχΝ Μ, 172) και την πάροδο του χρόνου που ορίζεται κατά το άρθρο 609 του Α.Κ. (βλ. Μαργαρίτη Μ.-Μαργαρίτη Α., Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, 2016, άρθρο 608 παρ. 2 και 609, σελ. 525-526, υπό Γ., αριθ. 9 και 10).

 

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις η καταγγελία μίας αορίστου χρόνου μίσθωσης μπορεί να  κριθεί καταχρηστική. Δεν καθιστούν, όμως, καταχρηστική την καταγγελία από μόνοι τους οι ισχυρισμοί του εναγόμενου μισθωτή ότι θα υποστεί οικονομική βλάβη (βλ. ΑΠ 1062/1999, ΤΝΠ ΔΣΑ), ούτε είναι, άνευ ετέρου, καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος εκμισθωτή να ζητήσει την απόδοση του μισθίου με τη λήξη της μίσθωσης ή η άρνησή του να συναινέσει στην παράταση της μίσθωσης, έστω και εάν για τον εναγόμενο μισθωτή θα έχει δυσμενείς συνέπειες (βλ. ΑΠ 1075/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 428/2000, ΤΝΠ ΔΣΑ, Μαργαρίτη Μ.-Μαργαρίτη Α., ό.π., άρθρο 608 παρ. 2 και 609, σελ. 525-526, υπό Γ., αριθ. 11). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 619 του Κ.Πολ.Δ., η άσκηση αγωγής για την απόδοση της χρήσης μισθίου ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 612Α του Α.Κ., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 1329/1983, στην περίπτωση που το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, η καταγγελία της μισθώσεως στην οποία αυτός προβαίνει, είναι άκυρη, εφόσον δεν την κοινοποιεί και στη σύζυγο του μισθωτή, τηρώντας την ίδια προθεσμία που τυχόν απαιτείται για την καταγγελία. Η κοινοποίηση της καταγγελίας στο σύζυγο του μισθωτή αποβλέπει, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Ν. 1329/1983, στην προστασία του συζύγου του, σχετικά με τη χρήση της στέγης, από ενδεχόμενες συμπαιγνίες μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή για την αποβολή από το μίσθιο του συζύγου του μισθωτή ή από μονομερείς ενέργειες ή παραλείψεις του μισθωτή με σκοπό τη λύση της μισθώσεως. Από τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται επί των μισθώσεων των οποίων η λύση επέρχεται κατόπιν καταγγελίας, οπότε σε κάθε τέτοια περίπτωση απαιτείται να γνωστοποιηθεί η καταγγελία της μισθώσεως και στο σύζυγο του μισθωτή (βλ. ΕφΑΘ 7566/2002, ΕΔικΠολυκ 2006, 358). Σύμφωνα δε με το άρθρο 68 του Κ.Πολ.Δ., δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, δηλαδή για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται από το νόμο η συνδρομή δύο προϋποθέσεων, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον. Νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενο της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο (βλ. ΟλΑΠ 18/2005, ΝοΒ 2006, 1075). Το υποκείμενο, που εμφανίζεται κατά το δίκαιο ως δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος, ενώ ο φερόμενος ως υπόχρεος νομιμοποιείται παθητικά (βλ. ΑΠ 665/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, τόμος I, σελ. 330). Η νομιμοποίηση αποτελεί  διαδικαστική προϋπόθεση και πρέπει να υπάρχει γενικώς κατά την έναρξη της δίκης και καθ’ όλη τη διάρκειά της, προκειμένου να είναι δυνατή η έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, η έλλειψή της δε συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΑΠ 994/2007, ΧρΙΔ 2008, 140, ΑΠ 45/2007, Δ 2007, 583, ΑΠ 1016/2005, ΕλλΔνη 2005, 1088, ΕφΑΘ 5685/1999, ΕλλΔνη 2000, 527, Μπέη Κ., Πολιτική Δικονομία, άρθρο 68, σελ. 360, Βαθρακοκοίλη Β., Κ.Πολ.Δ., άρθρο 68, αριθ. 6). Για τη νομιμοποίηση του διαδίκου αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχήν να ασκεί επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής ή αναληθής (βλ. ΑΠ 2102/2007, Δ 2007, 428, ΑΠ 351/1979, ΝοΒ 1979, 1427, ΕφΑΘ 8511/2005, ΕλλΔνη 2006, 534, ΕφΑΘ 2685/1998, ΕλλΔνη 1998, 919, ΠΠρΑΘ 2368/2006, ΧρΙΔ 2007, 533). Αν στην αίτηση δικαστικής προστασίας δεν εκτίθενται στοιχεία ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τότε αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (βλ. ΕφΑΘ 8511/2005, ΕλλΔνη 2006, 534, ΕφΘεσ 1857/2003, Αρμ 2005, 372, ΕφΠειρ 318/1998, ΕλλΔνη 1998, 920, Νίκα Ν., ό.π., σελ. 150), ενώ αν εκτίθενται, αλλά δεν αποδειχθούν τα Θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (βλ. ΑΠ 351/1979, ό.π., ΕφΑΘ 8107/2001, ΕλλΔνη 2003, 225, ΕφΑΘ 9586/1998, ΕλλΔνη 1999, 1179).

915 /2020, 7177/2018  Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Πιθανολόγηση εισοδήματος άνεργου γονέα. Ακόμα και αν ο γονέας είναι άνεργος, μπορεί το δικαστήριο να τον υποχρεώσει να καταβάλλει διατροφή υπολογίζοντας επί εικαζόμενου εισοδήματος, το οποίο δύναται ο υπόχρεος γονέας να αποκτήσει, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, την καλή κατάσταση της υγείας, το μορφωτικό επίπεδο και την προηγούμενη εργασιακή εμπειρία.

4906/2018 Εφετείο Αθηνών

Προσβολή προσωπικότητας. Oι χαρακτηρισμοί που περιέχονται στις δηλώσεις του εναγομένου, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τη δράση του ενάγοντος, κατά αντικειμενική κρίση ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του ενάγοντος και πράγματι το έθεσαν σε δημόσια ανυποληψία. Και τούτο διότι εξακολουθητικά και δημόσια, ήτοι σε ευρύ κοινό τηλεθεατών, ακροατών και αναγνωστών των αντιστοίχων ΜΜΕ με πανελλαδική εμβέλεια, ο ενάγων παρουσιάστηκε ως ένα πρόσωπο, το οποίο εξαιτίας της πολιτικής του δράσης συντόνισε εξ αποστάσεως βίαιο επεισόδιο κατά του εναγομένου. Επιπρόσθετα ο ενάγων παρουσιαζόταν ως εκείνος που είχε προσλάβει πρόσωπα για την τέλεση "τραμπουκισμών" (επεισοδίων και βιαιοπραγιών επί πληρωμή). Ο εναγόμενος γνώριζε ότι οι επίμαχες τοποθετήσεις του ενείχαν καταφρόνηση για το πρόσωπο του ενάγοντος και ότι ήταν πρόσφορες να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού. Παρά ταύτα θέλησε να προβεί σε αυτές και μάλιστα επαναληπτικά, δίχως να τις ανασκευάσει ή να εκφράσει κάποια επιφύλαξη για τα γεγονότα. Ο εναγόμενος απέδωσε συνειδητά στον ενάγοντα στοιχεία ανεντιμότητας και χρησιμοποίησε μειωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ μπορούσε με ηπιότερα μέσα έκφρασης και με ευπρεπέστερο ύφος να υπερασπιστεί το πρόσωπο και το κύρος του. Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί άρσεως του αδίκου της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, διότι από δικαιολογημένη αγανάκτηση προέβη στις άνω δηλώσεις του, πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι οι σχετικές δηλώσεις του εναγομένου επαναλήφθηκαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα και σε χρόνους απώτερους του επίδικου συμβάντος.

3774/2018 Εφετείο Αθηνών

Στα εισοδήματα των γονέων υπολογίζεται και το πραγματικό τίμημα από την πώληση ακινήτου και όχι το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας, κατά την κρίση του δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως αυτού, και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής

5487/2017 Εφετείο Αθηνών

Από όλο το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει χωρίς αμφιβολία η ταυτότητα του Δήμου, καθότι κατά την κατάθεση και επίδοση της αγωγής ο τελευταίος είχε υπεισέλθει στα ενοχικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταργηθέντος Δήμου, ο οποίος ως εργοδότης είχε συνάψει την προγραμματική σύμβαση με τον ανάδοχο και τον φορέα εκτέλεσης του έργου. Αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό λογω άκυρης συμβάσεως έργου.

421/2017 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών,

Υπολογισμός διατροφής. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 823/2000 ΕλλΔνη 41.1597). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ' αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι οροί διαβιώσεως του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις. Εκείνος από τους γονείς που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου μπορεί να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, καθώς και την προσφορά προσωπικών υπηρεσιών για την περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήμα και άλλες παροχές σε είδος, που συνδέονται με τη συνοίκηση, η αποτίμηση των οποίων μπορεί να συνυπολογισθεί στην υποχρέωση του για τη διατροφή του τέκνου (βλ. ΑΠ 884/2003, ΕΛΛΔνη 45.117).

3360/2017 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Μη νόμιμη αναζήτηση διατροφής τέκνου που καταβλήθηκε στο παρελθόν. Ποσά που καταβλήθηκαν νόμιμα κατά τον χρόνο ισχύος της αποφάσεως δεν αναζητούνται εκτός αν η απαίτηση κριθεί τελεσιδίκως ως αβάσιμη ή αναλόγως παρέλθει άπρακτη η προθεσμία εφέσεως και καταστεί τελεσίδικη η οριστική απόφαση. Είναι καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος επαναφοράς, αναζήτηση των ποσών διατροφής, ακόμη και αν η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων είχε αποδυναμωθεί, καθότι ο αιτών κατέβαλλε προ ετών ανεπιφύλακτα. Άλλωστε, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον αιτούντα θα επιφέρει επαχθείς συνέπειες για τα ανήλικα τέκνα του, τα οποία χρειάζονται διακαώς την εν λόγω διατροφή για την ομαλή ανάπτυξή τους.  

3795/2015 Εφετείο Αθηνών

Ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Ερευνας δεν αποτελεί ΝΠΔΔ, έχει όμως ίδιους πόρους, ίδια όργανα διοίκησεως και διαχειρίσεως και ειδικώς προσδιορισμένες αρμοδιότητες του κύριου διοικητικού οργάνου του, της επιτροπής ερευνών. Υπό τα δεδομένα αυτά αποτελεί αποκεντρωμένη υπηρεσία του ΑΕΙ, η οποία προσιδιάζει σε αυτοτελές νομικό πρόσωπο, λόγω της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας της και επομένως, έχει τόσο την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και να παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων. Σύμβαση έργου. Ο ισχυρισμός ότι οι ελλείψεις του έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, χωρίς να περιέχει αίτημα αποζημιώσεως, που προτείνεται σε συμψηφιμό ή με ανταγωγή δεν ασκεί έννομη επιρροή. Ενόψει της επελθούσας λύσης της σύμβασης αλυσιτελώς προβάλλεται ισχυρισμός περί νόμιμης υπαναχώρησης, καθόσον η υπαναχώρηση ενεργεί στην πραγματικότητα ως καταγγελία της σύμβασης, η οποία ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέστηκε μέχρι την άσκησή της.

1354/2014 Αρειος Παγος

Το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταληφθεί από τους (αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατεχόνταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητά του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως. Εκτακτη χρησικτησία χωρεί και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως, η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι της 11.9.1915, όπως αυτό προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 " περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", πλην όμως προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1913, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Εξάλλου από το άρθρο 65 του ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι αν η έκτακτη χρησικτησία άρχισε πριν από τον ΑΚ και συμπληρώνεται υπό το καθεστώς του, από την έναρξη ισχύος του ΑΚ εφαρμόζονται οι διατάξεις του, οπότε απαιτείται εικοσαετής χρόνος νομής από τις 23.2.1946. Στην περίπτωση αυτή, η καλή πίστη για την έκτακτη χρησικτησία απαιτείται να υπάρχει μέχρι την έναρξη ισχύος του ΑΚ. Αν η έκτακτη χρησικτησία άρχισε και συμπληρώνεται πριν από τον ΑΚ, εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις του παλαιού δικαίου τριακονταετία και καλή πίστη.

6341/2013 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Ακύρωση απόφασης Γ.Σ. σωματείου. Καταστροφή από την Εφορευτική Επιτροπή του εκλογικού υλικού των αντεπιστελλόντων μελών, τα οποία αποκλείονται από την εκλογική διαδικασία για διάφορους λόγους, συνιστά παραβίαση της αρχής του αδιάβλητου που διέπει τη διαδικασία των αρχαιρεσιών των σωματείων

2981/2012 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Συνεπιμέλεια. Από τις πρώτες αποφάσεις που αποδίδουν την από κοινού άσκηση επιμέλειας.

5188/2008 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Αναγνώριση χρέους από Διευθυντή Ερευνητικού Ινστιτούτου. Σύμφωνα με την οικεία υπουργική απόφαση που εγκρίνει τον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας του ΝΠΙΔ, η προμήθεια εξοπλισμού ή πάσης φύσεως υλικοτεχνικής υποδομής ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Διοικητικού του Συμβουλίου. Οι σχετικές διατάξεις προσδιοορίζουν την έκταση της εξουσίας του Διευθυντή και συνεπώς οι σχετικές πράξεις αυτού δεν αποτελούσαν δήλωση βουλήσεως του νομίμου εκπροσώπου του ΝΠΙΔ για ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης, καθώς δεν είχε ληφθεί σχετική απόφαση του Δ.Σ. του ΝΠΙΔ

1629/2006 Αρειος Πάγος

Διεκδικητική αγωγή. Λήψη υπόψη από το Εφετείο άλλων προτάσεων τρίτης δίκης από αυτές που επικαλέστηκαν τα μέρη

5337/2002 Εφετείο Αθηνών

Προσβολή προσωπικότητας. Μόνη η αποτύπωση ή και η εμφάνιση στο κοινό της εικόνας κάποιου προσώπου χωρίς τη συναίνεσή του προσβάλλει αυτοτελώς την προσωπικότητά του και δεν απαιτείται γι αυτό να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας, όπως είναι η τιμή και η υπόληψή του. Αν συμβαίνει αυτό (π.χ. απεικόνιση του προσώπου γυμνού ή σε σκηνές της οικογενειακής του ζωής) προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητάς του και η προσβολή αυτής είναι σοβαρότερη. Αναπαραγωγή γυμνών φωτογραφιών που είχαν ληφθεί για συγκεκριμένο περιοδικό σε άλλο περιοδικό με πλαστογραφημενη αφιέρωση για τους αναγνώστες αυτού. Επιδίκαση συνήθους αμοιβής και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης

3164/2002 Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Κοινωνία δικαιώματος δημιουργείται όχι μόνο από συγκυριότητα, αλλά και από κάθε άλλο περιουσιακό δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα κατ' ιδανικά μέρη και γενικά επί κάθε, από οποιονδήποτε λόγο, παραγόμενης κοινωνίας δικαιώματος, με τον οποίο παρέχεται εξουσία στο δικαιούχο εκμεταλλεύσεως αυτού από κοινού με τους άλλους κοινωνούς, συνεπώς από συννομή ή και απλή σύγχρηση. Συννομή οικίας. Δαπάνες συντήρησης. Ιδιωτικό συμφωνητικό. Αδιαφορία του ενός μέρους, καταβολή των δαπανών από το άλλο. Δικαίωμα εναγωγής. Οι δαπάνες που αφορούν το κοινό ακίνητο υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή

122/2001 Εφετείο Αιγαίου

Ακύρωση δημόσιας διαθήκης λόγω του ότι η διαθέτιδα δεν είχε συνείδηση των πραττομένων και εστερείτο της χρήσεως του λογικού εξαιτίας πνευματικής νόσου. Η διάταξη του άρθρου 1788 ΑΚ που καθιερώνει διετή παραγραφή για το δικαίωμα προς ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης δεν αφορά στην ακυρότητα των διαθηκών για μη τήρηση, κατά τη σύνταξή τους, των διατάξεων των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ, οι οποίες θεωρούνται σαν να μην έγιναν και για την επίκληση της ακυρότητας των οποίων δεν θεσπίζεται καμία παραγραφή. Αν όμως υπέπεσε σε παραγραφή η αξίωση των οποίων προπαρασκευάζει η αναγνωριστική αγωγή περί ακυρότητας των εν λόγω διαθηκών, λείπει πλέον το προς έγερση της αγωγής αυτής έννομο συμφέρον. Οι αξιώσεις που προπαρασκευάζει η αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας διαθήκης είναι εκείνες του κληρονόμου, μεταξύ των οποίων η περί κλήρου και η διεκδικητική αγωγή. Οι αγωγές αυτές υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, η οποία αρχίζει στην πρώτη από τότε που έγινε η κατάληψη των κληρονομιαίων και στη δεύτερη μετά τη συμπλήρωση της εικοσαετούς παραγραφής της περί κλήρου αγωγής.

30696/1997 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

Αίτημα συντηρητικής κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων προς εξασφάλιση απαιτήσεως από κατάλοιπο από τη διαχείριση κληρονομιαίας περιουσίας. Στην περίπτωση συντηρητικής κατάσχεσης, η οποία συνιστά υπέρμετρη δέσμευση της περιουσίας του οφειλέτη, μόνο περιστατικά που πιαθνολογούν κίνδυνο αποξένωσής του από την περιουσία του είναι δυνατό να αποτελέσουν συνδρομή λόγου εφαρμογής του άρθρου 707 ΚΠολΔ

6764/1996 Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Ακύρωση αποφάσεων Γ.Σ. αστικού συνεταιρισμού (οργανισμού συλλογικής διαχείρισης). Στη Γ.Σ. μπορούν να μετέχουν μόνο συνεταίροι που εγκρίθηκε η εγγραφή τους και υπέγραψαν σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Η απαρτία υπολογίζεται μόνο επί τη βάση αυτών των μελών.. Στις προσκλήσεις προς τα μέλη για να παραστούν στη Γ.Σ. πρέπει να αναγράφονται συνοπτικά και με ακρίβεια τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Η έκταση της ακρίβεια εναπόκειται στη συνετή κρίση του οργάνου που καλεί. Πρόσκληση με θέσμα "εγγραφή νεων συνεταίρων" είναι επαρκώς ορισμένη και δεν απαιτείται η αναγραφή των ονοματεπωνύμων των προς εγγραφή μελών.

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους