Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Σε μια εποχή
που τα δικαιώματα πλήττονται
ρόλος μας η υπεράσπιση τους
Δικηγορικό Γραφείο Δημήτρη Π. Σαραφιανού
Κατερίνας Ι. Παπαντωνίου, Γιούλας Δ. Δελή, Ράνιας Χ. Παπαγιάννη, Γιώργου Κ. Βλάχου
Ζητήματα νομικής αντιμετώπισης του ναζισμού, Ουτοπία Ιαν.-Φεβ. 2012

Τόσο η ποινική αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου, όσο και το ερώτημα της θέσεως των πολιτικών φορέων που το εκπροσωπούν εκτός νόμου είναι ζητήματα που από νομικής και συνταγματικής απόψεως χρήζουν εξαιρετικής προσοχής, γιατί μπορεί να έχουν αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκονται.

Στον τρέχοντα πολιτικό λόγο, αλλά και στην πρακτική ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών η αντιμετώπιση του φαινομένου γίνεται υπό το πρίσμα της «μαχητικής δημοκρατίας», δηλαδή θεσμών και πολιτικών επιχειρημάτων που στηρίζονται στην ανάγκη η συνταγματικά κατοχυρωμένη δημοκρατία να αντιμετωπίζει με πυγμή τους εχθρούς της, όσους δηλαδή την αντιστρατεύονται. Τα όρια αυτής της αντιμετώπισης σαφέστατα ποικίλλουν τόσο από την άποψη της έκτασης (εάν απαγορευμένη πρέπει να θεωρείται κάθε αμφισβήτηση της υπάρχουσας δημοκρατικής μορφής, όπως αυτή κατοχυρώνεται συνταγματικά ή ενός πυρήνα της δημοκρατικής αρχής) όσο και από την άποψη της έντασης των μέτρων (αν πρέπει να διώκεται η έκφραση γνώμης, το φρόνημα, η συμμετοχή σε οργανώσεις ή μόνο πράξεις που πραγματώνουν αυτή την αμφισβήτηση).

Είναι βέβαιο ότι κάθε συνταγματική μορφή ενέχει ένα σκληρό πυρήνα «μαχητικότητας», όπως π.χ. αποκρυσταλλώνεται στα άρθρα 48 και 120 του ελληνικού Συντάγματος. Η μαχητικότητα όμως αυτή αποτελεί το ultimum refugium σε εξαιρετικές περιστάσεις (π.χ. όταν εκδηλώνεται ένοπλο κίνημα). Η καθιέρωση θεσμών προληπτικής μαχητικότητας (πάγιων και ενεργών στα πλαίσια των πολιτικών αντιπαραθέσεων) θέτει πρωτίστως το ερώτημα αν με αυτό τον τρόπο η δημοκρατία αυτοαναιρείται, αφού στοιχείο της δημοκρατικής μορφής είναι κατ’εξοχήν η δυνατότητα πολιτικού διαλόγου, αλλά και αντιπαράθεσης. γύρω από τις μορφές που  παίρνει ή πρέπει να παίρνει το πολίτευμα ή/και το Σύνταγμα (ακόμα και οι μη αναθεωρητέες διατάξεις του) ή/και τα όρια ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος. Όποτε μάλιστα ο νομοθέτης στο όνομα της δημοκρατίας αναλαμβάνει πρωτοβουλίες να ποινικοποιήσει τον πολιτικό λόγο ή να καταστήσει επιβαρυντικές περιστάσεις  ενός αδικήματος τα πολιτικά κίνητρα που βρίσκονται πίσω από αυτό βρίσκεται μπροστά σε δυσεπίλυτα νομικά προβλήματα Χαρακτηριστικές είναι οι περιπέτειες του αδικήματος της τρομοκρατίας: είτε η έννοια παραμένει αόριστη, είτε στηρίζεται σε αβάσιμες πολιτειακές παραδοχές- π.χ. η βία θεωρείται ως στοιχείο εκτός δημοκρατίας, παρότι η δημοκρατία στηρίζεται πάνω στη βία-, είτε στηρίζεται σε αβάσιμες νομικές παραδοχές –το πολιτικό έγκλημα καθίσταται κενό περιεχομένου-, είτε αναπαράγονται με ιδιόμορφο τρόπο όλα τα ανωτέρω προβλήματα[i]. Με δεδομένο ότι η δημοκρατία επιτρέπει την αμφισβήτησή της, εν τέλει το τελικό επιχείρημα για το ποιος είναι ο εσωτερικός εχθρός που βλάπτει τη δημοκρατία βρίσκει την επίλυση του στη λίστα των απαγορευμένων οργανώσεων: ο εχθρός δεν αιτιολογείται, δείχνεται με το δάχτυλο. Στα πλαίσια όμως μιας συζήτησης για το αν επιτρέπεται ή όχι η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων και με ποια αιτιολογική βάση, αυτό αποτελεί λήψη του ζητουμένου.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το ελληνικό τουλάχιστον Σύνταγμα έχει κατ’αρχήν αποστεί από τέτοιες μορφές μαχητικότητας εκτός από πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, που το ίδιο το Σ. αντιλαμβάνεται ως εξαιρέσεις και τις εμπλουτίζει με διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ της ελεύθερης κατ’αρχήν ανάπτυξης της πολιτικής αντιπαράθεσης (π.χ. άρθρο 11, 14 Σ. κλπ). Κυρίως –και αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς ένα από τα πρώτα μέτρα της μεταπολίτευσης ήταν το ν.δ 59/1974 για την επαναφορά σε λειτουργία των απαγορευμένων πολιτικών κομμάτων- ρητώς απέστη από τη θεσμική κατοχύρωση συστήματος απαγόρευσης ή διάλυσης πολιτικών κομμάτων (ακόμα και η νομοθετική πρόβλεψη της δήλωσης που καταθέτουν τα κόμματα στον ΑΠ έχει υποστεί σφοδρή κριτική). Παρότι το άρθρο 29§1 Σ. φαίνεται να εμπεριέχει μια λειτουργική δέσμευση για τα πολιτικά κόμματα, που οφείλουν με την οργάνωση και τη δράση τους να εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο ιστορικός συνταγματικός νομοθέτης επέλεξε ρητώς να μην υιοθετήσει σύστημα απαγόρευσης ή διάλυσης πολιτικών κομμάτων.

Σε επίπεδο πολιτικής πράξης, η προσπάθεια θεμελίωσης μορφών προληπτικής μαχητικής δημοκρατίας σχετίζεται πάντα με μια λογική διμέτωπου αγώνα απέναντι στα δυο άκρα (με κλασσικότερο παράδειγμα την κοινή αίτηση της δυτικογερμανικής κυβέρνησης για απαγόρευση SRP-KPD ή στα καθ’ημάς την μεταπολιτευτική θεωρία του αριστεροχουντισμού). Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει σωρευτική αντιμετώπιση των άκρων, ακόμα και αν επιχειρηθεί η θεμελίωση τυχόν απαγορεύσεων στη δημοκρατική αρχή. Τα κομμουνιστικά κόμματα ή ακόμα και οι αναρχικές ομαδοποιήσεις μπορεί να θέτουν υπό αμφισβήτηση την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και να αναδεικνύουν το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας (το βάθεμα δηλαδή των δημοκρατικών διαδικασιών), σε κάθε όμως περίπτωση βρίσκονται εντός της συζήτησης για το ποιο σύστημα εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ οι ναζιστικές οργανώσεις στηρίζονται στην αρχή του Αρχηγού που εκφράζει κατά ένα μυστικιστικό τρόπο την κοινότητα του λαού και στην καλύτερη περίπτωση προτάσσουν μια ολιγαρχική δημοκρατία περιορίζοντας το δικαίωμα ψήφου στους αρίστους. Οι διαφορετικές αυτές κατευθύνσεις παράγουν ή οφείλουν να παράγουν και διαφορετικές οργανωτικές πρακτικές (δεν συμβαίνει πάντα καθώς λογικές γραφειοκρατίας και ιεραρχίας αναπαράγονται σε όλα τα κόμματα), το ζήτημα όμως είναι ότι το πρόβλημα της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι εξ’αρχής υπονομευμένο από τη λειτουργία των μεγάλων αστικών πολυσυλλεκτικών κομμάτων που αναπαράγουν ένα αρχηγικό πρότυπο ευθέως ανατροφοδοτούμενο με το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα. Θα ήταν συνεπώς αρκετά αδύνατο το επιχείρημα να θεμελιωθούν απαγορεύσεις πολιτικών κομμάτων στη βάση της υπάρχουσας διατάξεως του άρθρου 29 Σ. (το κάθε κόμμα που θα βρισκόταν στο στόχαστρο θα μπορούσε κάλλιστα να επιχειρηματολογήσει για παραβίαση της αρχής της πολιτικής ισότητας[ii]).

Υπάρχουν όμως κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ναζιστικών κομμάτων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ποινική και πολιτική αντιμετώπισή τους. Θεμέλιο της ιδεολογίας του ναζισμού είναι η αρχή της φυλετικής καθαρότητας. Οσο και να υποκρύπτονται πίσω από τακτικά προκαλύμματα στο όνομα επιμέρους εθνικισμών [iii] όλες οι ναζιστικές ιδεολογίες θεμελιώνονται στην άποψη ότι η φυλή (συνήθως η άρια-λευκή φυλή) ή το έθνος στο οποίο ανήκουν είναι ανώτερη από τις άλλες και πρέπει να παραμένει χωρίς προσμίξεις. Οι μετέχοντες άλλης φυλής/ή και εθνικής καταγωγής ή/και θρησκεύματος είναι κατώτεροι-υπάνθρωποι. Αυτή όμως η ιδεολογία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2§1 Σ. στο άρθρο 14 ΕΣΔΑ και σε σωρεία διεθνών συνθηκών, μεταξύ των οποίων και η από 7-3-1966 Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το ΝΔ 494/1970 και με την οποία κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει να καταδικάσει κάθε φυλετική διάκριση και να προβεί στη λήψη και εφαρμογή μέτρων για την καταπολέμηση ενεργειών που αποσκοπούν στη διάδοση ιδεών ή θεωριών περί ανωτερότητας μιας φυλής ή ομάδας προσώπων ενός χρώματος ή που προκαλούν φυλετικό μίσος και διακρίσεις (κατ’εφαρμογή της οποίας εξεδόθη και ο ν.927/1979, που καθιστά ποινικό αδίκημα την προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν φυλετικές ή εθνοτικές ή θρησκευτικές διακρίσεις, μίσος η βία). Αυτό άλλωστε ισχύει και για την θεωρία του φυλετικού ανθρωπισμού, ο οποίος ενώ υποτίθεται ότι αναγνωρίζει ένα δικαίωμα ύπαρξης των διακριτών φυλών –χωρίς να τις αναγνωρίζει φυσικά και ως ισότιμες- επιτάσσει την χωρική τους απομάκρυνση προκειμένου να αποφεύγονται οι προσμίξεις. Η λογική αυτή εξακολουθεί να αποτελεί το έδαφος και για την επιβολή θεσμικών διακρίσεων στο εσωτερικό κάθε κράτους, αλλά και για τη δικαιολόγηση πρακτικών εθνοκάθαρσης. Στο έδαφος λοιπόν του 2§1 και όχι του 1§2 Σ. θα έπρεπε να αναζητηθεί το δικαιολογητικό θεμέλιο για την καταπολέμηση του ναζισμού. Πρωτίστως το άρθρο αυτό επιτάσσει στα όργανα του κράτους να αποκαθαρθούν από τέτοιες ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές διακρίσεων[iv]

Από κει και πέρα τίθενται μια σειρά δικαιοπολιτικών προβληματισμών. Θα δικαιολογείτο στο έδαφος του 2§1 η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων εκ μόνου του λόγου ότι θα αποτελούσαν φορείς της ναζιστικής ιδεολογίας; Η πρακτική έχει π.χ. αποδείξει ότι είναι πολύ δυσχερές να καταδικασθεί ένα άτομο για την προβολή ναζιστικών απόψεων, ακόμα και όταν σαφώς ενσπείρει το μίσος στη βάση φυλετικών ή/και εθνοτικών διακρίσεων[v]. Υπάρχει -και σωστά- μια επιφύλαξη στο να ποινικοποιείται η έκφραση γνώμης όταν δεν μπορεί να αποδειχθεί ως ηθική αυτουργία στη διάπραξη αδικημάτων. Η γνώμη καταπολεμάται με τη γνώμη, γι αυτό και τα αδικήματα φρονήματος-όσο αποτρόπαιο και αν είναι το φρόνημα- αν δεν οδηγούν στην προσβολή των εννόμων αγαθών συγκεκριμένου προσώπου οδηγούν σε ανελεύθερες λύσεις. Δεν είναι επίσης πειστικό το επιχείρημα «αφού ούτως ή άλλως υπάρχουν σωρεία αδικημάτων αυτού του τύπου που στοχοποιούν τον αντικαθεστωτικό πολιτικό λόγο και πράξη γιατί να μην υπάρχουν και αντίστοιχα αδικήματα που να στοχοποιούν και την άλλη πλευρά». Αυτή η λογική απλώς νομιμοποιεί την ποινική δίωξη του εσωτερικού εχθρού και υπονομεύει τον εγγυητικό χαρακτήρα των συνταγματικών διατάξεων

Βέβαια ένα πολιτικό κόμμα δεν εκφράζει απλώς γνώμη, αλλά προσπαθεί να οργανώσει τους πολίτες στο έδαφος πολιτικών πρακτικών που εν τέλει αποσκοπούν στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την εφαρμογή του προγράμματός του. Αν και θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 2§1 Σ., αλλά και οι διεθνείς συνθήκες που έχουν υπογραφεί, παράγουν ένα πλαίσιο το οποίο θα καθιστούσε επιτρεπτή τη νομοθετική παρέμβαση για την απαγόρευση των ναζιστικών πολιτικών κομμάτων, τίθεται ένα θέμα κατά πόσο αποτελεσματική θα ήταν μια τέτοια απαγόρευση, αφού τίποτε δεν θα απέτρεπε στο ίδιο πολιτικό προσωπικό να δημιουργήσει νέο κομματικό σχηματισμό αποκρύπτοντας καλύτερα την ιδεολογία του (άλλωστε αποτελεί κατ’εξοχήν ίδιο των κομμάτων αυτών να επιχειρούν να αποκρύψουν ή ακόμα και να αποτάσσουν περισσότερο ή λιγότερο μετά βδελυγμίας το ναζιστικό τους ιδεολογικό οπλοστάσιο)

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη πλευρά της ναζιστικής πολιτικής πρακτικής: η στράτευση των μελών, αλλά και η άνοδος στην ιεραρχία εξαρτάται όχι μόνο από την αποδοχή κάποιων ιδεολογικοπολιτικών αρχών, αλλά στο έδαφος πρακτικών υλοποίησης των αρχών αυτών μέσω της βίας. Και μάλιστα μιας βίας που δεν στρέφεται εναντίον του κράτους, αλλά εναντίον της κοινωνίας και έχει ως στόχο να προκαλέσει την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και την ακύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων (βλ. π.χ. την οριζόντια τρομοκρατία της δεκαετίας του 1970). Η βία των ναζιστικών οργανώσεων λειτουργεί παραπληρωματικά προς τη βία του κράτους (ιδίως σε περιόδους κρίσης) και αλληλοτροφοδοτούνται (γι’αυτό και δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση η επιτυχής διείσδυση των ναζιστικών ιδεολογημάτων σε όργανα κρατικού καταναγκασμού). Ποια είναι η πραγματική βάση του νεοναζιστικού εγκλήματος, αλλά και κάθε εγκλήματος που στηρίζεται επί διακρίσεων; Ότι αποτελεί επικύρωση αντιλήψεων που επικρατούν στην κοινωνία: της πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας. Είναι λόγος επικύρωσης της εξουσίας, επικύρωσης των πιο μαύρων ενστίκτων που καλλιεργούνται από τον κυρίαρχο λόγο, καθώς καθιστά ένα τμήμα της κοινωνίας επίφοβο έναντι των υπολοίπων (η μειονότητα που αμφισβητεί τη θέση της και θέλει να καταστεί πλειοψηφία στη θέση της πλειοψηφίας, που αμφισβητεί την εξουσία της πλειοψηφίας). Αυτή η πτυχή της ναζιστικής πολιτικής πρακτικής δείχνει και τον τρόπο αντιμετώπισής της: υπάρχουν στο ποινικό οπλοστάσιο εργαλεία που δίνουν τη δυνατότητα να τιμωρηθούν αποτελεσματικά όσοι ιδρύουν ή συμμετέχουν σε οργανώσεις ή και ομάδες στο εσωτερικό οργανώσεων που θα μπορούσαν να υπαχθούν στην υπόσταση του άρθρου 187§1 ΠΚ (εγκληματική οργάνωση), και κυρίως στην §3 αυτού (συμμορία), ακόμα ακόμα και στην υπόσταση του 188 (συμμετοχή σε ένωση προσώπων που επιδιώκει παράνομο σκοπό)[vi]. Μάλιστα έχουν προβλεφθεί και τα κατάλληλα μέτρα επιείκειας του 187Β και ιδίως η §4 που κατ’εξαίρεση μπορεί να οδηγήσει σε άδεια παραμονής του αλλοδαπού που θα καταγγείλει τα σχετικά αδικήματα. Εάν αποδειχθεί ότι οι συμμετέχοντες (και όχι βέβαια οι υποστηρικτές ή πολύ περισσότερο οι ψηφοφόροι) μιας ναζιστικής οργάνωσης συγκροτούν εγκληματική οργάνωση ή συμμορία οι σχετικές ποινές θα πρέπει να συνοδεύονται και με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Και βέβαια μετά από μια τέτοια ποινική αντιμετώπιση η χρηματοδότησή τους από κάθε πηγή δεν θα συνιστά παρά ξέπλυμα βρώμικου χρήματος

Από κει και πέρα στο έδαφος της νομοθετικής πολιτικής, μια πρόταση, επαρκώς θεμελιωμένη στο 2§1 Σ. θα ήταν η θέσπιση επιβαρυντικής περίπτωσης (μετατροπή σε κακούργημα με ιδιαίτερα βαρειές ποινές ή τιμώρηση με την ανώτατη προβλεπόμενη για το βασικό αδίκημα ποινή) όταν ένα αδίκημα τελείται λόγω της φυλής, θρησκείας, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, αναπηρίας ή εθνικής καταγωγής του θύματος. Η ρύθμιση αυτή έχει ήδη υιοθετηθεί σε διάφορες χώρες των ΗΠΑ και έχει θεωρηθεί συνταγματική από το αμερικανικό Supreme Court (Wisconsin v. Mitschell). Δυο προϋποθέσεις που θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να πληρούνται είναι α) πρέπει από την ίδια την πράξη και τις συνθήκες τέλεσης της να προκύπτει το ρατσιστικό κίνητρο, β) πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του αδικήματος και του κινήτρου-το είδος του αδικήματος πρέπει να είναι επιδεκτικό ρατσιστικού ή νεοναζιστικού κινήτρου.  Kαι βέβαια μιλάμε για επιβαρυντική περίσταση εκάστου αδικήματος που εξ αντικειμένου θα επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 187§3 και όχι απλώς για στοιχείο της προσωπικότητας του εγκληματία που θα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής από το δικαστήριο, όπως ορίζει το 79§3 (που δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ και που φαίνεται να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής και σε αδικήματα που δεν είναι επιδεκτικά ρατσιστικού κινήτρου).

Τέλος τίθεται ένα ευρύτερο δικαιοπολιτικό ερώτημα. Μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζισμό, όταν είναι διαβρωμένο από αυτόν; Η διάβρωση δεν είναι ζήτημα σταγονιδίων και εξαιρετικών περιστάσεων που θα μπορούσαν τυχόν να αντιμετωπισθούν από  ανεξάρτητες αρχές ή ειδικά αστυνομικά σώματα ή (ιδίως σε περίπτωση που νομοθετηθεί επιβαρυντική περίσταση) ειδικό εισαγγελέα αρμόδιο για την δίωξη ρατσιστικών εγκλημάτων. Η διάβρωση πραγματοποιείται με την υιοθέτηση της πολιτικής ατζέντας του ναζισμού: όταν το κράτος σκληραίνει (κατά πλήρη επιβράβευση των ναζιστικών πολιτικών πρακτικών και επιταγών), όταν ακολουθεί ρατσιστικές πολιτικές (στρατόπεδα συγκέντρωσης, φράκτες κλπ σε συνδυασμό με μια πλήρη απουσία διαδικασιών νομιμοποιήσεως μεταναστών), όταν περιορίζει τα συνταγματικά δικαιώματα στη διαμαρτυρία (και θεσμικά, αλλά και στην πράξη σε αγαστή συνεργασία με μέλη ναζιστικών οργανώσεων), όταν εν τέλει επικαλείται ότι αν η αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης της ΧΑ (μήπως γιατί η αστυνομία πρέπει να  αναλάβει αυτή να επιτελέσει το έργο της ΧΑ;) τότε όχι μόνο ενισχύει το ναζισμό, αλλά χάνει και το ηθικό κύρος για να τον αντιμετωπίσει. Γι’αυτό η αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου περνάει πρώτα και κύρια από την ανάπτυξη ενός κοινωνικού κινήματος που θα τον θέσει στη γωνία και θα αποτελεί τη βάση προκειμένου να επιβληθεί η αντιμετώπισής του από το κράτος. Και βέβαια για να πείσει ένα τέτοιο κίνημα (χωρίς αυτό να αποτελεί άλλοθι για την καθυστέρηση συγκρότησής του) πρέπει να ακολουθήσει μια πολιτική αναίρεσης όλων των ιδεολογημάτων του ναζισμού, αλλά και μια πολιτική διεξόδου από τις σημερινές συνθήκες κρίσης  που καθιστούν το ναζισμό κοινωνικό κίνημα

 

 

[i] Στην περίπτωση του συγκεκριμένου αδικήματος, όπως καθιερώθηκε στο άρθρο 187Α ΠΚ η ποινικοποίηση του κινήτρου παράγει λογικά άλματα ως προς τη σχέση του άμεσα πληττόμενου από το αδίκημα έννομου αγαθού με το θεωρούμενο βάσει του κινήτρου ως πληττόμενο έννομο αγαθό: μπορεί μια ανθρωποκτονία ή μια ληστεία να ανατρέψει τις δομές του δημοκρατικού καθεστώτος; Ακόμα και αν σε αυτό αποσκοπεί ο δράστης δεν υφίσταται αντικειμενικά κανένας αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ τους και σε τελική ανάλυση εν προκειμένω ποινικοποιείται το φρόνημα του δράστη και μάλιστα όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τους άλλους και όχι από τον εαυτό του, αφού συνήθως ο δράστης επικαλείται ως κίνητρο την εγκαθίδρυση ενός ακόμα πιο δημοκρατικού καθεστώτος. Περαιτέρω αναγορεύοντας τις θεμελιώδεις οικονομικές και κοινωνικές δομές σε αυτοτελώς προστατευόμενο έννομο αγαθό υιοθετεί μια ολοκληρωτική λογική «οικουμενικών» εννόμων αγαθών

[ii] Για τον ίδιο λόγο δύσκολα θα μπορούσε κανείς στο έδαφος της δημοκρατικής αρχής να δικαιολογήσει επιμέρους περιορισμούς της πολιτικής δράσης (όπως π.χ. η απαγόρευση της κρατικής χρηματοδότησης συγκεκριμένων μόνο κομμάτων). Ακόμα χειρότερο παράδειγμα θα ήταν η μη διάλυση του κόμματος, αλλά η απαγόρευση συμμετοχής του στις εκλογές, αφού ένα κόμμα ως σκοπό έχει κατ’εξοχήν την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας: θα ήταν απόλυτα αντιφατικό στο όνομα της δημοκρατίας να επικυρωθεί τυχόν η αντίληψη ότι επιτρέπεται η λειτουργία κομμάτων (που επιτρέπεται συνεπώς να επιδιώκουν την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας) χωρίς όμως να συμμετέχουν στις εκλογές. Άλλωστε ακόμα και στην περίπτωση του «κόμματος» με την επωνυμία «Νεος Ναζισμός», ο ΑΠ δεν απαγόρεψε τη συμμετοχή του εκπροσώπου του στις εκλογές ως υποψήφιου, αλλά την αφαίρεση του τίτλου

 

[iii] Κατά τον Κ.Πλεύρη, Εβραίοι: Όλη η αλήθεια, Πρόλογος β’έκδοση, Αθήνα 2006 σ.15 ο ναζισμός ως εκδήλωση του γερμανικού εθνικισμού είναι υπόθεση γερμανική, ο φασισμός ως εκδήλωση του ιταλικού εθνικισμού είναι υπόθεση ιταλική, οι έλληνες εθνικιστές δεν υποτάσσονται σε ξένους εθνικισμούς, διότι αν το πράξουν αναιρείται ο εθνικισμός τους.

[iv] Βλ. π.χ. τις ερωτήσεις του Εισαγγελέα στη δίκη Πλεύρη και βεβαίως τις πρακτικές συνεργασίας κρατικών αρχών με μέλη ναζιστικών οργανώσεων

[v] με χαρακτηριστική την Ολ. ΑΠ 3/2010

[vi] –για να μην μιλήσουμε για σωρεία επιμέρους αδικημάτων, όπως οι σωματικές βλάβες (308-311), φθορά ξένης ιδιοκτησίας (381), απειλή (333), υποκίνηση και εκτέλεση βιαιοπραγιών (189§2), συμπλοκή (313), οπλοφορία-οπλοχρησία κ.α.π 

Σε μια εποχή που τα δικαιώματα πλήττονται ρόλος μας η υπεράσπιση τους